O διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κος Στουρνάρας τόνισε πρόσφατα στο 2ο Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης ότι το υψηλό δημοσιονομικό κόστος του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ώστε να καταστεί βιώσιμο και κυρίως να αντέξει και το δημογραφικό βάρος. Βάσει των επίσημων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος η δαπάνη των ασφαλιστικών Ταμείων για συντάξεις έφθασε το 2022 στα 28,7 δισ. ευρώ δηλαδή στο 17,7% του ΑΕΠ, ενώ το 2000 βρίσκονταν στα 9 δισ. ή 6,4% του ΑΕΠ. Η συνολική επιβάρυνση για την τελευταία 20-ετία έφθασε στο επίπεδο των 200 δισ. ευρώ, δηλαδή ήταν μεγαλύτερη και από την αύξηση του δημοσίου χρέους.

Δεδομένης της κρίσιμης αυτής κατάστασης το ζητούμενο είναι πέρα από τα μέτρα στήριξης των άμεσα θιγόμενων συνταξιούχων η επεξεργασία, εφαρμογή και στήριξη αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων για την κάλυψη του διαρκώς διογκούμενου κόστους ή ακόμη πιο ιδανικά να μελετηθούν έξυπνοι, δημιουργικοί μηχανισμοί για την αυτοσυντήρηση του ασφαλιστικού συστήματος. Ίσως αξίζει να μελετηθεί το παράδειγμα της Ιρλανδίας που έχει δημιουργήσει ένα αποταμιευτικό επενδυτικό ταμείο από φορολογικά έσοδα για να πετύχει ένα αποθεματικό σε μερικά χρόνια που θα καλύπτει μακροπρόθεσμα τις συντάξεις και τις ανάγκες φροντίδας και περίθαλψης της τρίτης ηλικίας. Σε κάθε περίπτωση τη δύσκολη αυτή άσκηση καλούνται να αναλάβουν ειδικοί και βαθιά γνώστες του πολυπαραγοντικού αυτού προβλήματος.

Χρηματοοικονομικός αλφαβητισμός, χρηματοοικονομική ευημερία και χρηματοοικονομική ελευθερία

Ένας παράγοντας, ίσως όχι ο πιο καθοριστικός, αφορά την «τάση για πρόωρη συνταξιοδότηση» στα 45 έτη ή ακόμη και νωρίτερα που αξιοποιήθηκε από πολλούς εργαζόμενους για μια χρονική περίοδο. Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται μια αναδυόμενη τάση προς την αντίστροφη κατεύθυνση, δηλαδή της «επιστροφής των συνταξιούχων στην ενεργό παραγωγική διαδικασία». Αν και οι λόγοι της επιστροφής στην αγορά εργασίας μπορεί να ποικίλουν, όμως πρωτίστως οφείλεται στην οικονομική επισφάλεια, στην ακρίβεια και στην ανάγκη ενίσχυσης του εισοδήματος, το οποίο ενίοτε δεν επαρκεί μέχρι το τέλος του μήνα και σε κάθε περίπτωση δεν μένουν πλέον «πολλά στην άκρη».

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την αιτία και το κίνητρο επανεργοποίησης των συνταξιούχων, είναι σημαντικό αυτή να συνοδεύεται με ευελιξία στη μορφή απασχόλησης, με ικανοποιητικές αμοιβές και με συνθήκες αξιοπρέπειας στην εργασία όπως αυτό αρμόζει για κάθε εργαζόμενο καθότι συνεισφέρουν στην οικονομία, την κοινωνική ευημερία και φυσικά στην κάλυψη αναγκών της αγοράς εργασίας που δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να ανταποκριθούν οι υποψήφιοι νέοι εργαζόμενοι.

Την ίδια στιγμή παρατηρείται έλλειψη εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας και ιδιαίτερα στον Τουρισμό και την Εστίαση που αποτελούν ένα σημαντικό πυλώνα της οικονομίας μας. Είναι ευνόητο πως η συνταξιοδότηση συνοδεύεται από απώλεια τεχνογνωσίας και υψηλής εξειδίκευσης έμπειρων εργαζομένων, δυσκολία γρήγορης/άμεσης αντικατάστασή τους, ενώ «η είσοδος νέων εργαζόμενων» χρειάζεται χρόνο ένταξης και επόπτευσης, άρα κόστος και κατά συνέπεια απαιτούνται λύσεις. Η κατάσταση αυτή δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο με βάση στοιχεία σχετικών ερευνών, από την απροθυμία των νέων να επιλέξουν συγκεκριμένα επαγγέλματα, την έλλειψη κινήτρων και την αλλαγή στάσης προς την εργασία των νέων εργαζομένων.

Για παράδειγμα τα στοιχεία μιας έρευνας που πραγματοποίησε και παρουσίασε τον περασμένο Μάρτιο το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών δείχνουν πως το 97,5% των επιχειρήσεων αξιολογεί το πρόβλημα εξεύρεσης ανθρώπινου δυναμικού από «πάρα πολύ σημαντικό» ως «πολύ σημαντικό», και μόλις το 3% των επιχειρήσεων βρήκε με ευκολία τις δεξιότητες που έχει ανάγκη και αναζητά, δηλαδή 9 στις 10 επιχειρήσεις δεν βρίσκουν το κατάλληλο προσωπικό, ιδιαίτερα οι μικρότερες επιχειρήσεις με χαμηλό τζίρο λόγω και της αδυναμίας προσφοράς ικανοποιητικών αποδοχών και πρόσθετων παροχών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Workmonitor της Randstad (3/2023) παρατηρείται μία αναδυόμενη τάση, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, που συνδέει την προσωπική με την επαγγελματική ζωή και θέτει ως βασική του προτεραιότητα την προσωπική του ζωή έναντι της επαγγελματικής, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό θα επέλεγε να μην εργαστεί καθόλου σε περίπτωση που οι οικονομικές του αποδοχές δεν αποτελούσαν τροχοπέδη για την προσωπική του διαβίωση. Στην ίδια έρευνα διαφαίνεται μια πιο έντονη επιθυμία παράτασης της συνταξιοδότησης των εργαζομένων σε σχέση με τον περασμένο χρόνο.

Στη Μεγάλη Βρετανία, σχετικά στοιχεία επιβεβαιώνουν, ότι το ποσοστό απασχόλησης ατόμων άνω των 65 ετών διπλασιάστηκε μεταξύ 1993 και 2018, τα δε δύο τρίτα των Βρετανών που συνταξιοδοτούνται την τρέχουσα χρονιά δεν σκοπεύουν να βγουν εντελώς εκτός της αγοράς εργασίας.

Στη Γερμανία ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σόλτς προέβη πρόσφατα σε μια έμμεση προτροπή για παραμονή των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ενώ στοιχεία του Γερμανικού Δημοσιογραφικού Δικτύου RND καταγράφουν μια αύξηση των εργαζόμενων συνταξιούχων ηλικίας από 67 και πάνω.

Στις ΗΠΑ το 2017 ήταν ακόμη στην αγορά εργασίας το 32% των εργαζομένων ηλικίας 65-69 ετών, ποσοστό κατά 10% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 1994.

Με τη σύντομη αυτή αναφορά σε σχετικά στοιχεία τίθεται εύλογα το ερώτημα αν θα μπορούσε η έλλειψη εργατικού δυναμικού να καλυφθεί σε ένα βαθμό από συνταξιούχους που επιθυμούν να επιστρέψουν στην ενεργό δράση και παραγωγή είτε με πλήρη είτε με μερική απασχόληση και φυσικά διαθέτουν εμπειρία και κατάρτιση. Η επιστροφή συνταξιούχων στην εργασία μπορεί να γίνει με ευνοϊκούς όρους ως προς το επίπεδο μισθού, τη σχέση εργασίας, ολική ή μερική απασχόληση, ευέλικτες μορφές εργασίας, όπως τηλεργασία και υβριδική εργασία που «ευδοκίμησαν» την περίοδο της πανδημίας. Η Κομισιόν στηρίζοντας την κατεύθυνση αυτή ζητά μια «κατάλληλη σύνδεση μεταξύ της διάρκειας του επαγγελματικού βίου και του προσδόκιμου ζωής» και τη διάθεση κονδυλίων για την εκπαίδευση και την προώθηση της απασχολησιμότητας των ηλικιωμένων.

Ένα επίσης σημαντικό κίνητρο από πλευράς πολιτείας για επανεργοποίηση των συνταξιούχων αποτελεί η διάθεσή της να διευκολύνει την επιστροφή στην ενεργό δράση χωρίς καμία περικοπή της σύνταξης, όπως αυτό ισχύει σήμερα, περικοπή του 30%της σύνταξης και παλαιότερα του 60%. Το ορθό στον πυρήνα σκεπτικό για περικοπή της σύνταξης ως ένα αποτρεπτικό μέτρο απασχόλησης των συνταξιούχων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία των νέων φαίνεται να μην αποδίδει τα αναμενόμενα. Εξάλλου οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι καταβάλλουν ως οφείλουν κανονικά τις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές τους συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων.

Ένα άρτιο, λειτουργικό σύστημα υγείας θα αντιμετωπίζει επίσης μια άλλη μορφή παραοικονομίας, αυτή της φροντίδας των ηλικιωμένων από βοηθητικό προσωπικό, συνήθως μη ασφαλισμένο, άρα απώλεια εσόδων για τα ασφαλιστικά ταμεία και εξαγωγή συναλλάγματος (αλλοδαπό προσωπικό), ενώ θα υπάρχει ελάφρυνση των οικείων των ηλικιωμένων από το οικονομικό βάρος για τη φροντίδα τους.

Πέρα όμως της ανάγκης εύρεσης λύσεων για την κάλυψη του κόστους κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες προτείνουν ένα συνολικό επανασχεδιασμό της διαδρομής «εκπαίδευση – εργασία – συνταξιοδότηση» ως αποτέλεσμα του δημογραφικού προβλήματος, του γεγονότος ότι το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερο με καλύτερη υγεία για περισσότερο χρονικό διάστημα αλλά και της εν γένει στάσης ζωής των νέων εργαζόμενων έναντι της εργασίας. Μέσω του επανασχεδιασμού σημειώνουν ότι επιδιώκεται:

α) σε σχέση με τον επαγγελματικό προσανατολισμό δημιουργία νέων ειδικοτήτων ή αυξημένο ποσοστό υπαρχουσών ειδικοτήτων που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας ενός γηράσκοντος πληθυσμού

β) μια ισορροπία μεταξύ «υπερχρησιμοποίησης στην παραγωγική ηλικία και υποχρησιμοποίησης μετά τη συνταξιοδότηση (Carstensen, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stanford)

γ) δυνατότητα να εργάζεται κανείς για μεγαλύτερο διάστημα στη ζωή του, αλλά με περιόδους που θα εργάζεται λιγότερο, πιο ευέλικτα ή και καθόλου (Phyllis Moen, κοινωνιολόγος στο πανεπιστήμιο της Minnesota)

δ) να μπορούν προσωρινά π.χ. να εξέλθουν από τη συνταξιοδότηση για να βοηθήσουν σε ένα πρόγραμμα ή να καθοδηγήσουν νεότερους εργαζόμενους

ε) να υπάρχει «ένα μονοπάτι ολίσθησης» προς την συνταξιοδότηση (Carstensen, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stanford) που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους να μειώνουν τις ώρες εργασίας τους πριν σταματήσουν εντελώς να εργάζονται, άρα μια ομαλότερη μετάβαση και αποφυγή φαινομένων ψυχολογικής κατάθλιψης σε ένα ποσοστό ανθρώπων, αισθανόμενοι ως παροπλισμένοι και «απόβλητοι» του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Οι παραπάνω προτάσεις ίσως αξίζουν της προσοχής, επεξεργασίας και συνδρομής ειδικών οικονομολόγων αλλά και άλλων επιστημόνων ώστε ένας επανασχεδιασμός να διασφαλίζει πως η εφαρμογή είναι ρεαλιστική λειτουργική, αποτελεσματική και βιώσιμη.

Κλείνοντας, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, η τάση για επανεργοποίηση των συνταξιούχων υπό συνθήκες ευελιξίας και ικανοποιητικής αμοιβής, μπορεί να αποτελέσει σε ένα βαθμό μια εναλλακτική με θετική συμβολή στην αντιμετώπιση της έλλειψης θέσεων εργασίας, αλλά και αναγκαιότητα περιορίζοντας μερικώς τη φτώχεια στην τρίτη ηλικία και ενισχύοντας ταυτόχρονα την αξιοπρεπή διαβίωση των ηλικιωμένων, γιατί «δεν ζούμε για να εργαζόμαστε», αλλά «εργαζόμαστε για να ζούμε».

* PhD στην Εργασιακή & Οργανωσιακή Ψυχολογία Πανεπιστημίου Μονάχου

ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Διαχείριση και Ανάπτυξη Ανθρώπινων Πόρων

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό