Αιχμές προς την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης περιλαμβάνει -επί της ουσίας- μια ειδική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία «μετρά» την παραγωγικότητα στη χώρα μας. Όπως προκύπτει θα έπρεπε να έχουν γίνει μία σειρά από βήματα, τα οποία δεν έχουν γίνει. Μάλιστα, η ΤτΕ αναφέρεται και σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Μάλιστα, η έκθεση συσχετίζει την άνοδο των μισθών με την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, κάτι το οποίο έχει πράξει κατά το πρόσφατο παρελθόν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Σε κάθε περίπτωση παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει χαμηλή. Μάλιστα, μετρούμενη σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα το 2023 ήταν η χαμηλότερη στην ΕΕ.
Παραγωγικότητα και μισθοί
Άλλωστε, η κρίση δημόσιου χρέους στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ανέστρεψε την πορεία σύγκλισης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδος προς το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και, παρά την οικονομική ανάκαμψη των τελευταίων ετών, το επίπεδό του δεν προβλέπεται να προσεγγίσει μεσοπρόθεσμα το μέσο ευρωπαϊκό μέγεθος.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης), από 93,4% του μέσου όρου της ΕΕ το 2009, υποχώρησε σημαντικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και παραμένει μέχρι και σήμερα σε πολύ χαμηλά επίπεδα (69,4% το 2024).
Κατά την ΤτΕ, κατά την περίοδο 1995-2012 ο ρυθμός αύξησης των αμοιβών ανά μισθωτό υπερέβαινε το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (με εξαίρεση το 2006, κατά το οποίο η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν οριακά υψηλότερη), γεγονός που οδήγησε σε διαρκή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια περίοδο, το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατέγραφε θετικούς ρυθμούς μεταβολής και υπερέβαινε το μέσο μοναδιαίο κόστος εργασίας της ευρωζώνης. Από το 2013 η κατάσταση αντιστράφηκε, παρά τους αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας,
καθώς η μείωση των αμοιβών ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Εντούτοις, τα δύο τελευταία χρόνια υπήρξε ξανά σημαντική αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα υποχώρησε ελαφρά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ελληνική οικονομία βρίσκεται τα τελευταία έτη στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, με αποτέλεσμα η υστέρηση της παραγωγικότητας της εργασίας να οφείλεται κυρίως σε διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της.
Το χαμηλό επίπεδο και η περιορισμένη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αντανακλούν κυρίως παράγοντες που σχετίζονται με τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών, την ποιότητα της εργασίας και το χαμηλό κεφάλαιο ανά εργαζόμενο.
Τι συνέβη όμως κατά τα προηγούμενα χρόνια;
Την περίοδο πριν από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν κυρίως λόγω της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών (βλ. Διάγραμμα Γ). Στη συνέχεια, κατά την περίοδο της σημαντικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας (2002-09), η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν και πάλι μεγάλη και πιο ισορροπημένη ως προς τη σύνθεσή της, προερχόμενη κατά το ήμισυ περίπου από τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών και κατά το ήμισυ από την ένταση κεφαλαίου της παραγωγής.
Την περίοδο 2010-18, κατά την οποία η χώρα βρισκόταν σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, η παραγωγικότητα της εργασίας έφθινε, με ισόποση συνεισφορά των δύο συνιστωσών. Στο περιβάλλον της μακράς ύφεσης οι επενδύσεις επιβραδύνθηκαν δραματικά, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί η κεφαλαιακή βάση της οικονομίας, σε συνδυασμό με χαμηλό βαθμό αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και τάση διατήρησης πλεονάζοντος προσωπικού (labour hoarding).

Ως εκ τούτου, μειώθηκε η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγικότητα της εργασίας άρχισε και πάλι να αυξάνεται, αν και με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι στο παρελθόν, καθώς η βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών εξουδετερώνει την αρνητική συμβολή της έντασης κεφαλαίου της παραγωγής.
Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει χαμηλή. Μάλιστα, μετρούμενη σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα το 2023 ήταν η χαμηλότερη στην ΕΕ. Η υστέρηση αυτή οφείλεται και στις δύο συνιστώσες της.
Ποιοι κλάδοι σημείωσαν τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα την περίοδο 2021-2024
Η ειδική έκθεση της ΤτΕ κάνει ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά εργαζόμενο στους κυριότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2021-24. Ο κλάδος των κατασκευών παρουσιάζει τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και ο ρυθμός μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι αρνητικός.
Οι κλάδοι “βιομηχανία”, “υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης”, “χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες” και “επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες” δείχνουν αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που όμως
υπολείπεται της αύξησης των αμοιβών ανά μισθωτό, με αποτέλεσμα ο ρυθμός μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας να είναι θετικός.
Εντούτοις, η “μεταποίηση” παρουσιάζει υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σύγκριση με τη “βιομηχανία”, δεδομένου ότι
η μεταποίηση περιλαμβάνει τους πιο εξωστρεφείς και δυναμικούς κλάδους της βιομηχανίας, καταγράφοντας αρνητικό ρυθμό μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Αντίθετα, στους κλάδους “γεωργία, δασοκομία και αλιεία” και “χονδρικό και λιανικό εμπόριο” η παραγωγικότητα της εργασίας μειώνεται και η μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι θετική και πολύ υψηλή.
Στους κλάδους “μεταφορά και αποθήκευση” και “ενημέρωση και επικοινωνία”, η παραγωγικότητα της εργασίας και οι αμοιβές ανά μισθωτό μεταβάλλονται με τον ίδιο περίπου ρυθμό, με αποτέλεσμα το μοναδιαίο κόστος εργασίας να μένει σχετικά σταθερό.
Τέλος, ο κλάδος “δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση, υγεία” παρουσιάζει μηδενική αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται σημαντικά το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Συμπερασματικά, αν ληφθεί υπόψη η βαρύτητα των επιμέρους κλάδων στο ΑΕΠ της χώρας, φαίνεται ότι η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας τα τελευταία έτη προέρχεται κυρίως από τις εξελίξεις στους κλάδους του εμπορίου και του τουρισμού και δευτερευόντως από τη δημόσια διοίκηση.
Γιατί είναι χαμηλή η παραγωγικότητα στην Ελλάδα
Πιο αναλυτικά:
α) Συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. H ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Κύρια αιτία είναι η δομή της, αφού εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, όπως οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης.
Επιπλέον, στην ελληνική οικονομία κυριαρχούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που τείνουν να είναι λιγότερο ανταγωνιστικές9 και λιγότερο ικανές να εισέλθουν στις παγκόσμιες αγορές και να επενδύσουν σε έρευνα. Επίσης, επειδή η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών υπολογίζεται ως κατάλοιπο, αντανακλά και παράγοντες που δεν προσμετρούνται αλλού, όπως η ποιότητα της εργασίας, η οποία έχει επιδεινωθεί εξαιτίας της εκροής αξιόλογου εργατικού δυναμικού (brain drain) κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, και το θεσμικό περιβάλλον, που συχνά δεν υποστηρίζει επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα.

β) Κεφάλαιο ανά εργαζόμενο. Η εκτεταμένη αποεπένδυση κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους οδήγησε σε διάβρωση της κεφαλαιακής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται περίπου 20% χαμηλότερο από ό,τι πριν την κρίση χρέους, ενώ ο λόγος κεφαλαίου ανά εργαζόμενο είναι χαμηλότερος όχι μόνο σε σχέση με το προ της κρίσης επίπεδο, αλλά ακόμη και σε σχέση με το επίπεδό του πριν την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η ένταση κεφαλαίου εξακολουθεί έως σήμερα να έχει αρνητική συμβολή στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Οι συστάσεις
Προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας και άρα να είναι βιώσιμη η αύξηση των μισθών, η ΤτΕ προτείνονται τα παρακάτω:
– Συνέχιση μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και η αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας και λοιπές παρεμβάσεις θα βελτιώσουν το θεσμικό περιβάλλον και θα αυξήσουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών της οικονομίας.
– Ενθάρρυνση επενδύσεων. Νέες επενδύσεις συνεπάγονται υψηλότερο κεφαλαιακό απόθεμα και αύξηση του λόγου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο. Η επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας θα είναι άμεση, μέσω της αύξησης της συνιστώσας “κεφάλαιο προς εργασία”, όσο και έμμεση, αφού ένα υψηλότερο και πιο σύγχρονο κεφαλαιακό απόθεμα θα ενισχύσει και τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών. Σημασία όμως για την παραγωγικότητα της εργασίας έχει και η ποιότητα των επενδύσεων. Οι νέες επενδύσεις θα πρέπει να είναι παραγωγικές – και όχι ευκαιριακές – ώστε να δημιουργούν υψηλή προστιθέμενη αξία και ποιοτικές θέσεις απασχόλησης.
-Βελτίωση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού. Η επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η πιθανή επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου που έφυγε από τη χώρα τα τελευταία έτη, κάτι που είναι εφικτό αν δημιουργηθούν θέσεις εργασίας που θα αντιστοιχούν στις δεξιότητες αυτών των ατόμων και προσφερθούν ανταγωνιστικές αμοιβές.
-Αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης. H τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση στην παραγωγικότητα σε όλους τους κλάδους αυτοματοποιώντας επαναλαμβανόμενες εργασίες και υποστηρίζοντας την πιο αποτελεσματική λήψη αποφάσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή θα απαιτηθεί επανακατάρτιση των εργαζομένων για την αξιοποίηση και τη χρήση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στην εργασία τους



![Ψηφιακά στοιχεία διακίνησης αποθεμάτων [19ο Μέρος]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/09/tax-468440_1280.jpg)



![Επίδομα θέρμανσης: Πόσα χρήματα μπήκαν στους λογαριασμούς [παραδείγματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/photo_2025-12-23_11-07-22-300x300.jpg)












![Επίδομα θέρμανσης: Πόσα χρήματα μπήκαν στους λογαριασμούς [παραδείγματα]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/photo_2025-12-23_11-07-22.jpg)

















