Με τη δεύτερη τουριστική περίοδο εν μέσω πανδημίας να βρίσκεται σε εξέλιξη, ζητούμενο αποτελεί η διερεύνηση της εξέλιξης του τουρισμού, ως ενός από τους σημαντικότερους κλάδους για την ελληνική οικονομία, αναφέρει η Εθνική Τράπεζα σε νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της τράπεζας για τον κλάδο.

Τα πρώτα στοιχεία για την πορεία του κλάδου είναι ενθαρρυντικά, καθώς η αντιπαραβολή της πορείας των φετινών τουριστικών αφίξεων και εισπράξεων (ως ποσοστά του 2019) έναντι των αντίστοιχων περσινών δείχνει σημαντική ανάκτηση των κεκτημένων του 2019. Εστιάζοντας στον κρίσιμο δείκτη των διεθνών αεροπορικών αφίξεων, ο Ιούνιος 2021 ανέκτησε το 1/3 του επιπέδου 2019 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 3% για τον Ιούνιο 2020) και ο Ιούλιος 2021 φαίνεται να προσέγγισε ανάκτηση κοντά στα 2/3 του επιπέδου 2019 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 29% για τον Ιούλιο 2020). Αν υποθέσουμε ότι τα υγειονομικά δεδομένα θα ακολουθήσουν μια ανάλογη με την περσινή πορεία, τότε το 2021 θα κλείσει με ποσοστό ανάκτησης της τάξης του 50% του επιπέδου 2019. Δεδομένης της υψηλής συσχέτισης των αεροπορικών αφίξεων με τις τουριστικές εισπράξεις (με συντελεστή άνω του 90%), ένα αντίστοιχο ποσοστό ανάκτησης (δηλαδή, 50% του 2019) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας εφικτός στόχος για τις εισπράξεις της χρονιάς. Ενισχυτικά στην υλοποίηση του παραπάνω στόχου λειτουργούν δύο στοιχεία που συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η Ελλάδα έχει φέτος τα εχέγγυα να κερδίσει μερίδιο στην (ομολογουμένως ακόμα υπό πίεση και υψηλή αβεβαιότητα) διεθνή τουριστική αγορά:

· Συνυπολογίζοντας τα υγειονομικά δεδομένα, τις τάσεις στην αεροπορική κίνηση και τις προτιμήσεις των τουριστών (όπως αποτυπώνονται στις αναζητήσεις και τις κρατήσεις), η Ελλάδα ξεχωρίζει ως η χώρα με την ισχυρότερη ανάκαμψη ζήτησης στη μεσογειακή αγορά.

· Ακολουθώντας μια προσέγγιση 360ο και εστιάζοντας στις βασικές αγορές προέλευσης για τον ελληνικό τουρισμό, παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές (όπως η Γερμανία) φαίνεται να αποτελούν σημαντικούς πυλώνες ζήτησης στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, παίρνοντας τη σκυτάλη από λιγότερο παραδοσιακές αγορές (όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ) που λειτούργησαν ενισχυτικά στο δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου.

Βαθιές οι πληγές της πανδημίας

Η ενδεχόμενη επίτευξη υψηλού μεριδίου για τον ελληνικό τουρισμό το 2021 (υπό την επιφύλαξη απρόβλεπτων επιδημιολογικών εξελίξεων) θα αποτελέσει ουσιαστικά επιστροφή του κλάδου στην αναπτυξιακή πορεία της περιόδου 2012-2019 όπου καταγράφηκε σημαντική αύξηση τόσο σε όρους τουριστικών αφίξεων (+101%) όσο και εισπράξεων (+75%) – με επίτευξη αυξημένης διείσδυσης σε όλες τις βασικές αγορές (ευρωπαϊκές και μη). Η ανοδική αυτή πορεία ουσιαστικά ανακόπηκε βίαια με το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020, με το μερίδιο της Ελλάδας στην παγκόσμια τουριστική αγορά να χάνει το σύνολο των κερδών της προηγούμενης περιόδου (επιστρέφοντας το 2020 στο 1,9%, ενώ είχε καταφέρει να προσεγγίσει το 2,3% το 2019) – με τις απώλειες μεριδίων της Ελλάδας να είναι εμφανείς σε όλες τις βασικές αγορές. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς παραγόντων που κατέστησαν την Ελλάδα ιδιαίτερα ευάλωτη ως τουριστικό προορισμό το 2020:

· Αφενός, το γεγονός πως η χώρα είναι προσβάσιμη στην Δυτική Ευρώπη (όπου βρίσκονται οι βασικές χώρες προέλευσης τουριστών) κυρίως μέσω αεροπορικών συνδέσεων, οι οποίες δεν προτιμούνταν από τους ταξιδιώτες στα πλαίσια της κοινωνικής αποστασιοποίησης.

· Αφετέρου, η επιβαρυμένη επιδημιολογική εικόνα των γειτονικών μας βαλκανικών χωρών, που αποτελούν τις πηγές προέλευσης του οδικού μας τουρισμού, δεν επέτρεψε σε αυτό τον πιο ασφαλή τρόπο μετακίνησης να λειτουργήσει αντισταθμιστικά όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας ή της Ισπανίας.

Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η τρέχουσα τουριστική περίοδος δεν αντιμετωπίζει στον ίδιο βαθμό αυτές τις αβεβαιότητες, χάρη στην ύπαρξη του πιστοποιητικού εμβολιασμού και των rapid tests.

Η επόμενη μέρα

Πέρα από την εξέλιξη της φετινής χρονιάς, η ουσία της συζήτησης είναι σημαντικό να μεταφερθεί στην επόμενη ημέρα και στη μεσοπρόθεσμη στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που διανοίγονται. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή θέση για να ωφεληθεί από τις επερχόμενες αλλαγές και ανακατατάξεις, καθώς η φυσική ομορφιά της, η ζεστασιά της φιλοξενίας της και η πολιτιστική κληρονομιά της, προσφέρουν μοναδικά αναξιοποίητα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (και το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που τους συνοδεύει) αποτελούν μια ευκαιρία για τη χώρα και τον κλάδο που δεν πρέπει να χαθεί. Εκτός από τα εξειδικευμένα κονδύλια για τον κλάδο του τουρισμού (ύψους €0,6δις), οι επιχειρήσεις του τομέα μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στα ευρύτερα προγράμματα του Ταμείου υπό τους άξονες της πράσινης ανάπτυξης, της ψηφιοποίησης, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της μεγέθυνσης (οργανικής και μέσω συνεργασιών).

Που υστερεί ο ελληνικός τουρισμός

Ο ελληνικός τουρισμός – παρά τη συγκριτικά υψηλότερη συμμετοχή του στην οικονομία – υστερεί του μεσογειακού μ.ο σε όρους ποιότητας και συγκέντρωσης, καθίσταται έτσι πιο ευάλωτος στον ανταγωνισμό ενώ δεν εκμεταλλεύεται στον μέγιστο βαθμό τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.

Ειδικότερα, η Ελλάδα διαθέτει μικρότερου μεγέθους και χαμηλότερης ποιότητας ξενοδοχειακές μονάδες (36 έναντι 57 κλίνες κ.μ.ο. και μόλις το 23% 4-5 αστέρων έναντι 65%), συγκρατώντας την μέση ημερήσια τουριστική δαπάνη 15% χαμηλότερα του μεσογειακού μ.ο. (€70 έναντι €82). Αρνητικά στα παραπάνω συμβάλει η χαμηλή επίδοση στον δείκτη διαχείρισης γης, δημιουργώντας εμπόδια στις τουριστικές επενδύσεις, με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. (4,5/30 έναντι 23,6/30 στην ΕΕ).

Επιπλέον, ο ελληνικός τουρισμός χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, σε όρους εποχικότητας, με το 79% των αφίξεων να πραγματοποιούνται την περίοδο Μαΐου-Σεπτεμβρίου (έναντι 58% για τις άλλες μεσογειακές χώρες), χωρών προέλευσης, με τις top 5 χώρες να αποτελούν το 34% των αφίξεων (έναντι 27% για τις άλλες μεσογειακές χώρες), και περιοχών, με το 59% εισπράξεων και το 67% των ξενοδοχείων 5 αστέρων να βρίσκονται στα νησιά.

Σημαντική ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης

Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια σημαντική αναπτυξιακή ευκαιρία για την ελληνική οικονομία στο σύνολο της αλλά και τον τουρισμό ειδικότερα.

Η Ελλάδα την περίοδο 2021-2026 αναμένεται να έχει πρόσβαση σε συνολικούς ευρωπαϊκούς πόρους ύψους €65 δις, τα οποία θα διατεθούν σε δράσεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την ενεργειακή και ψηφιακή της μετάβαση, και την ανάπτυξη της καινοτομίας.

Ειδικότερα για τον τουριστικό κλάδο έχουν προβλεφθεί άμεσα κονδύλια ύψους 0,6 δισ. ευρώ, με στόχο την ενίσχυση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού και ανάπτυξης δεξιοτήτων του απασχολούμενου προσωπικού.

Παράλληλα ενισχυτικά για τον τουρισμό αναμένεται να δράσουν επιμέρους έργα τα οποία αφορούν την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, την ανάδειξη νέων αρχαιολογικών χώρων και άλλων σημείων πολιτισμικού ενδιαφέροντος, την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, την ανάπτυξη νέων οδικών αξόνων, λιμένων-μαρίνων, υδατοδρομίων κ.λπ., τη δημιουργία δικτύων επικοινωνιών νέας τεχνολογίας (όπως το 5G) κ.λπ., συμβάλλοντας στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας, την προσέλκυση νέων τουριστών , και τη διεύρυνση της τουριστικής της σεζόν (ψηφιακοί νομάδες, city break κ.λπ.).

Διπλασιασμός των τουριστικών εισπράξεων

Η απόδοση της επενδυτικής και μεταρρυθμιστικής αυτής προσπάθειας μπορεί να είναι υψηλή. Υιοθετώντας την εκτίμηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού για άνοδο της παγκόσμιας τουριστικής κίνησης κατά 20% το 2030 (έναντι του 2019), η σύγκλιση της Ελλάδας στο μεσογειακό μέσο όρο σε όρους εποχικότητας και ποιότητας, θα μπορούσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας να οδηγήσει τις τουριστικές εισπράξεις στην Ελλάδα σε επίπεδο διπλάσιο έναντι του 2019 (επιπλέον 18 δισ. ευρώ ετησίως).

Οι καταλύτες της δυναμικής αυτής θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον παρακάτω μηχανισμό:

–          Tο μερίδιο της Ελλάδας θα μπορούσε να αυξηθεί από το 2,3% στο 3,2% (μέσω μείωσης της

εποχικότητας από το 79% στον μεσογειακό μ.ο., 58%), ενισχύοντας τις αφίξεις κατά 70% (από τα

34 στα 58 εκατ. τουρίστες ετησίως).

–          Επιπλέον, η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, δύναται να προσελκύσει υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες οδηγώντας σε αύξηση της μέσης είσπραξης ανά διανυκτέρευση κατά 17% (από 70 σε 82 ευρώ, επίπεδο στο οποίο βρίσκεται και ο μ.ο. της Μεσογείου).

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Τουρισμός