Πριν από μια δεκαετία ο Γκάμπριελ Μπόριτς ήταν στέλεχος του φοιτητικού κινήματος που συσπείρωνε ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα διαμαρτυρίας της Χιλής. Τώρα θα γίνει, στα 35 του, ο νεότερος αρχηγός κράτους της χώρας. Αντί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές με μικρή διαφορά, όπως προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις, συγκέντρωσε το επιβλητικό ποσοστό των 56% των ψήφων ενώ ο αντίπαλός του, ο ακροδεξιός υποψήφιος Χοσέ Αντόνιο Καστ, συγκέντρωσε το 44%. Ο κ. Καστ, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές με ένα πρόγραμμα νόμου και τάξης που κατονόμαζε μετανάστες, τρομοκράτες και διακινητές ναρκωτικών ως πηγές πολλών από τα δεινά της χώρας, είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο των εκλογών τον Νοέμβριο. Η μεγάλη αύξηση της συμμετοχής φαίνεται να αντέστρεψε την τύχη του δεξιού υποψηφίου. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο επιπλέον ψηφοφόροι εμφανίστηκαν, ανεβάζοντας τη συμμετοχή στο 56%, το υψηλότερο από τότε που η συμμετοχή στην ψηφοφορία έγινε εθελοντική το 2012.

Το αποτέλεσμα δείχνει πόσο έχει αλλάξει η Χιλή, που κάποτε θεωρούνταν μια από τις πιο σταθερές χώρες της Λατινικής Αμερικής, μετά από χρόνια διαδηλώσεων και τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας.

Η νίκη του κ. Μπόριτς είναι μέρος μιας τάσης στην ευρύτερη περιοχή κατά των κατεστημένων αρχών. Στο Περού ο Πέδρο Καστίγιο, ένας αγρότης – δάσκαλος που συμμάχησε με το Κομμουνιστικό Κόμμα, εξελέγη πρόεδρος τον Ιούλιο. Ο Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (ή Λούλα), ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας, προηγείται στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους. Στην Κολομβία, ο Γουσταύο Πέτρο, πρώην αριστερός αντάρτης, είναι επί του παρόντος το φαβορί για τις εκλογές του Μαΐου.

Αλλά ο κ. Μπόριτς, ο οποίος ηγείται μιας συμμαχίας μεταξύ ενός κόμματος που ίδρυσε το 2017 και του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι από πολλές απόψεις πιο ξύπνιος από αυτούς τους άλλους ηγέτες. Με ένα πρόγραμμα που επικεντρώνεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον και τον φεμινισμό, εκπροσωπεί την αριστερά της νέας χιλιετίας σε μια περιοχή που κυριαρχείται εδώ και καιρό από λαϊκιστές δημαγωγούς. Ωστόσο, το σχέδιό του για τη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας στη Χιλή θα αντιμετωπίσει σοβαρές οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις, τις οποίες η ομάδα του μέχρι τώρα φαινόταν ότι δεν ήταν σε θέση να μπορεί να το διαχειριστεί. Το ποιούς θα επιλέξει ο κ. Μπόριτς να βάλει στο υπουργικό του συμβούλιο θα στείλει το βασικό μήνυμα για το πόσο ριζοσπαστική θα είναι η κυβέρνησή του.

Όταν ξεκίνησε στην πολιτική, ο κ. Μπόριτς έγινε όνομα ασκώντας σφοδρή κριτική στο οικονομικό σύστημα της Χιλής και επικρίνοντας τα παραδοσιακά κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα που κυβερνούσαν τη χώρα από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοσέτ το 1990. Φαινόταν απίθανο να έχει ευρεία απήχηση πέρα ​​από την ακροαριστερά, ιδιαίτερα όταν, το 2018, επισκέφτηκε κρυφά έναν πρώην κομμουνιστή παραστρατιωτικό εξόριστο στη Γαλλία, ο οποίος κατηγορείται για τη δολοφονία του Τζέιμι Γκουζμάν, του συντάκτη του συντάγματος της χώρας από την εποχή της δικτατορίας. (Το 2019 ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του κ. Γκουζμάν.)

Πιο πρόσφατα φάνηκε να γίνεται πιο συμβατικός. Το 2019 υπέγραψε μια συμφωνία με την κυβέρνηση που άνοιξε το δρόμο για τη χώρα να ξαναγράψει το σύνταγμά της – μια συμφωνία που πολλοί στον σημερινό συνασπισμό του απέρριψαν επειδή έκανε παραχωρήσεις προς τη δεξιά. Μετά τη νίκη του κ. Καστ στον πρώτο γύρο, ο Μπόριτς πήγε στη Λα Πιντάνα, μια φτωχογειτονιά στο Σαντιάγο, όπου υποσχέθηκε να είναι σκληρός απέναντι στο έγκλημα. Στρατολόγησε την Ιζκία Ζιχές, τον δημοφιλή επικεφαλής του ιατρικού συνδικάτου της Χιλής, για να ηγηθεί της εκστρατείας του. Η Ζιχές πήγε στο βορρά, όπου ο κ. Μπόριτς τα πήγε άσχημα στον πρώτο γύρο λόγω της πιο ήπιας στάσης του στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης. Συγκάλεσε μια ομάδα κεντροαριστερών οικονομολόγων για να αξιολογήσει το πρόγραμμά του και υποσχέθηκε να κάνει τις μεταρρυθμίσεις του σταδιακά. Και έγραψε μια απολογητική επιστολή σε ένα παραδοσιακό κεντροαριστερό κόμμα: «Δεν υπάρχει αρετή στην καινοτομία και στη νεολαία αυτή καθαυτή», παραδέχτηκε.

Αυτή η στρατηγική απέδωσε. Οι νέοι εξακολουθούν να ψηφίζουν τον κ. Μπόριτς στην συντριπτική τους πλειοψηφία. Πίσω του παρατάχθηκαν οι κεντροαριστεροί. Περιέργως, το ίδιο έκαναν και οι ψηφοφόροι στο βορρά. Ο κ. Μπόριτς βοηθήθηκε επίσης από τις αποτυχίες του αντιπάλου του. Για αρχή ο κ. Καστ δεν ήταν δημοφιλής σε νέους και γυναίκες ψηφοφόρους. Υπερσυντηρητικός Καθολικός και πατέρας εννέα παιδιών, είχε αρχικά προτείνει τη διάλυση του υπουργείου γυναικών και την κατάργηση της άμβλωσης (η οποία είναι νόμιμη μόνο σε περίπτωση βιασμού, βιωσιμότητας του εμβρύου ή κινδύνου για την υγεία της μητέρας). Απέρριψε αυτές τις προτάσεις μετά τον πρώτο γύρο, αλλά πολλές γυναίκες δεν πείστηκαν. «Ο Καστ μας βλέπει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας», λέει η Κασάντρα Φράνκο, μια 36χρονη ψηφοφόρος του Μπόριτς.

Ο κ. Καστ έχει επίσης επί μακρόν κατηγορηθεί για δεσμούς με τη δικτατορία Πινοσέτ. Έχει κάνει πολλές δηλώσεις στο παρελθόν υπερασπιζόμενος την υστεροφημία του στρατιωτικού καθεστώτος, στο οποίο ο αδελφός του ήταν υπουργός. Μέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών, μια έρευνα αποκάλυψε ότι ο πατέρας του, Γερμανός μετανάστης στη Χιλή, εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα το 1942, όταν ήταν 18 ετών. (Ο κ. Καστ είχε επιμείνει προηγουμένως ότι ο πατέρας του ήταν βιαίως στρατολογημένος.) Αν και ο κ. Καστ έχει αποστασιοποιηθεί από τον Πινοσέτ τις τελευταίες εβδομάδες, ο θάνατος της χήρας του δικτάτορα την Πέμπτη αναβίωσε τη συζήτηση για την ιστορική μνήμη. «Μας πήρε αίμα δάκρυα και ιδρώτα[για να φτάσουμε στη δημοκρατία]. Ένας υποψήφιος όπως ο Καστ είναι επικίνδυνος για τη χώρα μας», λέει η Χαβιέρα Φερνάντεζ, δικηγόρος από μια πολυτελή γειτονιά στο Σαντιάγο που ψήφισε τον κ. Μπόριτς.

Ακόμη και με την ηχηρή νίκη του, ο κ. Μπόριτς αντιμετωπίζει έναν δύσκολο δρόμο μπροστά του. Μετά τις γενικές εκλογές τον Νοέμβριο, η Γερουσία είναι πλέον ισόποσα διαμοιρασμένη μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Στην Κάτω Βουλή, ο συνασπισμός του νέου προέδρου έχει μόνο 37 από τις 155 έδρες. Θα πρέπει να καταλήξει σε ευρείες συμφωνίες για να περάσει τις μεταρρυθμίσεις του, οι οποίες περιλαμβάνουν: αύξηση των φόρων κατά 8% του ΑΕΠ σε δύο τετραετείς περιόδους, κατάργηση των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών ταμείων, μείωση της εβδομάδας εργασίας σε 40 ώρες, αύξηση του κατώτατου μισθού, δημιουργία καθολικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και σεισάχθεια για τα φοιτητικά χρέη.

Η οικονομία θα περιπλέξει επίσης τα σχέδια του κ. Μπόριτς. Υπερθερμαίνεται χάρη σε ένα τεράστιο πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης που πέρασε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και τις διαδοχικές λαϊκιστικές πολιτικές που επέτρεψαν στους Χιλιανούς να αποσύρουν το 30% των συντάξεών τους φέτος, εισφέροντας περίπου 50 δις δολάρια στην οικονομία. Ο πληθωρισμός βρίσκεται τώρα στο 6,7%, υπερδιπλάσιος του στόχου της κεντρικής τράπεζας για το 2021, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα βρίσκεται σε πορεία να φτάσει το 8,3% του ΑΕΠ. Αν και η οικονομία έχει εκτοξευτεί στα προ πανδημίας επίπεδα, αναμένεται να αναπτυχθεί μόνο μεταξύ 1,5-2,5% το επόμενο έτος, από 11% φέτος. Το προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2022 θα περιόριζε τις δαπάνες κατά παραπάνω από 22%. Το δημόσιο χρέος της Χιλής, αν και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων αντίστοιχων χωρών, έχει αυξηθεί σημαντικά, από 4% του ΑΕΠ το 2007 σε 32,5% πέρυσι.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αμφιβάλλουν ότι ο κ. Μπόριτς θα μπορέσει να επιτύχει τους στόχους του για τα φορολογικά έσοδα, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρχει περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος για την εφαρμογή των βασικών του μεταρρυθμίσεων. Αν και έχει υποσχεθεί να σταθεροποιήσει το δημόσιο χρέος, η πίεση για να ολοκληρώσει τις προτάσεις του μπορεί να τον αναγκάσει να αυξήσει τις δαπάνες. Ο Ροντρίγκο Βαλντές, πρώην υπουργός Οικονομικών, ανησυχεί ότι η ομάδα του κ. Μπόριτς είναι πολύ άπειρη για να διαχειριστεί τη μετάβαση από το τρέχον βαριά ιδιωτικοποιημένο σύστημα δημόσιων υπηρεσιών της Χιλής στο κράτος πρόνοιας που προτείνει.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com