Με τυπικούς όρους η χώρα μας έχει οικονομική ανάπτυξή. Δηλαδή, έχουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κάθε χρόνο. Μάλιστα, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σχετικά υψηλότερος άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπου σημειώνεται στασιμότητα. Ως ένα βαθμό αυτή η ανάπτυξη έχει επιτρέψει και καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Βασιζόμενη στα στοιχεία αυτά η κυβέρνηση υποστηρίζει όχι μόνο ότι εκπροσωπεί την ανάπτυξη, αλλά και ότι θα πρέπει να παραμείνει στην εξουσία ακριβώς γιατί αυτή μόνο εγγυάται ότι θα συνεχιστεί η οικονομική πολιτική που έφερε την ανάπτυξη. Ισχυρίζεται, μάλιστα, ότι εάν κάνουμε υπομονή, τα οφέλη της ανάπτυξης θα οδηγήσουν και σε υψηλότερες πραγματικές απολαβές και θα ξεπεραστεί το πρόβλημα της ακρίβειας.
Όμως, τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα. Η Ελλάδα καταγράφει ανάπτυξη, αλλά αυτή μπορεί να εξελιχτεί και σε μια παγίδα που θα υπονομεύσει το μέλλον της χώρας για δεκαετίες.
Αυτό, τουλάχιστον, είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης που έκαναν τέσσερις επιστήμονες (Μιχάλης Νικηφόρος, Βλάσης Μισσός, Χρήστος Πιέρρος, Νικόλαος Ροδοσάκης) και η οποία δημοσιεύθηκε από το υψηλού κύρους Hellenic Observatory του London School of Economics (LSE) με τον τίτλο “The café economy: Structural transformation in Greece in the wake of austerity and ‘reforms’ (Η οικονομία των καφετεριών: δομικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα την επαύριον της λιτότητας και των «μεταρρυθμίσεων»).
Η έκθεση, που ορθά έτυχε αρκετά μεγάλης δημοσιότητας, εντοπίζει ένα πραγματικό δεδομένο. Ανάμεσα στο 2009 και το 2024, δηλαδή στην περίοδο από την κρίση και τα μνημόνια στην επιστροφή στην ανάπτυξη, ο κλάδος που αφορά τα καταλύματα και την εστίαση ήταν αυτός που διογκώθηκε σε σημαντικό βαθμό, σε αντίθεση με κλάδους της μεταποίησης. Κοντολογίς ότι όντως ήταν ο τουρισμός αυτός που τροφοδότησε την ανάπτυξη, όπως και τομείς που σχετίζονται με αυτόν πχ το real estate που επίσης διογκώθηκε.
Και αν τα παραπάνω είναι γνωστά, αυτό που είναι σημαντικό σε αυτή τη μελέτη είναι ότι εξετάζονται οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου. Και αυτό που καταγράφεται είναι ο φαύλος κύκλος της φτηνής εργασίας και της χαμηλής παραγωγικότητας.
Ο τουρισμός – και οι συναφείς με αυτόν τομείς οικονομικής δραστηριότητας της ενοικίασης καταλυμάτων και της εστίασης – προφανώς γεννά θέσεις εργασίας και εισόδημα (συμπεριλαμβανομένου και «ξένου συναλλάγματος). Όμως, ως δραστηριότητα έχει χαμηλή προστιθέμενη αξία (δηλαδή αναλογικά δεν παράγει τόσο πλούτο όσο π.χ. μια μεταποιητική δραστηριότητα υψηλής τεχνολογίας). Ακόμη, χειρότερα, επειδή είναι δραστηριότητα έντασης εργασίας σε μεγάλο βαθμό απαιτεί φτηνή εργασία.
Όμως, φτηνή εργασία σημαίνει χαμηλή παραγωγικότητα. Και αυτό γιατί εάν το κόστος εργασίας είναι χαμηλό, οι επιχειρήσεις δεν έχουν κίνητρα να αυξήσουν την παραγωγικότητα μέσω επενδύσεων σε προηγμένη τεχνολογία και καινοτομία, ώστε να αντισταθμίσουν την όποια αύξηση του κόστους εργασίας. Μόνο που αυτό δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο κλάδο: συμπαρασύρει την παραγωγικότητα της εργασίας συνολικά στην οικονομία.
Ακόμη χειρότερα, ως μια δραστηριότητα κερδοφόρα και μάλιστα με σχετικά γρήγορη απόσβεση της επένδυσης – κυρίως σε κτίρια και προσωπικό – προσελκύει κεφάλαια και επενδύσεις – ενδεικτική η άνθηση του real estate. Άρα αυτά τα κεφάλαια και αυτές οι επενδύσεις δεν πηγαίνουν σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Και αυτός ο φαύλος κύκλος της χαμηλής παραγωγικότητας έχει και άλλες διαστάσεις: στο βαθμό που δημιουργούνται θέσεις εργασίας μόνο ή κυρίως σε τέτοιους τομείς, ελλοχεύει ο κίνδυνος εργατικό δυναμικό υψηλότερων τυπικών προσόντων να καταλήγει εκεί, κάτι που μπορεί να μειώνει την ανεργία, αλλά στην πραγματικότητα σημαίνει απαξίωση δεξιοτήτων που κανονικά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε άλλους κλάδους.
Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται μια αναπτυξιακή «παγίδα». Η χώρα μπορεί να έχει ανάπτυξη, αλλά αυτή επιτείνει τη συνθήκη μιας οικονομίας «χαμηλών πτήσεων» και τελικά μιας κοινωνίας «μειωμένων προσδοκιών».
Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται αλλαγή «οικονομικού υποδείγματος». Με αυτό εννοώ ότι δεν αρκεί να πούμε ότι θα κρατήσουμε τη σημερινή σχετικά αναιμική ανάπτυξη, κάποια στιγμή θα σωρευτεί αρκετός πλούτος και αυτός θα επενδυθεί και σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ούτε αρκεί απλώς να περιμένουμε ότι θα έρθει κάποιος επενδυτής, γιατί κατά βάση οι επενδυτές που έρχονται βλέπουν αυτά που τώρα έχουν δυναμισμό και αυτά είναι τελικά ο τουρισμός και το real estate.
Χρειάζονται βαθύτερες τομές. Καταρχάς, χρειάζεται να μπει τέλος στη φτηνή εργασία. Μια γενναία αύξηση των πραγματικών μισθών θα απαντήσει ταυτόχρονα σε δύο προβλήματα: από τη μια θα αντιμετωπίσει την «κρίση κόστους ζωής». Από την άλλη, θα αποτελέσει πραγματική πίεση για στροφή στην αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και για στροφή των επενδύσεων σε κλάδους, στους οποίους η αυξημένη παραγωγικότητα (και προστιθέμενη αξία) θα υπερκαλύπτει την όποια αύξηση του κόστους εργασίας. Και βέβαια επένδυση σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, άρα και τεχνολογίας, σημαίνει και δυνατότητα για ακόμη καλύτερες μισθολογικές απολαβές.
Χρειάζεται, όμως, και ανάληψη από το κράτος της ευθύνης που του αναλογεί. Αυτό αφορά και τις παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν τη βελτίωση των μισθών (που δεν μπορούν να περιορίζονται στις αυξήσεις κατώτατου μισθού που η αγορά τις έχει ήδη προεξοφλήσει) και τις παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν αναπροσανατολισμό της επένδυσης πέρα από τις τρέχουσες «ατμομηχανές».
Μόνο που αυτό φοβάμαι ότι δεν μπορεί να το κάνει μια κυβέρνηση που θεωρεί μεγαλύτερο οικονομικό επίτευγμά της αυτό το επί της ουσίας αναπτυξιακό αδιέξοδο, που ανεξαρτήτως ρητορικής συντηρεί τη συνθήκη της φτηνής εργασίας και που εξακολουθεί να προκρίνει συγκεκριμένους κλάδους χωρίς υπαρκτό σχέδιο για αλλάγη παραγωγικού μοντέλου και αναπροσανατολισμό της επένδυσης. Για να μην αναφερθώ στην αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών πόρων στην καλύτερη των περιπτώσεων με όρους «απορροφησιμότητας» στη χειρότερη με όρους «εξυπηρέτησης» κάθε λογής «οικείων συμφερόντων». Κοντολογίς, αυτή τη στιγμή η πολιτική αλλαγή είναι και οικονομικά επείγουσα.









































