Τη φθηνότερη ρευστότητα στην Ευρώπη μπορούν να εξασφαλίσουν πλέον οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τούτο υποστηρίζει με κατηγορηματικό τρόπο κορυφαία τραπεζική πηγή. Όπως επισημαίνει, «τα επιτόκια για το συγκεκριμένο υγιές τμήμα της πελατείας μας είναι πλέον τα πιο ελκυστικά στη Γηραιά Ήπειρο».
Οι τράπεζες δίνουν μάχη για να τις κλέψουν από τον ανταγωνισμό
Κατά τον ίδιο, δύο είναι οι βασικοί λόγοι:
Πρώτον, ο αριθμός των επιχειρήσεων που πληρούν τα ισχύοντα πιστοληπτικά κριτήρια είναι μικρός.
Οι τράπεζες λοιπόν δίνουν μάχη για να τις κλέψουν από τον ανταγωνισμό.
Στο πλαίσιο αυτό ρίχνουν συνεχώς τα spreads, είτε για να διατηρήσουν το πελατολόγιό τους είτε για να προσελκύσουν νέους πελάτες.
Δεύτερον, η υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
«Δεν θα πρέπει να κοιτάμε μόνο τα επιτόκια με τα οποία δανειζόμαστε σε απόλυτους όρους. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το περιθώριο κέρδους που πληρώνουμε», σημειώνει σχετικά η ίδια πηγή.
Όπως λέει, «πλέον έχει υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα ακόμη και από την περίοδο πριν την ελληνική χρεοκοπία του 2010, όταν το αξιόχρεο της χώρας βρισκόταν αρκετά σκαλοπάτια πάνω από την επενδυτική βαθμίδα».
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης της αξιόχρεης πελατείας τους.
Η εκτίμηση της ΤτΕ
Την εκτίμηση ότι το 2025 θα καταγραφεί περαιτέρω ελάφρυνση στο κόστος δανεισμού του εγχώριου ιδιωτικού τομέα, διατυπώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Αυτό θα επιτευχθεί χάρη στα εξής:
-Τη μετακύλιση των μειώσεων των δεικτών πολιτικής του Ευρωσυστήματος στα τραπεζικά επιτόκια
-Τη θετική συμβολή των θεμελιωδών μεγεθών των εγχώριων τράπεζων
-Τις ευνοϊκές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η κεντρική τράπεζα αναμένει επίσης αποκλιμάκωση επιτοκίων και στις χορηγήσεις δανείων συγχρηματοδότησης ή εγγυοδοσίας, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος “Σπίτι μου” ή στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις
Σε αντίθεση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στις μεγάλες εταιρείες οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να προσφέρουν χαμηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με τις ελληνικές.
Σύμφωνα με γενικό διευθυντή συστημικού ομίλου, «δεν έχουμε τη δυνατότητα να γίνουμε ελκυστικότεροι τιμολογιακά από τους συστημικούς ομίλους της Γηραιάς Ηπείρου».
Όπως λέει, «εν προκειμένω, το εκτόπισμα του πιστωτή μετράει, όταν έχουμε να κάνουμε με πολύ μεγάλα επενδυτικά έργα».
Ενδεικτικά είναι τα συγκριτικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Τον περασμένο Μάιο το μέσο κόστος χρηματοδότησης μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε σε 3,52%.
Στη χώρα μας την υπό εξέταση περίοδο ανήλθε σε 3,99%, 47 μονάδες υψηλότερα.
Ανάλογες διαφορές καταγράφονται και στις δανειοδοτήσεις προς νοικοκυριά.
Το Μάιο ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη στα στεγαστικά δάνεια ανήλθε σε 3,30%, ενώ στην εγχώρια αγορά διαμορφώθηκε σε 3,68%, υψηλότερα κατά 38 μονάδες βάσης.
Η Ελλάδα μάλιστα είναι η τρίτη πιο ακριβή χώρα στο μπλοκ.
Ποιοι μένουν εκτός
Κατά τα άλλα, εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης παραμένουν όσοι δεν πληρούν τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια.
Στη μαύρη λίστα περιλαμβάνονται οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις, κυρίως ατομικές, για τις οποίες δεν υπάρχει επαρκής διαφάνεια ως προς τις οικονομικές τους επιδόσεις.
Επιπλέον, η πλειονότητα αυτών δηλώνει επί σειρά ετών πολύ χαμηλά εισοδήματα, τα οποία λειτουργούν ανασταλτικά στις εγκρίσεις των αιτημάτων τους από τις τράπεζες.
Εκτιμάται ωστόσο ότι μετά τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές και την αυξημένη χρήση πλαστικού χρήματος, η εικόνα θα βελτιωθεί σημαντικά, ανοίγοντας τις τραπεζικές θύρες για περισσότερους.