Παρά τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, που τροφοδοτείται συνεχώς και από νέα επεισόδια (Κατάρ, Πολωνία), αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις σε ισχυρές οικονομίες (Γαλλία, Βρετανία, Ιαπωνία), οι μετοχές παγκοσμίως, με βάση τον σχετικό δείκτη MSCI World ($), ύστερα και από ένα ράλι 33,5% από τα χαμηλά μετά την «Ημέρα της Απελευθέρωσης» των δασμών Τραμπ στις αρχές Απριλίου, σημειώνουν πλέον κέρδη 13,6% από την αρχή του έτους, κινούμενες κοντά σε ιστορικά υψηλά.
Οι επενδυτές αναμένουν πως την ερχόμενη Τετάρτη η Fed θα μειώσει τα επιτόκια, στηρίζοντας τις ριψοκίνδυνες αξίες, ενώ την ίδια ώρα το Χρηματιστήριο της Αθήνας, με κέρδη 38,32% από την αρχή του έτους και ως τις 10 Σεπτεμβρίου, σημειώνει τη δεύτερη καλύτερη απόδοση παγκοσμίως, πίσω από την αγορά της Σλοβενίας (+50,34%).
Η ανάπτυξη
Για την Oxford Economics, η επανέναρξη του κύκλου χαλάρωσης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας θα στηρίξει τις αμερικανικές μετοχές.
Οι ανησυχίες για την ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια βραχυπρόθεσμα, αλλά μια ύφεση μοιάζει απίθανη.
Ιστορικά, οι μετοχές έχουν εξάλλου καλύτερες επιδόσεις από τα ομόλογα μετά τις μειώσεις των επιτοκίων της Fed, με την προϋπόθεση όμως ότι η ανάπτυξη θα αποδειχθεί σχετικά ανθεκτική και θα αποφευχθεί μία ύφεση. Οι αναλυτές της προβλέπουν πως η Fed θα μειώσει κατά 0,25% στις 17 Σεπτεμβρίου τα επιτόκια, ενώ άλλη μία μείωση κατά 0,25% αναμένεται ως το τέλος του 2025, για να ακολουθήσουν τρεις μειώσεις το 2026, με το επιτόκιο να υποχωρεί τελικά στο 3,125%. Οι μειώσεις αυτές θα στηρίξουν τις μετοχές, οι οποίες εξάλλου, ιστορικά, κατά τον κύκλο χαλάρωσης σημειώνουν σε μέσα επίπεδα κέρδη 15% υψηλότερα των ομολόγων.
Οι σημερινές υψηλές αποτιμήσεις ενδεχομένως να περιορίσουν από εδώ και πέρα την ανοδική πορεία των μετοχικών αγορών, αν και παρόμοιες συνθήκες στα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν εμπόδισαν μια περίοδο ισχυρής απόδοσης των μετοχών.
Οι εκτιμήσεις
Από την πλευρά τους, πάντως, οι αναλυτές της Citigroup «βλέπουν» μονοψήφια περιθώρια ανόδου για τις μετοχές ως τα μέσα του 2026, με τον παγκόσμιο δείκτη μετοχών MSCI AC World, π.χ., να φθάνει τις 1.215 μονάδες (+6% από τα σημερινά επίπεδα), τον S&P 500 των ΗΠΑ τις 6.900 μονάδες (+6%), τον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 στις 600 μονάδες (+9%) και τον δείκτη αναδυόμενων αγορών MSCI EM ($) στις 1.330 μονάδες (+3%).
Σε αυτό το σκηνικό, το Χρηματιστήριο της Αθήνας, με κέρδη 38,32% από την αρχή του έτους και ως τις 10 Σεπτεμβρίου, σημειώνει τη δεύτερη καλύτερη απόδοση παγκοσμίως, πίσω από την αγορά της Σλοβενίας (+50,34%), ενώ ακολουθούν η Ν. Κορέα (+38,13%), η Κύπρος (+35,38%), η Νιγηρία (+34,28%), η Ισπανία (+31,24%), το Χονγκ Κονγκ (+30,61%), το Ισραήλ (+30,46%), η Τσεχία (+30,14%), με το τοπ 10 να ολοκληρώνεται με την Πολωνία (+28,26%). Η εγχώρια αγορά μετοχών, πάντως, δείχνει να βρίσκεται πλέον σε σημείο καμπής.
Κεφάλαια
Η ρευστότητα το επόμενο διάστημα αναμένεται να δοκιμαστεί, αν και η ζήτηση από εγχώριους και διεθνείς επενδυτές παραμένει σημαντική.
Συνολικά φέτος, σύμφωνα με αναλυτές, έχουν πραγματοποιηθεί τρεις νέες εισαγωγές εταιρειών και μια έκδοση ομολόγου συνολικής αξίας 473 εκατ. ευρώ, ενώ άλλα 410 εκατ. ευρώ έχουν αντληθεί από διαθέσεις μετοχών, αυξήσεων κεφαλαίου και επανεπενδύσεις μερισμάτων, προσεγγίζοντας έτσι αθροιστικά τα 900 εκατ. ευρώ. Το επόμενο διάστημα αναμένονται εκδόσεις ομολόγων και μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που αθροιστικά θα προσεγγίσουν τα 1,2 δισ. ευρώ, ενώ αναζητούνται και νέα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση εξαγορών που είναι σε τελικό στάδιο και ενδέχεται να ανεβάσουν τον λογαριασμό στα 2 δισ. ευρώ.
Στον τομέα των εξαγορών και των συγχωνεύσεων και ειδικά στις τράπεζες, η UniCredit, η οποία έχει αποκτήσει το 26% στην Alpha Bank, ενδεχομένως, σύμφωνα με την Bank of America, να αυξήσει τη θέση της πάνω από το 33%, κάτι που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει δημόσια πρόταση εξαγοράς.
Τα επιτόκια
Αναλυτές της UBS «βλέπουν» πως τα επιτόκια αναφοράς των ΗΠΑ από το 4,25%-4,50% σήμερα θα μειωθούν στο τέλος του 2025 στο 3,25%-3,50%, φθάνοντας στο 3%-3,25% στο τέλος του 2026, ενώ η ΕΚΤ θα τα διατηρήσει στο 2% φέτος, για να τα αυξήσει στο 2,25% το 2026, αν και η ING δεν αποκλείει μία ακόμη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Η τελευταία διατήρησε, πάντως, την περασμένη Πέμπτη τα επιτόκια αμετάβλητα για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση στο 2%, αναμένοντας ανάπτυξη 1,2% το 2025 στην ευρωζώνη από 0,9% που αναμενόταν τον Ιούνιο, έναντι 1% για το 2026 και 1,3% για το 2027, με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 2,1% το 2025, στο 1,7% το 2026 και στο 1,9% το 2027.
Η οικονομία της ευρωζώνης αποδεικνύεται σχετικά ανθεκτική εν μέσω των δασμών των ΗΠΑ και των νέων πολιτικών αναταραχών στη Γαλλία.
Οι αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων παρέμειναν σταθερές αφότου ο νέος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί δεσμεύθηκε να βρει δημιουργικούς τρόπους να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα κόμματα για να περάσει τον προϋπολογισμό, υποσχόμενος να δώσει νέες κατευθύνσεις στην πολιτική. Η S&P Global ανέφερε πάντως ότι ο διορισμός του νέου πρωθυπουργού δεν θα λύσει ουσιαστικά τα δημοσιονομικά προβλήματα της Γαλλίας και το αβέβαιο πολιτικό της περιβάλλον.
Η κυβέρνηση άλλαξε, αλλά η αριθμητική στο κοινοβούλιο όχι, σημειώνει και η Citigroup. Οπως εκτιμά, η πολιτική παράλυση των τελευταίων 18 μηνών είναι πιθανό να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι την προκήρυξη νέων εκλογών, το χρονοδιάγραμμα των οποίων μπορεί να κυμανθεί από το τέλος του τρέχοντος έτους έως αρκετούς μήνες μέσα στο 2026, αν και δεδομένου του εξαιρετικά αβέβαιου αποτελέσματος πολύ πιθανόν η πολιτική παράλυση να συνεχιστεί και μετά τις εκλογές. Οι συνέπειες είναι περαιτέρω στασιμότητα όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Καμπανάκια
Η συγκρατημένη αντίδραση των αγορών, σύμφωνα και με την Berenberg Bank, πάντως έχει να κάνει με την εκτίμηση πως τελικά η Γαλλία θα ξεπεράσει την κρίση με χαμηλή ανάπτυξη, κάπως αυξημένα spreads, περιορισμένη δημοσιονομική προσαρμογή και ίσως κάποια χαλάρωση των μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό. Η Γαλλία δανείζεται πάντως για 10 χρόνια με επιτόκιο στην περιοχή του 3,436%, οριακά υψηλότερα από την Ελλάδα (3,342%) και οριακά χαμηλότερα από την Ιταλία (3,484%) έναντι 2,660% της Γερμανίας. Τέλος, να σημειωθεί πως τα επίπεδα χρέους αρκετών από τις χώρες του G7 έχουν εκτιναχθεί με αποτέλεσμα την αύξηση του μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού. Οπως λέγεται, μπορεί μεν να μην προβλέπεται με βεβαιότητα μια νέα κρίση χρέους, αλλά σίγουρα έχουν ήδη χτυπήσει προειδοποιητικά καμπανάκια.
Πηγή: Έντυπη έκδοση Οικονομικός Ταχυδρόμος (ΟΤ) – Το Βήμα της Κυριακής