Ο Πολ παίζει την κιθάρα του σε ένα στούντιο στο Λονδίνο. Ο Τζορτζ χασμουριέται και ο Ρίνγκο τον κοιτάζει αδιάφορα. Ο Τζον άργησε, ως συνήθως. Ξαφνικά, μαγεία. Μια μελωδία αρχίζει να διαμορφώνεται. Ο Τζορτζ «μπαίνει» με την κιθάρα του. Ο Ρίνγκο χτυπάει μια μελωδία στα κρουστά. Μέχρι να φτάσει ο Τζον, το επόμενο σινγκλ των Beatles, “Get Back”, έχει ήδη πάρει την συγκλονιστική του μορφή.

Το “Get Back” είναι ο τίτλος ενός υπέροχου νέου ντοκιμαντέρ του Πίτερ Τζάκσο που αποδίδει αυτή τη μοναδική στιγμή, καταγράφοντας τις μέρες που πέρασε μαζί το συγκρότημα τον Ιανουάριο του 1969, γράφοντας και ηχογραφώντας τραγούδια για ένα νέο άλμπουμ. Για όποιον ενδιαφέρεται για τη μουσική, την ποπ κουλτούρα ή τη δημιουργικότητα, η ταινία είναι ένα εορταστικό πακέτο γεμάτο «διαμάντια». Όταν ο Τζορτζ παλεύει να βρει έναν στίχο που θα ακολουθήσει το «κάτι στον τρόπο που κινείται» (“something in the way she moves”), ο Τζον δίνει συμβουλές. «Απλώς πες ό,τι σου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά—«με μαγνητίζει σαν κουνουπίδι»—μέχρι να βρεις τις σωστές λέξεις».

Το ντοκιμαντέρ πρέπει να το παρακολουθήσουν και επιχειρηματικά στελέχη. Το ερώτημα για το τι κάνει μια ομάδα να τραγουδά είναι βασικό στοιχείο των ερευνών για θέματα μάνατζμεντ και το ντοκιμαντέρ για τους Beatles είναι μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσετε μια ομάδα πραγματικά παγκόσμιας κλάσης εν δράσει. Το ντοκιμαντέρ ενισχύει γνωστές αρχές και προσθέτει μερικές δικές του.

Πάρτε για παράδειγμα τον ρόλο του Ρίνγκο. Όταν δεν παίζει τα κρουστά, ο ντράμερ του συγκροτήματος περνά τον περισσότερο χρόνο του είτε με το να κοιμάται είτε κοιτάζοντας με απορημένο βλέμμα. Όταν οι άλλοι τρεις μουσικοί τσακώνονται, ο Ρίνγκο χαμογελάει γαλήνια. Σε έναν απλό παρατηρητή, μπορεί να φαίνεται μη-απαραίτητος. Αλλά μουσικά, τίποτα δεν λειτουργεί χωρίς αυτόν, και ως μέλος της ομάδας αμβλύνει τις συγκρούσεις και γεφυρώνει τις διαφορές.

Η ψυχολογική σύνθεση έχει σημασία για το πώς ενώνονται οι ομάδες. Οι ακαδημαϊκοί του Πανεπιστημίου Carnegie Mellon και του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης ανακάλυψαν ότι η απόδοση των ομάδων δεν συσχετίζεται με το μέσο όρο νοημοσύνης των μελών τους, αλλά με χαρακτηριστικά όπως η ευαισθησία και το πόσο καλές είναι οι ομάδες στο να δίνουν χρόνο σε όλους να μιλήσουν. Ο Ρίνγκο παρέχει υποστήριξη και η μπάντα θα ήταν λιγότερο συνεκτική χωρίς αυτόν.

Μια άλλη αρχή που ενισχύεται από την ταινία: ψάξτε εδώ, εκεί, παντού για έμπνευση. Σε μια μελέτη της McKinsey, ζητήθηκε από περισσότερα από 5.000 στελέχη να περιγράψουν το περιβάλλον στο οποίο είχαν τις δικές τους καλύτερες εμπειρίες από την παρουσία τους σε μια ομάδα. Μεταξύ άλλων, η συμβουλευτική εταιρεία εντόπισε τη σημασία της «ανανέωσης», της προσπάθειας να κρατιέσαι μακριά από τα τετριμένα, της ανάληψης ρίσκων, του παίρνεις μαθήματα από άλλους και να καινοτομείς.

Το “Get Back” δείχνει μια ομάδα από σούπερ σταρ που ασπάζεται ακριβώς αυτό το ήθος: παίζουν τα τραγούδια άλλων συγκροτημάτων, αρπάζουν ιδέες, όπως οι καρακάξες αρπάζουν ό,τι γυαλίζει, και δέχονται με χαρά τη συμβουλή και τη βοήθεια ξένων. Είναι η γνωριμία με έναν πιανίστα που ονομάζεται Μπίλι Πρέστον, γνωστός στο γκρουπ από τις πρώτες μέρες όταν έπαιζαν στο Αμβούργο, που κάνει πραγματικά τις ηχογραφήσεις να αρχίζουν να “δέσουν”. Ας τον κάνουμε τον πέμπτο Beatle, προτείνει ο Τζον. «Τα πράγματα είναι αρκετά άσχημα ακόμη και μόνο με τέσσερις», αναστενάζει ο Πολ.

Ένα τρίτο μήνυμα της ταινίας αφορά το πότε και πώς να αφήνουμε τα πράγματα ως έχουν. Σε μια προσπάθεια το 2016 που ονομάστηκε Project Aristotle, η Google προσπάθησε να ορίσει τα χαρακτηριστικά των πιο αποτελεσματικών ομάδων της. Ένα από τα ευρήματά του ήταν ότι οι στόχοι πρέπει να είναι «συγκεκριμένοι, προκλητικοί και εφικτοί».

Όταν ξανασυναντιούνται, για πρώτη φορά την νέα χρονιά, τη δεύτερη μέρα του 1969, το συγκρότημα έχει ένα καθήκον που ανταποκρίνεται απόλυτα σε αυτά τα κριτήρια: να γράψει τα νέα τραγούδια ενός άλμπουμ μέσα σε λίγες μέρες και να τα παίξει σε μια ειδική τηλεοπτική εκπομπή. Αλλά το πώς θα φτάσουν εκεί επαφίεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς. Αυτό δεν πετυχαίνει πάντα. Κάποια στιγμή ο Πολ λαχταρά μια «κεντρική πατρική προσωπικότητα» για να τους κατευθύνει στο πρόγραμμα τους. Όμως ο συνδυασμός προθεσμίας και αυτονομίας αποφέρει αξιοσημείωτα αποτελέσματα.

Υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να μάθει κανείς από το «Get Back». Οι Beatles δεν υποστηρίζουν πάντα ο ένας τον άλλον – ο Τζορτζ, νιώθοντας ότι τον περιφρονούν ο Τζον και ο Πολ, εγκαταλείπει για λίγο το συγκρότημα. Τα ναρκωτικά έπαιξαν ρόλο στην αποδοτικότητα τους, αν και το LSD μπορεί να είναι κόκκινη γραμμή για ορισμένους μάνατζερ. Αν και η τεχνική ικανότητα δεν είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας, το καθαρό ταλέντο βοήθησε. Οποιο συγκρότημα κι’ αν είχε έναν Λένον, έναν Μακάρτνεϊ και έναν Χάρισον θα είχε πλεονέκτημα.

Αλλά ένα ευρύτερο μάθημα βγαίνει μέσα από το ντοκιμαντέρ δυνατά και ξεκάθαρα. Οι Beatles αγαπούν αυτό που κάνουν για να βιοπορίζονται. Όταν δεν παίζουν μουσική, την συζητούν ή την σκέφτονται. Παίζουν και ξαναπαίζουν τα δικά τους τραγούδια και τζαμάρουν συνεχώς. Οι μάνατζερ που πιστεύουν ότι η οικοδόμηση του ομαδικού πνεύματος απαιτεί δραστηριότητες εκτός εργασίας δεν κατανοούν ένα θεμελιώδες σημείο. Οι ομάδες με τις υψηλότερες επιδόσεις αντλούν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, όχι ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά από τη δουλειά που κάνουν όλοι μαζί.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα