Σε μια εποχή όπου η καθημερινότητα κατακλύζεται από τίτλους που μιλούν για κρίσεις, καταστροφές και αποτυχίες, ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο τα μέσα ενημέρωσης αφηγούνται την πραγματικότητα έχει σοβαρές συνέπειες. Η εμμονή στον αρνητισμό, η υπερπροβολή της σύγκρουσης και η φθηνή εντυπωσιοθηρία, αν και αποσπούν το πρόσκαιρο ενδιαφέρον, διαβρώνουν μακροπρόθεσμα τη σχέση του πολίτη με την ενημέρωση, την εμπιστοσύνη του στα μέσα και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Το τίμημα αυτής της επιλογής είναι βαρύ: κοινωνική απογοήτευση, απαξίωση της πολιτικής και των θεσμών, φυγή των νέων, έλλειψη ελπίδας και κίνησης προς τη δημιουργία.
Η επαναλαμβανόμενη ανάδειξη των προβλημάτων χωρίς αντίστοιχη προβολή και άλλων ειδήσεων δημιουργεί ένα συλλογικό αίσθημα παραίτησης και αδυναμίας. Το κοινό αρχίζει να βλέπει την ενημέρωση ως πηγή άγχους και απογοήτευσης και όχι ως εργαλείο κατανόησης και ενδυνάμωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με έρευνες όπως το Digital News Report του Reuters Institute, ένας στους τρεις πολίτες αποφεύγει συνειδητά την ενημέρωση, επικαλούμενος ως βασικό λόγο το γεγονός ότι οι ειδήσεις τού προκαλούν κακή διάθεση ή δεν νιώθει πως μπορεί να επηρεάσει όσα διαβάζει.
Αυτή η τάση αποφυγής των ειδήσεων (news avoidance) είναι εξαιρετικά ανησυχητική, καθώς πλήττει την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Μια κοινωνία που δεν ενημερώνεται, δεν συμμετέχει. Και μια κοινωνία που δεν συμμετέχει, παραδίδει τη λήψη αποφάσεων στους λίγους.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί διερωτώνται: γιατί να μείνει κανείς σε μια χώρα όταν αυτή προβάλλεται συνεχώς μέσα από ένα πρίσμα παρακμής, διαφθοράς και ανυπαρξίας προοπτικής; Όταν το μόνο αφήγημα που διαμορφώνεται μέσα από τα media είναι αυτό της κατάρρευσης, τότε η απομάκρυνση, η παραίτηση ή ακόμη και η εσωτερική μετανάστευση (συναισθηματική και κοινωνική) μοιάζουν αναπόφευκτες.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η δημοσιογραφία πρέπει να χάσει τη βασική της λειτουργία: την άσκηση κριτικής και την ανάδειξη των προβλημάτων. Αντίθετα, χρειάζεται μια δημοσιογραφία που ασκεί έλεγχο χωρίς να παρασύρεται στη φθηνή εντυπωσιοθηρία· που προβάλλει παραδείγματα καλών πρακτικών και λύσεων· που μεταφέρει στους πολίτες όχι μόνο τι πάει λάθος, αλλά και τι μπορεί να γίνει καλύτερα — και από ποιον.
Η λεγόμενη δημοσιογραφία λύσεων (solutions journalism) δεν αποτελεί έναν εξωραϊσμό της πραγματικότητας, αλλά μια διαφορετική επιλογή οπτικής: εστιάζει στις προσπάθειες που γίνονται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και όχι μόνο στα προβλήματα αυτά καθαυτά. Δίνει φωνή στους ανθρώπους που δημιουργούν, που επιμένουν, που καινοτομούν, που προσφέρουν, εντός και εκτός θεσμών.
Ένα τέτοιο δημοσιογραφικό μοντέλο, προσέγγιση δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της ερευνητικής δουλειάς ή της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας. Τη συμπληρώνει. Την ισορροπεί. Την εντάσσει σε ένα πλαίσιο που δίνει στον πολίτη εργαλεία κατανόησης και προοπτικής και όχι απλώς λόγους απόγνωσης.
Αν η δημοσιογραφία θέλει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού, οφείλει να μετασχηματιστεί. Να ξεφύγει από τη δημοσιογραφία της απαξίωσης και να επενδύσει σε μια δημοσιογραφία που χτίζει — και δεν κατεδαφίζει.
Η αλλαγή αυτή δεν αναιρεί τον ρόλο της ερευνητικής ή αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας. Τον συμπληρώνει. Γιατί μια δημοσιογραφία που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην απαξίωση οδηγεί σταδιακά στην αποξένωση και στην απώλεια νοήματος. Η δημοσιογραφία δεν πρέπει να χαρίσει τον ρόλο της κριτικής στα χέρια της στείρας καταγγελίας. Οφείλει να παραμείνει διερευνητική, διεισδυτική, υπεύθυνη — αλλά ταυτόχρονα να δείχνει τον δρόμο προς τα μπροστά. Ο ρόλος της δεν είναι απλώς να καταγράφει το παρόν, αλλά να συμμετέχει στην οικοδόμηση του μέλλοντος.Και γιατί τελικά, ποιος θα ήθελε να μείνει, να ζήσει ή να δημιουργήσει σε μια χώρα που προβάλλεται συνεχώς ως “καμένη γη”; Ποιος νέος άνθρωπος θα επιλέξει να επενδύσει σε ένα μέλλον που τα μέσα παρουσιάζουν καθημερινά ως αδιέξοδο; Ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε μια δημοσιογραφία που δεν κατεδαφίζει, αλλά χτίζει. Που εμπνέει, κινητοποιεί και προτείνει. Όχι για να εξωραΐσει, αλλά για να συμβάλει ουσιαστικά στη μεταμόρφωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας.
Νίκος Σ. Παναγιώτου – Καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ
Χ. Φραγκονικολόπουλος – Κοσμήτορας, Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ