Ρεύμα, πρώτες ύλες, delivery, μισθοί και ενοίκια «πίκραναν» τα ζαχαροπλαστεία Κωνσταντινίδης, με την κερδοφορία της εταιρείας, που μετρά πάνω από 100 χρόνια γλυκιάς ιστορίας, να υποχωρεί σημαντικά το 2022.
Με σήμα κατατεθέν το γνωστό της μιλφέιγ και μότο «φρέσκο είναι αυτό που φτιάχνεις τώρα και το τρως τώρα», η «Γρ. Κωνσταντινίδης Μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ» εμφάνισε κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση οριακά αυξημένο τζίρο στα 10 εκατ. ευρώ έναντι 9,8 εκατ. ευρώ το 2021.
Οι γλυκές μπίζνες των ξένων στην ελληνική αγορά
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και σε επίπεδο κερδοφορίας, καθώς το περιθώριο καθαρού κέρδους συρρικνώθηκε στο 2% συγκριτικά με 7% το 2021, γεγονός που αποδίδεται από την εταιρεία στην αύξηση: των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος , του κόστους αγορών πρώτων υλών και εμπορευμάτων, του κόστους αποστολής εμπορευμάτων (delivery), των ενοικίων (νέο κατάστημα στη Λεωφόρο Κηφισίας και μίσθωση καινούργιων ΙΧ) και του κόστους μισθοδοσίας συνολικά στη χρήση.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στις προσφάτως δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της αλυσίδας ζαχαροπλαστείων, τα αποτελέσματα προ φόρων στην παρούσα χρήση ανήλθαν σε κέρδη 333 χιλ. ευρώ έναντι κερδών 862 χιλ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση κατά 528 χιλ. ευρώ που αντιστοιχεί σε μείωση κατά 61% περίπου.
Αντίστοιχα, τα καθαρά κέρδη περιορίστηκαν στις 249 χιλ ευρώ έναντι 661 χιλ ευρώ το 2021. Τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα τη περσινή χρήση εμφανίζονται μειωμένα κατά 20% περίπου και διαμορφώθηκαν σε 1,9 εκατ. ευρώ έναντι 2,4 εκατ. ευρώ το 2021.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, τα χρηματοοικονομικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 11%, ενώ τα λοιπά έξοδα – ζημίες λειτουργίας σημείωσαν αύξηση 18% και ανήλθαν στα 3 εκατ. ευρώ.
Μηδενικός δανεισμός και επενδύσεις
Τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα την περσινή χρήση εμφανίζονται μειωμένα κατά 20% περίπου και διαμορφώθηκαν σε 1,9 εκατ. ευρώ έναντι 2,4 εκατ. ευρώ το 2021.
Παρ’ όλα αυτά ο συνολικός δανεισμός της εταιρείας συνέχισε να είναι μηδενικός.
Σε επίπεδο μερισμάτων, για τη χρήση 2022 οι μέτοχοι δεν έχουν εκδηλώσει την πρόθεση για διανομή κερδών, όπως επισημαίνεται.
Σημειώνεται ωστόσο ότι εντός της περσινής χρονιάς η εταιρεία προχώρησε σε διανομή μερισμάτων ύψους 316.000 ευρώ.
Αν και η υποχώρηση της καταναλωτικής διάθεσης λόγω των έντονων πληθωριστικών πιέσεων επηρέασε σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη της εταιρείας, ο αναπτυξιακός σχεδιασμός συνεχίστηκε απρόσκοπτα.
Συγκεκριμένα, η εταιρεία πραγματοποίησε πέρυσι επενδύσεις της τάξεως των 463 χιλ ευρώ που μεταξύ άλλων αφορούν στη δημιουργία νέου καταστήματος στη Λεωφ. Κηφισίας, σε ανακαινίσεις του υφιστάμενου δικτύου, σε αγορές ψυγείων και λοιπού μηχανολογικού εξοπλισμού.
Ανατιμήσεις και αναζήτηση ισορροπιών
Με αναπροσαρμογές στις τιμές πώλησης ώστε αυτές να αντανακλούν το αυξημένο κόστος παραγωγής, δεδομένου ότι δεν καταγράφεται αποκλιμάκωση στις τιμές βασικών πρώτων υλών, μεταφορών και ενέργειας, η διοίκηση της εταιρείας επιδιώκει εφέτος να βρει νέες ισορροπίες.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην οικονομική έκθεση της εταιρείας για την προβλεπόμενη πορεία το τρέχον έτος: «οι τιμές στις κυριότερες Α’ ύλες (αλεύρι – ζάχαρη και ηλιέλαιο) επηρεάζονται άμεσα λόγω της έλλειψης τους που οφείλεται στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας. Η διοίκηση της εταιρείας προσπαθεί να αναπροσαρμόσει τις τιμές πώλησης ώστε αυτές να αντανακλούν το αυξημένο κόστος παραγωγής. Η διοίκηση της εταιρείας επιδιώκει να βρει τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ αύξησης κόστους και αύξησης τιμών ώστε να επηρεαστεί η ζήτηση το λιγότερο δυνατόν.»
Σημειώνεται ότι η εταιρεία αριθμεί δίκτυο 12 καταστημάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη απασχολώντας 190 εργαζόμενους.
Από τη Μικρά Ασία στη Λάρισα
Η σύνδεση της οικογένειας Κωνσταντινίδη με τη ζαχαροπλαστική ξεκινά τη δεκαετία του 1890 στη Μικρά Ασία, όταν ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, δάσκαλος σε Δημοτικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης τότε, ξεκινά να εργάζεται σε έναν εύπορο ζαχαροπλάστη της περιοχής, όπου και μαθαίνει τον τρόπο παρασκευής των γλυκών.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια οδηγείται στη Λάρισα, όπου ο Γρηγόρης με τα παιδιά του Λάζαρο και Στέλιο, λειτουργούν ένα υποτυπώδες ζαχαροπλαστείο σε μια παράγκα της πόλης, με το όνομα «Η Νεολαία».
Μόλις στα 17 του ο μικρότερος γιος Λάζαρος κατεβαίνει στην Αθήνα, για να μαθητεύσει, πλάι σε φημισμένους τεχνίτες.
Δέκα χρόνια μετά, το 1932, ο Λάζαρος επιστρέφει στη Λάρισα και ανοίγει το πρώτο, σύγχρονο για την εποχή κατάστημα, με το όνομα «Κυψέλη», στην οδό Παναγούλη. Τα φρέσκα, με αγνά υλικά αλλά και οικονομικά γλυκά του «πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία», γίνονται σύντομα ξακουστά και το ζαχαροπλαστείο αποκτά φήμη για το σιροπιαστό μιλφέιγ, τους κουραμπιέδες και το χαλβά του.
Το 1974 ο μεγαλύτερος γιος του Λάζαρου, Γρηγόρης, εισέρχεται ενεργά στην επιχείρηση και γίνεται ο συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης, που δημιούργησε ο συνονόματος παππούς του.
Περίπου δύο δεκαετίες μετά ο μεγαλύτερος γιος Γρηγόρης κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου ανοίγει το πρώτο του κατάστημα επί της Λεωφόρου Κηφισίας 129, εισάγοντας την πρωτοτυπία για τα δεδομένα της εποχής «το ανοιχτό παρασκευαστήριο», με οδηγό τη φράση του πατέρα του Λάζαρου, «φρέσκο είναι αυτό που φτιάχνεις τώρα και το τρως τώρα».