«Η ΕΕ δεν χρειάζεται εγχώρια παραγωγή ηλιακών φωτοβολταϊκών για να επιταχύνει την απεξάρτησή της από τον άνθρακα». Αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή του για την ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα της ηλιακής ενέργειας το ινστιτούτο Ινστιτούτο Bruegel, υπογραμμίζοντας ότι «η ευρωπαϊκή ηλιακή επανάσταση είναι, και θα συνεχίσει να είναι, κυρίως “made in China”».

Bruegel: Πιο «τολμηρές» παρεμβάσεις στο Σύμφωνο Σταθερότητας

Ανατρέποντας πολλές από τις παγιωμένες αντιλήψεις, το ευρωπαϊκό think tank υποστηρίζει ότι οι στόχοι της ΕΕ για την μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων (Net-Zero Industry Act – ΝΖΙΑ), η οποία θέτει έναν ενδεικτικό στόχο περίπου 40% για εγχώρια παραγωγή διαφόρων τεχνολογιών, «εγείρει σημαντικές ανησυχίες οι οποίες καθίστανται σαφείς στην περίπτωση των ηλιακών συλλεκτών». Όπως εξηγεί το ινστιτούτο, «η στήριξη της παραγωγής ηλιακών συλλεκτών μόνο και μόνο για να είναι ευρωπαϊκή δεν παρουσιάζει σαφή πλεονεκτήματα όσον αφορά την επιτάχυνση της απαλλαγής από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ή την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Ούτε η πολιτική εστίαση στην αύξηση της οικονομικής ανθεκτικότητας στον τομέα αυτό αποτελεί έγκυρη δικαιολογία για τη δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων.»

«Αντ’ αυτού, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικές στρατηγικές», σημειώνει το Bruegel, εξηγώντας: «Μέτρα όπως η επιτάχυνση της ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας, η δημιουργία αποθεμάτων για τυχόν δυσμενείς εξελίξεις [σε γεωπολιτικό επίπεδο] και η διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής προσφέρουν πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις για τον μετριασμό των απειλών για την ευρωπαϊκή οικονομική ασφάλεια που προκύπτουν από τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών ηλιακών συστημάτων.» Όσο για τις επιδοτήσεις στη βιομηχανία κατασκευής ηλιακών πάνελ, αυτές «θα πρέπει να επιβραβεύουν μόνο την καινοτομία. Αυτό το κριτήριο θα εξασφάλιζε ότι η χρηματοδότηση θα κατευθυνόταν σε τεχνολογίες που προσφέρουν πραγματικά οικονομικά και κλιματικά οφέλη.»

Τέλος, το ινστιτούτο υποστηρίζει ότι «ενώ η γενική υπερβολική εξάρτηση από τις εισαγωγές από μια χώρα μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη, η περίπτωση των ηλιακών συλλεκτών υπογραμμίζει ότι η εμμονή στην αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου σε επίπεδο μεμονωμένων προϊόντων είναι κοντόφθαλμη. Για την υπάρχουσα γενιά των μαζικά παραγόμενων, ενεργοβόρων ηλιακών συλλεκτών, η Ευρώπη θα δυσκολευτεί να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς της Κίνας, και η προσπάθεια δεν δικαιολογείται επαρκώς.»

Αντί λοιπόν να προσπαθήσει να ανταγωνιστεί την Κίνα στον τομέα της κατασκευής νέας γενιάς ηλιακών συλλεκτών, συνεχίζει το ινστιτούτο, «η Ευρώπη μπορεί να ενισχύσει την οικονομική της ανθεκτικότητα σε σχέση με την Κίνα με μια βιομηχανική πολιτική που θα παρεμβαίνει σε τομείς με μεγαλύτερο δυναμικό να συμβάλει στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και να αμβλύνει τα σημεία συμφόρησης όσον αφορά την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την κατασκευή ανεμογεννητριών ή την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού και της αναγνωρισιμότητας της Ευρώπης για τα ηλεκτρικά οχήματα.» Κατά το Bruegel, μια τέτοια προσέγγιση «αξιοποιεί καλύτερα τα υφιστάμενα πλεονεκτήματα και μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικότερα στην παγκόσμια ώθηση για καθαρή ενέργεια».

Εναλλακτικά εργαλεία

Αναλυτικά, το ευρωπαϊκό think tank υπογραμμίζει ότι η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο τη σημαντική αύξηση της παραγόμενης από φωτοβολταϊκά συστήματα ενέργειας από 263 GW σήμερα σε σχεδόν 600 GW έως το 2030. «Εάν δεν αλλάξει τίποτα, αυτή η επέκταση θα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ηλιακά πάνελ που εισάγονται από την Κίνα, η οποία προμηθεύει πάνω από το 95% των ηλιακών συλλεκτών που χρησιμοποιούνται στην η ΕΕ». Αυτή η εξάρτηση έχει εγείρει ανησυχίες για την οικονομική ασφάλεια και τις γεωπολιτικές ευπάθειες της ΕΕ, ιδίως υπό το φως της πρόσφατης παγκόσμιας αναταραχής. Ωστόσο, στον τομέα της ηλιακής ενέργειας «δεν υπάρχει ισχυρή οικονομική αιτιολόγηση για την υποκατάσταση των εισαγωγών». Αντιθέτως, «μια τέτοια στρατηγική κινδυνεύει να αυξήσει το κόστος των ηλιακών συλλεκτών, να επιβραδύνει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει βιομηχανίες που εξαρτώνται υπερβολικά από τις επιδοτήσεις».

Έτσι, για την αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη εξάρτηση από το Πεκίνο θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά εργαλεία: Επιτάχυνση της εγκατάστασης ηλιακών πάνελ, αποθήκευση αποθεμάτων και σταδιακή διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής. «Μακροπρόθεσμα, η ανακύκλωση των ηλιακών συλλεκτών αξίζει μεγαλύτερης προσοχής και χρηματοδότησης. Όσον αφορά την ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας σε σχέση με την Κίνα, η Ευρώπη θα πρέπει να εφαρμόσει μια βιομηχανική πολιτική που θα παρεμβαίνει σε τομείς που είναι πιο πιθανό να συμβάλουν στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και να μετριάσουν τα σημεία συμφόρησης όσον αφορά την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα.

Η αλυσίδα παραγωγής

Εξηγώντας τον τρόπο που λειτουργεί η αλυσίδα παραγωγής των ηλιακών πάνελ, το Bruegel τονίζει ότι «η παραγωγή πάνελ ξεκινά με χαλαζία, που βρίσκεται συνήθως στην άμμο. Ο χαλαζίας μετατρέπεται σε πολυπυρίτιο με μια ενεργοβόρα διαδικασία τήξης και καθαρισμού. Το πολυπυρίτιο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλιακών συλλεκτών, ημιαγωγών και ηλεκτρονικών συσκευών. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 80% της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας πολυπυριτίου.» Η υψηλή κατανάλωση ενέργειας καθιστά δύσκολο για την ΕΕ «να αναπτύξει σημαντικές ικανότητες σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας αξίας, τα οποία είναι έντασης κεφαλαίου και ενέργειας, ειδικά καθώς οι τιμές της ενέργειας έχουν παραμείνει κάπως υψηλές από την ενεργειακή κρίση του 2022».

Το δίλημμα της ΕΕ

Το 2022, τα κινεζικά ηλιακά πάνελ ήταν τα φθηνότερα στον κόσμο με κόστος 0,26 δολάρια/watt. Τα ηλιακά πάνελ που παράγονται στη Γερμανία ήταν περίπου 40% πιο ακριβά, στα 0,38 δολάρια/watt. Αυτή η διαφορά οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από το υψηλότερο κόστος εισροών, τόσο από την άποψη της ενέργειας (πρόσθετα 0,05 δολάρια/watt) όσο και από την άποψη της εργασίας (επιπλέον 0,04 δολάρια/watt).

Έκτοτε, η πτώση των τιμών του πολυπυριτίου έχει μειώσει περαιτέρω την τιμή των ηλιακών φωτοβολταϊκών μονάδων. Το 2023, η τιμή των κινεζικών ηλιακών συλλεκτών μειώθηκε κατά πάνω από 40%, πιθανότατα διευρύνοντας το χάσμα τιμών με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή παραγωγή.

Εκτός από την Κίνα, η ευρωπαϊκή παραγωγή πιέζεται επίσης από τις ΗΠΑ: Το διάταγμα Μπάιντεν για την μείωση του πληθωρισμού επιδοτεί την παραγωγή ηλιακών πάνελ με 0,11 έως 0,18 δολάρια ανά watt. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς στην εισαγωγή ηλιακών συλλεκτών από την Κίνα.

«Υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, οι ευρωπαίοι παραγωγοί δύσκολα μπορούν να ανταγωνιστούν τους κινέζους ομολόγους τους. Ομάδες βιομηχανίας ηλιακών παραγωγών ζήτησαν μέτρα αντιντάμπινγκ κατά των κινεζικών ηλιακών συλλεκτών και πρόσθετα εμπορικά μέτρα για να αποτρέψουν την είσοδο στην αγορά της ΕΕ ηλιακών συλλεκτών που παράγονται με καταναγκαστική εργασία. Ωστόσο, οι εκκλήσεις από ευρωπαίους κατασκευαστές ηλιακών φωτοβολταϊκών για εμπορικά μέτρα κατά των κινεζικών συλλεκτών έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που θέλουν οι εισαγωγείς και οι εγκαταστάτες ηλιακών συλλεκτών. Προειδοποιούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μην ξεκινήσει έρευνα εμπορικής άμυνας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή δασμών σε κινεζικά ηλιακά φωτοβολταϊκά προϊόντα. Το πρωταρχικό επιχείρημα αυτών των ευρωπαϊκών εταιρειών είναι ότι η εφαρμογή εμπορικών φραγμών στα κινεζικά προϊόντα θα περιόριζε την πρόσβασή τους σε βασικά, υψηλής ποιότητας και οικονομικά εξαρτήματα απαραίτητα για τις αλυσίδες αξίας ηλιακής ενέργειας της ΕΕ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένης της περιορισμένης εγχώριας ικανότητας κατασκευής ηλιακών πάνελ της ΕΕ. Η επιβολή δασμών στα κινεζικά ηλιακά προϊόντα, φοβούνται ότι θα μπορούσε να περιορίσει σοβαρά ολόκληρη την αγορά ηλιακής ενέργειας της ΕΕ.»

Αυτές οι δύο αντικρουόμενες θέσεις απεικονίζουν το δίλημμα της Ευρώπης  όσον αφορά την κατασκευή ηλιακών φωτοβολταϊκών: Πώς να επιτευχθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ οικονομικής απόδοσης και γεωπολιτικής ανθεκτικότητας, χωρίς να επιβραδυνθεί η πράσινη μετάβαση. «Ως απάντηση, απαιτείται προβληματισμός σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η ΕΕ θα έπρεπε ή δεν πρέπει να υποστηρίξει εξαρχής την εγχώρια κατασκευή ηλιακών φωτοβολταϊκών», υπογραμμίζει το ινστιτούτο.

Γιατί δεν χρειάζεται παραγωγή εντός ΕΕ

Επιχειρηματολογώντας για τους λόγους για τους οποίους δεν χρειάζεται να ενισχυθεί η εντός ΕΕ παραγωγή φωτοβολταϊκών πάνελ, το Bruegel σημειώνει:

  1. Η ΕΕ δεν χρειάζεται εγχώρια κατασκευή ηλιακών φωτοβολταϊκών για να επιταχύνει την απεξάρτησή της από τον άνθρακα. Η παγκόσμια αγορά ηλιακών φωτοβολταϊκών είναι σε μεγάλο βαθμό υπερεφοδιασμένη και η ΕΕ εισάγει επί του παρόντος διπλάσιο όγκο ηλιακών συλλεκτών που καταφέρνει να αναπτύξει, δημιουργώντας ένα απόθεμα ισοδύναμο με την ετήσια ανάπτυξη ενός έτους. Όλοι οι δείκτες υποδεικνύουν περαιτέρω αύξηση αυτής της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, καθώς οι κινεζικές εταιρείες επεκτείνονται επιθετικά και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ινδίας, εντείνουν την πολιτική τους υποστήριξη στην εγχώρια μεταποίηση.
  2. Η ΕΕ δεν πρέπει να αναμένει ότι η παραγωγή ηλιακών φωτοβολταϊκών θα ενισχύσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, μπορεί να ισχύει το αντίθετο, γιατί οι περισσότερες εργασίες που σχετίζονται με την ηλιακή ενέργεια αφορούν την εγκατάσταση και όχι την κατασκευή. Για να δημιουργήσει θέσεις εργασίας σε αυτόν τον τομέα, η ΕΕ θα εστιάσει καλύτερα στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας. Η επιβολή εμπορικών περιορισμών στα κινεζικά ηλιακά πάνελ θα οδηγούσε σε υψηλότερο κόστος, επιβράδυνση της ανάπτυξης των πάνελ και, πιθανώς, σε καθαρά αρνητικό αποτέλεσμα εργασίας.
  3. Η ανθεκτικότητα αφορά τον μόνο παράγοντα που μπορεί να δικαιολογήσει τη στήριξη της εντός του μπλοκ παραγωγής. Η ΕΕ εξαρτάται πλήρως από την Κίνα για ηλιακά πάνελ και τουλάχιστον δύο συμβατικοί κίνδυνοι συνδέονται με αυτό. Ο πρώτος είναι ο οικονομικός κίνδυνος ότι η Κίνα μπορεί στο μέλλον να χρησιμοποιήσει την κυρίαρχη θέση της στην παγκόσμια παραγωγή ηλιακών φωτοβολταϊκών για να στρεβλώσει την αγορά και να αποκτήσει τεχνητά πρόσθετα οικονομικά ενοίκια. Ο δεύτερος είναι ο γεωπολιτικός κίνδυνος η Κίνα να περιορίσει τις εξαγωγές ηλιακών συλλεκτών σε ορισμένες χώρες για την επιδίωξη γεωπολιτικών στόχων. Η έκταση και των δύο κινδύνων είναι ασαφής σήμερα.

Άλλο το φυσικό αέριο, άλλο τα ηλιακά πανελ

Τέλος, αναφορικά με τον «κίνδυνο της Κίνας» – τους κινδύνους δηλαδή που εγκυμονεί ενδεχόμενη εκτόξευση του κόστους ή και διακοπή των εξαγωγών ηλιακών πάνελ προς την Ευρώπη, το Bruegel επισημαίνει ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Κίνα καταχράται επί του παρόντος την ισχύ της στην αγορά ηλιακής παραγωγής».

Όσο για τον κίνδυνο ξαφνικής διακοπής όλων των εξαγωγών κινεζικών ηλιακών συλλεκτών, για οποιονδήποτε λόγο, το Bruegel υπογραμμίζει ότι «οι συγκρίσεις με τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι τραβηγμένες. Ενώ η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου δημιούργησε σημαντικά και άμεσα προβλήματα λόγω της ανάγκης θέρμανσης κατοικιών και λειτουργίας σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, μια διακοπή στην προμήθεια ενός κατασκευασμένου αγαθού όπως ένα ηλιακό πάνελ είναι διαφορετική. Θα οδηγούσε σε καθυστέρηση στην ανάπτυξη νέων ηλιακών συλλεκτών, αλλά δεν θα επηρεάσει τη λειτουργία των ήδη εγκατεστημένων.»

Σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της προμήθειας ηλιακών πάνελ από την Κίνα, καταλήγει το ινστιτούτο, η Ευρώπη θα μπορούσε να αντιδράσει σχετικά γρήγορα, «όπως μπόρεσε να επιταχύνει την ανάπτυξη της υποδομής υγροποιημένου φυσικού αερίου μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία».

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green