Είναι εύκολο, καθώς η απουσία του μάς δίνει μιαν απόσταση ασφαλείας και μια δυνατότητα συμπερίληψης ολόκληρης της ζωής του σε ευσύνοπτα σχήματα παρελθοντικών χρόνων που κανένα ενεστωτικό στίγμα, όσο μαλακό και αν είναι, δεν μπορεί να προσφέρει. Ο ενεστώτας έχει πάντα μιαν ανυπομονησία και μιαν επιτακτικότητα: «ακούω το τρομπόνι να παίζει», τώρα δα, χωρίς περιστροφές, άμεσα, επιτακτικά. Ο παρατατικός λ.χ. είναι κάπως πιο ελαστικός, πιο αόριστος: «έβλεπα τον άλλον μέσα από την κλειδαρότρυπα» και αυτό το «έβλεπα» δίνει τη δυνατότητα να παρεισφρήσουν και άλλες ενέργειες, άλλα συναισθήματα. Είναι επομένως και πιο ανεκτικός, πιο υπομονετικός. Στην παρελθοντική τροπή του ο χρόνος γίνεται πιο μειλίχιος, καθότι υπομένει και αυτόν τον θάνατο. Ακριβέστερα, ο θάνατος γίνεται η υπομονή του χρόνου, όπως το έθεσε εύστοχα ο Lévinas κατά τις παραδόσεις του στο Paris-IV στη Σορβόννη το 1975 [2].

Αλλά από εδώ ξεκινάει και η δυσκολία του πράγματος. Γιατί, όσο εύκολα μπορώ να συνοψίσω, με απόσταση ασφαλείας, να αφηγηθώ τη ζωή και το έργο του Ποντίκα, άλλο τόσο δύσκολα μπορώ να σταθώ μέσα σε αυτήν την απουσία, ενώ ο χρόνος με υπομένει και να σκεφτώ αυτό που ο χαμένος φίλος μού επιτάσσει: τον θάνατο στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου· να σκεφτώ αυτό το ερώτημα χωρίς-απάντηση, γιατί αυτό το «χωρίς-απάντηση» είναι ο θάνατος του Ποντίκα, αλλά και ο θάνατος ως τέτοιος.

Σε παλαιότερες μελέτες μου [3]είχα περιγράψει έναν κώδικα του βλέμματος που επιτρέπει να διαβάσουμε τη δραματουργική σκέψη του συγγραφέα, καθώς η όραση ως σκηνικό ενέργημα είναι ένα δομικό μέγεθος στη συγκρότηση του θεατρικού του κόσμου. Δύσκολα θα βρούμε ένα έργο του στον πυρήνα του οποίου να μην βρίσκεται το βλέμμα που καθηλώνει, που φαντάζεται, που σαρκάζει, που αποδιαρθρώνει, που συνθλίβει, που αποκαλύπτει εντέλει τον θάνατο. Η πανουργία της όρασης σκηνοθετεί τους στροβίλους, τους μαιάνδρους, τις καθείρξεις, τις οδύνες και τις επιθυμίες.

Παράλληλα με τον κώδικα του βλέμματος εντοπίζεται και ένας δεύτερος κώδικας, αυτός του ήχου. Ο ήχος που καλύπτει και εκ-καλύπτει.

Θα επιστρέψω προς στιγμήν στον Lévinas: «Εδώ υπάρχει ένα τέλος που έχει πάντοτε την αμφισημία μιας αναχώρησης, μιας τελευτής, αλλά και ενός σκανδάλου («είναι δυνατόν να είναι νεκρός;») της μη-απάντησης και της ευθύνης μου»[4].

Ποια είναι η ευθύνη μας, ημών των επιζόντων, μετά την τελευτή, ενώπιον αυτής της μη-απάντησης και ενώ ο χρόνος μας υπομένει;

Με τον κίνδυνο κάθε απάντησης στη μη-απάντηση, θα έλεγα: να συνεχίσουμε να ακούμε τον ήχο του τρομπονιού, να δεχόμαστε αυτήν την αλλόκοτη μελωδία ως ένα σχήμα της κραυγής, ως το τελευταίο ανεπαίσθητο χάδι πριν από τη φρίκη. Αυτή η μελωδία είναι το όριο που μας χωρίζει και μας ενώνει με τον θάνατο, είναι η κίνηση που αποκρύπτει τον πόνο μόνο και μόνο για να τον παρουσιάσει ως κρυμμένο, είναι το ερείπιο που εξιχνιάζεται όχι στο γκρέμισμα, αλλά ακριβώς στα θεμέλια αυτού του έργου και το στοιχειώνει μέχρι τέλους.

«Στην απαρχή έρχεται το ερείπιο», όπως γράφει ο Derrida[5] και ο Ποντίκας μας δίνει από πολύ νωρίς πολλά ίχνη ερειπίου: την παράνοια στη Γυναίκα του Λωτ, την παραφροσύνη στον Ορθό λόγο, την καθήλωση σε υπαρξιακά υπόγεια στην Πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας. Η μελωδία του τρομπονιού δεν καλύπτει μόνο τις κραυγές των βασανισμένων, αλλά κρύβει μέσα της όλα αυτά τα δυστοπικά ερείπια και μπορεί έτσι να αποτελεί το προανάκρουσμα για το χλιμίντρισμα που καλούμαστε να ακούσουμε στο τελευταίο ομώνυμο κείμενό του[6]. Στην αρχή ο Ποντίκας μας λέει: «ακούστε το τρομπόνι για να μην ακούσετε τις κραυγές». Στο τέλος (εάν υποτεθεί ότι το Χλιμίντρισμα σηματοδοτεί ένα τέλος), όταν το τρομπόνι έχει σιγήσει, μας λέει: «φανταστείτε ότι ακούτε το χλιμίντρισμα, για να αποφύγετε την πνιγηρή σιωπή των λέξεων». Η «έντεχνος σοφία συν πυρί» του πλατωνικού Πρωταγόρα (321d) δεν μπορούν να προσφέρουν παρά τα ερείπια, οι ελπίδες του Προμηθέα είναι τυφλές, το μόνο που μένει είναι ο ήχος του τρομπονιού και η ζωικότητα του α-λόγου στο χλιμίντρισμά του.

Υπάρχει επομένως και αυτή η υπόγεια γραμμή που διατρέχει όλο του το έργο και ευθύνη ημών των επιζόντων είναι να τη διατρέξουμε ακούγοντας πάντα την αποπνικτική μελωδία του τρομπονιού ως ένα κάλεσμα φιλοξενίας του ερειπίου που συνεχώς επέρχεται, από την πρώτη στιγμή έως την τελευταία. Αυτό είναι ένα ελάχιστο χρέος προς τον Μάριο Ποντίκα, τουλάχιστον τώρα.

*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος και πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Σημειώσεις

[1] Η μελωδία του Τρομπονιού – Για τον Μάριο Ποντίκα, Ομιλία στο θέατρο Επί Κολωνώ, 15 Φεβρουαρίου 2023. Η αναφορά στο τρομπόνι γίνεται χάρη στο ομώνυμο έργο του Μάριου Ποντίκα: Το τρομπόνι (1973), Κάλβος, Αθήνα 1980, Αιγόκερως, Αθήνα 2007.

[2] Emmanuel Lévinas: Dieu, la mort et le temps, Grasset, Paris 1993, σ. 16.

[4] Γιώργος Π. Πεφάνης: «Η καθήλωση και η ενοχή του θεάματος. Σημασιολογική προσέγγιση στον Ορθό λόγο του Μάριου Ποντίκα» και «Το άτομο και η κίνηση του βλέμματος στο θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα. Μια ερμηνευτική προέκταση» στο βιβλίο μου Θέματα του μεταπολεμικού και σύγχρονου ελληνικού θεάτρου, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2021, σσ. 171-191 και 192-200 αντιστοίχως.

[5] Emmanuel Lévinas: Dieu, la mort et le temps, σ. 47.

[6] Jacques Derrida: Mémoires d’aveugle. L’autoportrait et autres ruines, Réunion des musées nationaux, Paris 1990, σ. 69.

[7] Μάριος Ποντίκας: Το χλιμίντρισμα. Σκηνικό τρίπτυχο, Μωβ Σκίουρος, Αθήνα 2015. Για την ανάλυση του έργου βλ. Γιώργος Π. Πεφάνης: «Αντηχήσεις σε ένα χλιμίντρισμα. Ιχνηλατώντας το Χλιμίντρισμα του Μάριου Ποντίκα», στο βιβλίο μου Θιασώτες και φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας θεατροφιλοσοφίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2016, σσ. 193-203.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia