Συνεχίζει να κινείται σε ανοδική πορεία η ελληνική οικονομία, παρά την ήπια επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης που καταγράφεται το δεύτερο τρίμηνο του 2025, εκτιμά το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, ο πραγματικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,7% σε ετήσια βάση, έναντι 2,2% το πρώτο τρίμηνο, γεγονός που αποτυπώνει μια περιορισμένη αλλά όχι ανησυχητική επιβράδυνση.
Η εξέλιξη αυτή δεν υποδηλώνει κάποια ουσιαστική αλλαγή στη δυναμική της οικονομίας, καθώς απορρέει από βραχυχρόνιες και εν μέρει αντισταθμιζόμενες διακυμάνσεις. Η απότομη κάμψη των εισαγωγών αγαθών, κυρίως των καυσίμων, συνέβαλε θετικά στον ρυθμό ανάπτυξης, ενώ αντίρροπη επίδραση άσκησε η αντιστροφή της τάσης συσσώ- ρευσης αποθεμάτων, η οποία είχε προηγουμένως ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα.
Η μείωση των κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει σταδιακή εξομάλυνση των ανισορροπιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, ακόμη και σε κλάδους με χρόνιες ελλείψεις προσωπικού
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ για το 2025 προβλέπουν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο 2,1%, ελαφρώς χαμηλότερο από την προηγούμενη πρόβλεψη του 2,2%. Η μικρή αυτή αναθεώρηση προς τα κάτω αντικατοπτρίζει τη συγκρατημένη επιβράδυνση του δεύτερου τριμήνου, χωρίς να μεταβάλλει την ευρύτερη εικόνα μιας οικονομίας που εξακολουθεί να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό, υποβοηθούμενη από την ανθεκτικότητα της εγχώριας ζήτησης και την ομαλοποίηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η αγορά εργασίας βελτιώνεται
Η αγορά εργασίας παρουσιάζει επίσης ενδείξεις σταθεροποίησης και ενίσχυσης. Ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε, συμπεριλαμβανομένων των μισθωτών, ενώ η ανεργία υποχώρησε, με μείωση του ποσοστού ανεργίας μεταξύ των αλλοδαπών εργαζομένων, ένδειξη καλύτερης ενσωμάτωσης αυτής της κατηγορίας στην παραγωγική διαδικασία. Σε επίπεδο τομέων, ο πρωτογενής παρουσιάζει απώλειες, ενώ η απασχόληση αυξάνεται στους άλλους δύο παραγωγικούς τομείς, αν και η εικόνα δεν είναι πλήρως ομοιογενής σε μικρότερη κλαδική ανάλυση. Οι μεταβολές στα επαγγέλματα ακολουθούν τις ίδιες τάσεις, χωρίς ωστόσο να συνοδεύονται από ουσιαστική αλλαγή στη σύνθεση δεξιοτήτων, καθώς οι νέες θέσεις εργασίας εξακολουθούν να καλύπτονται κυρίως από αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι ώρες απασχόλησης παραμένουν σε υψηλά επίπεδα για τα ελληνικά δεδομένα, συγκλίνοντας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η μείωση των κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει σταδιακή εξομάλυνση των ανισορροπιών μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, ακόμη και σε κλάδους με χρόνιες ελλείψεις προσωπικού.
Ενδεικτικά, στον τουρισμό παρατηρείται ταυτόχρονη μείωση των κενών θέσεων και ελαφρά κάμψη της απασχόλησης, εξέλιξη που φαίνεται περισσότερο συνδεδεμένη με τη φυσιολογική προσαρμογή της αγοράς παρά με διαρθρωτικές αδυναμίες.
Σε νέα αναπτυξιακή φάση η ελληνική κεφαλαιαγορά
‘Στην εκτίμησή του για την ελληνική κεφαλαιαγορά το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι δείχνει να εισέρχεται σε νέα αναπτυξιακή φάση. Κατά το οκτάμηνο του 2025, το Χρηματιστήριο Αθηνών κατέγραψε ισχυρή άνοδο, με σημαντική αύξηση της κεφαλαιοποίησης και της αξίας συναλλαγών. Οι δείκτες υψηλής κεφαλαιοποίησης παρουσίασαν υψηλότερες αποδόσεις από τον γενικό δείκτη, ενώ και οι δείκτες μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης κινήθη- καν ανοδικά, αν και με ηπιότερο ρυθμό. Οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές μετοχές βρέθηκαν στο επίκεντρο της ανόδου, αντικατοπτρίζοντας τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναβάθμιση των προοπτικών του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η συνέχιση της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τελευταία μείωση τον Ιούνιο του 2025, συνέβαλε στη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και στην ενίσχυση της ρευστότητας. Παράλληλα, η αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου σημείωσε θετικές εξελίξεις, με επιτυχημένες εκδόσεις και μείωση του μεσοσταθμικού κόστους δανεισμού. Οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, κα- θώς η επικείμενη εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών από την Euronext και η αναμενόμενη επανένταξή του στις ανεπτυγμένες αγορές δημιουργούν νέα περιθώρια ανάπτυξης και πρόσβασης των ελληνικών επιχειρήσεων σε κεφάλαια.
Εντυπωσιακή βελτίωση στις δημοσιονομικές επιδόσεις
Σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον, οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας καταγράφουν εντυπωσιακή βελτίωση.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 4,8% του ΑΕΠ το 2024, υπερβαίνοντας σημαντικά τις προβλέψεις, ενώ το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 153,6% του ΑΕΠ, σημειώ- νοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν στο 49,3% του ΑΕΠ, κυρίως χάρη στη σημαντική ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τις ψηφιακές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζει η ΑΑΔΕ. Η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και η γενικευμένη χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών έχουν περιορίσει αισθητά τη φοροδιαφυγή, βελτιώνοντας την ιχνηλασιμότητα των συναλλαγών και επιτρέποντας πιο ακριβή αντιστοίχιση μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων και πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει σε βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενίσχυση της αξιοπιστίας των δημοσιονομικών στοιχείων. Έτσι, ενώ το ευρωπαϊκό πλαίσιο ζητά περισσότερη αμυντική προετοιμασία και αυστηρότερο μεσοπρόθεσμο έλεγχο δαπανών, η Ελλάδα οφείλει να ισορροπήσει ανάμεσα στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, αξιοποιώντας τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για να ενισχύσει την παραγωγική της βάση, χωρίς να διαρραγεί ο ρυθμός της ανάπτυξης και η κοινωνική συνοχή.
Το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2026
Το Προσχέδιο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για το 2026, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης δεν ξεπερνά το 1%. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ, επιβεβαιώνοντας τη συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη διατήρηση της χώρας σε τροχιά δημοσιονομικής εξυγίανσης. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 137,6% του ΑΕΠ, το χαμηλό- τερο επίπεδο από το 2010. Ωστόσο, η εικόνα αυτή συ- νοδεύεται από μια σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και από εξωτερικούς κινδύνους –γεωπο- λιτικούς, πληθωριστικούς και δημοσιονομικούς– που ενδέχεται να επηρεάσουν την επίτευξη των στόχων.
Το διεθνές πλαίσιο είναι γεμάτο προκλήσεις. Ο προστατευτισμός στις ΗΠΑ, οι γεωπολιτικές εντάσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, καθώς και η αβεβαιότητα γύρω από την παγκόσμια ενεργειακή αγορά δη- μιουργούν ένα περιβάλλον αστάθειας που επηρεάζει και την Ελλάδα. Ακόμη και αν η χώρα παραμείνει «νησί σταθερότητας» στην Ευρώπη, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η ανάπτυξή της είναι στενά συνδεδεμένη με τις εξωτερικές ροές και τις επενδύσεις. Η επόμενη περίοδος απαιτεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης. Η κυβέρνηση προτάσσει τη «δημογραφική φορολογική μεταρρύθμιση» ως βασικό μοχλό στήριξης της μεσαίας τάξης και των οικογενειών με παιδιά. Η μείωση των συντελεστών φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και η σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ σε μικρούς οικισμούς πράγματι δημιουργούν ένα αίσθημα ελάφρυνσης.
Η ανεργία, στο 8,6%, παραμένει η χαμηλότερη από το 2008, όμως η ποιότητα της απασχόλησης –μερική απασχόληση, εποχικότητα, χαμηλοί μισθοί– εξακολουθεί να προβληματίζει.
Ωστόσο, η αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων κατά 2,6 δισ. ευρώ υποδηλώνει ότι μεγάλο μέρος αυτής της «ανάσας» επιστρέφει στο κράτος μέσω ΦΠΑ, τεκμαρτής φορολόγησης και μη τιμαριθμοποίησης των κλιμακίων. Η φορολογική δικαιοσύνη εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία παραμένει διαχρονικά δυσμενής, ιδίως για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% είναι η υψηλότερη στην ΕΕ για το 2026. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ανέρχεται στα 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. το 2025. Αν αυτό υλοποιηθεί, θα αποτελέσει σημαντικό μοχλό ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Ωστόσο, η επενδυτική ώθηση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ευρωπαϊκά κονδύλια, ιδίως στο Ταμείο Ανάκαμψης, του οποίου οι ροές ολοκληρώνονται το 2026. Με δεδομένη τη σταδιακή μείωση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, το ερώτημα είναι αν η ελληνική οικονομία μπορεί να καλύψει το επικείμενο «χρηματοδοτικό κενό» με εθνικούς ή ιδιωτικούς πόρους.
Στον κοινωνικό τομέα, θετικές είναι οι ρυθμίσεις για τη στήριξη των συνταξιούχων και των ευάλωτων ομάδων (π.χ. επίδομα 250 ευρώ, αυξήσεις συντάξεων με βάση το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό). Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές έχουν περιορισμένο αντίκτυπο, αν δεν συνοδεύονται από ουσιαστική ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων. Ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται στο 2,2%, εξακολουθεί να «ροκανίζει» την αγοραστική δύναμη, ενώ η ανισότητα διευρύνεται. Η ανεργία, στο 8,6%, παραμένει η χαμηλότερη από το 2008, όμως η ποιότητα της απασχόλησης –μερική απασχόληση, εποχικότητα, χαμηλοί μισθοί– εξακολουθεί να προβληματίζει.
Εντεινόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και αμυντική ετοιμότητα
Το «Si vis pacem, para bellum» –αν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για πόλεμο– φαίνεται να αποτυπώνει, περισσότερο από ποτέ, τη νέα έμφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στην αμυντική ετοιμότητα, υπό το φως των εντεινό- μενων γεωπολιτικών εντάσεων.
Οι ηγεσίες της Ευρώπης θέτουν ως προτεραιότητα την κινητοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων, ενώ το πρόσφατο ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδότησης εξοπλισμών με παροχή χαμηλότοκων δανείων προς τα κράτημέλη δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο προσβά σεων σε πόρους, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να ωφεληθεί. Ταυτόχρονα, η αυστηροποίηση των στόχων των δαπανών που συζητείται στο πλαίσιο της Συμμαχίας, με ρητή διάκριση μεταξύ «καθαρής άμυνας» και κρίσιμων υποδομών και με ετήσιες εκθέσεις προόδου, μεταβάλλει τα δεδομένα για τον μεσοπρόθεσμο δημο- σιονομικό σχεδιασμό.
Η ενδεχόμενη αναβάθμιση του ελάχιστου στόχου ενδέχεται να εντείνει τις πιέσεις στους προϋπολογισμούς, ιδίως μετά την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων το 2024 που επιβάλλουν αυστηρότερες τροχιές καθαρών δαπανών και ενεργοποίηση διορθωτικών μηχανισμών σε περίπτωση υπερβάσεων. Η σημασία για την Ελλάδα είναι διττή: από τη μία, διαμορφώνεται παράθυρο βιο- μηχανικής πολιτικής με εστίαση σε αμυντικές τεχνολο- γίες, διττές χρήσεις και κρίσιμες υποδομές, ικανό να ενεργοποιήσει επενδύσεις, αλυσίδες αξίας και εξαγω- γική δυναμική. Από την άλλη, απαιτείται προσεκτικός συγχρονισμός μεταξύ αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να μη διακυβευτεί η μακροοικονομική σταθερότητα.
Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται αλλά δεν εκλείπει
Την ίδια στιγμή, οι πληθωριστικές πιέσεις δείχνουν να αποκλιμακώνονται, χωρίς ωστόσο να έχουν εκλείψει. Τον Αύγουστο του 2025, ο ετήσιος πληθωρισμός ανήλθε στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί ενέργεια και τρόφιμα, διαμορ- φώθηκε στο 4,2%, αντανακλώντας επίμονες αυξήσεις στο κόστος υπηρεσιών και στέγασης. Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις για τον Σεπτέμβριο δείχνουν περαιτέρω υποχώρηση του εναρμονισμένου δείκτη στο 1,8% και του δομικού στο 2,6%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών καταγράφονται στην ένδυση και υπόδηση, στα ξενοδοχεία και στην εστίαση, καθώς και στη στέγαση, ενώ ο πληθωρισμός στα αγαθά παραμένει περιορισμένος σε σχέση με εκείνον των υπηρεσιών. Η διατήρηση του χάσματος αυτού υποδηλώνει ότι οι εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις συνδέονται περισσότερο με το κόστος παραγωγής και τις συνθήκες ζήτησης στην εσωτερική αγορά παρά με τις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων.