O κόσμος της εταιρικής κατασκοπείας, σήμερα, ζει το δικό του δράμα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την υποτιθέμενη απάτη σε μια πρόσφατη δικαστική υπόθεση στην οποία εμπλέκονται δύο αμερικανικές εταιρείες λογισμικού. Τον Μάιο, οι ένορκοι επιδίκασαν στην Appian, η έδρα της οποίας βρίσκεται στο McLean της Βιρτζίνια, αποζημίωση ύψους 2 δισ. δολαρίων, αφού κατηγόρησε την Pegasystems, με έδρα τη Μασαχουσέτη, ότι την παρακολουθούσε παράνομα, ώστε να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η δίκη αποκάλυψε ότι στελέχη της Pegasystems αναφέρονταν σε εσωτερικά έγγραφα σε κάποιον εξωτερικό συνεργάτη, ο οποίος είχε προσληφθεί, ώστε να μάθει ορισμένα από τα συστατικά της «μυστικής συνταγής» της Appian ως «ο κατάσκοπός μας», και είχε δώσει στη συνολική προσπάθεια κατασκοπείας το όνομα “Project Crush”. Η Pegasystems, η μετοχή της οποίας έπεσε κατακόρυφα, μετά την απόφαση, και η οποία πρόκειται να αντιμετωπίσει καταιγισμό ομαδικών αγωγών από δυσαρεστημένους επενδυτές, δεσμεύτηκε να ασκήσει έφεση κατά της «άδικης» αυτής απόφασης.

Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πώς έχει διευρυνθεί το ενδιαφέρον για την επιχειρηματική κατασκοπεία και την επιθυμία των πολιτών να βρουν κάποιον τρόπο αποτροπής της. Η κατασκοπεία δεν επικεντρώνεται, πλέον, κυρίως σε λίγους «ευαίσθητους» κλάδους, που ήταν επί μακρόν ευάλωτοι, όπως η άμυνα και τα φαρμακευτικά προϊόντα. Eίναι μία αρκετά συνηθισμένη τακτική, η οποία στοχεύει μικρότερες εταιρείες σε τομείς «έκπληξη», όπως η εκπαίδευση και η γεωργία. Εν ολίγοις, έχει μετατραπεί σε έναν γενικό επιχειρηματικό κίνδυνο. Όπως ακριβώς ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε το αποκορύφωμα της κατασκοπείας των μεγάλων δυνάμεων, με βάση, τουλάχιστον, την αντίληψη του λαού, έτσι και η εταιρική κατασκοπεία μπορεί, σήμερα, να εισέρχεται στη χρυσή εποχή της.

Υπάρχουν δύο, στενά συνυφασμένοι λόγοι που συμβαίνει αυτό. Ο πρώτος είναι η αδυσώπητη ανάπτυξη της άυλης οικονομίας- η πνευματική ιδιοκτησία (IP) έχει ξεκινήσει να γίνεται το νόμισμα των επιχειρήσεων. Οι διευθυντές επιχειρήσεων θα πρέπει να ανησυχούν όταν βλέπουν τα μυστικά των εταιρειών τους να πωλούνται στο σκοτεινό διαδίκτυο (dark web): μία νέα αγορά, η Industrial Spy, πουλάει κλεμμένα δεδομένα και έγγραφα σε «νόμιμες» επιχειρήσεις. Οι πληροφορίες πωλούνται σε πακέτα που κυμαίνονται από μερικά δολάρια έως εκατομμύρια. Το να κρατήσουμε την πνευματική ιδιοκτησία με ασφάλεια κλειδωμένη στο ψηφιακό θησαυροφυλάκιο ενδεχομένως να αποτελεί ένα υπερβολικά δύσκολο εγχείρημα.

Όταν ακούνε για πνευματική ιδιοκτησία, οι περισσότεροι σκέφτονται τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η εξασφάλιση των διπλωμάτων αυτών μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο, αλλά αυτό έχει γίνει πιο δύσκολο, στην Αμερική τουλάχιστον, από τότε που δύο αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, την τελευταία δεκαετία, μείωσαν αντίστοιχα την προστασία των «επιχειρηματικών μεθόδων» και των «αφηρημένων ιδεών» (που είναι πολλές εφευρέσεις που βασίζονται στο λογισμικό).

Αυτό έχει κάνει τις εταιρείες να βασίζονται περισσότερο στην ανάπτυξη και τη διαφύλαξη ενός εξίσου πολύτιμου τύπου πνευματικής ιδιοκτησίας: των εμπορικών απορρήτων. Αυτά μπορεί να είναι οτιδήποτε, από αλγόριθμους και πελατολόγια μέχρι χημικές διεργασίες και σχέδια μάρκετινγκ. Mερικά από τα πιο δημοφιλή εμπορικά απόρρητα είναι η συνταγή της Coca-Cola και η σύνθεση του WD-40. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας προσφέρουν ισχυρότερη προστασία, αλλά τα εμπορικά απόρρητα διαρκούν για πάντα – αν μπορούν να διαφυλαχθούν σωστά.

Η μεγάλη περιπέτεια των κατασκόπων

Η Christine Streatfeild από τη δικηγορική εταιρεία Baker McKenzie κάνει λόγο για μια «στροφή», τα τελευταία πέντε χρόνια, καθώς όλο και περισσότερες εταιρείες σε όλο και περισσότερους κλάδους συνειδητοποιούν την ανάγκη προστασίας των μυστικών τους. Επισημαίνει την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την προστασία καταναλωτικών αγαθών, τοy χάλυβα και ακόμη και της κάνναβης. Η Baker McKenzie έχει συμβουλεύσει νόμιμους καλλιεργητές μαριχουάνας στην Αμερική σχετικά με τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για να περιορίσουν την πρόσβαση των ανταγωνιστών σε πληροφορίες σχετικά με τις τεχνικές καλλιέργειας, τη σύνθεση του εδάφους, τα αρωματικά εκχυλίσματα και ούτω καθεξής.

Η ψηφιοποίηση καθιστά το πρόβλημα ακόμη πιο δύσκολο. Καθώς ο βιομηχανικός κλάδος, από την αυτοκινητοβιομηχανία έως και την εκπαίδευση, αυξάνει τις επενδύσεις του σε τεχνολογίες που σχετίζονται με το λογισμικό, διαθέτει περισσότερα bits και bytes τα οποία αξίζει να τα κλέψει κανείς. Οι κλάδοι που διαθέτουν πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι, λέει ο Sidhardha Kamaraju από την Pryor Cashman, άλλης μίας δικηγορικής εταιρείας, επειδή συνδυάζουν πολλές νέες τεχνολογίες με κινητούς υπαλλήλους, οι οποίοι μετακινούνται μεταξύ ανερχόμενων επιχειρήσεων. Το 2018, η εταιρεία αυτό-οδηγούμενων οχημάτων, Waymo, της Alphabet κέρδισε διακανονισμό ύψους 245 εκατ. δολαρίων από την Uber, αφού ισχυρίστηκε ότι ένας από τους πρώην μηχανικούς της Waymo «έκλεψε» εμπορικά απόρρητα και πήρε και μερικά μικροαντικείμενα του γραφείου του, όταν έφυγε από την εταιρεία συνεπιβατισμού.

Τα καλά νέα για τις επιχειρήσεις είναι ότι η νομοθετική προστασία των εμπορικών απορρήτων έχει ενισχυθεί σημαντικά. Σημείο καμπής στην Αμερική ήταν ο νόμος Defend Trade Secrets Act, ο οποίος ψηφίστηκε το 2016 και διεύρυνε σημαντικά το είδος και τον αριθμό των μυστικών που προστατεύονται από τον ομοσπονδιακό νόμο – και η ψήφιση του οποίου οδήγησε στην κατά 30% αύξηση των υποθέσεων που κατατέθηκαν, λέει ο Tim Londergan, από την Tangibly, εταιρεία διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων.

Τα άσχημα νέα είναι ότι πολλές επιχειρήσεις δεν μπορούν να διαχειριστούν σωστά τα απόρρητα αυτά. Το να καταβάλλουν εύλογες προσπάθειες για να διατηρήσουν τις πληροφορίες εμπιστευτικές δεν είναι αρκετό. Το μυστικό της κάθε εταιρείας θα πρέπει, επίσης, να διατυπώνεται με σαφήνεια. Αυτό, όμως, όπως έχει φανεί από πολλές υποθέσεις που έχουν φτάσει σε δίκη, τα τελευταία χρόνια, δεν το καταφέρνουν πάντα οι εταιρείες. Σε μία από αυτές τις υποθέσεις, η Mallet, εταιρεία προϊόντων αρτοποιίας, απέτυχε να εμποδίσει τυχάρπαστο ανταγωνιστή της να χρησιμοποιεί αντικολλητικά μέσα (τα οποία διευκολύνουν την αφαίρεση υπολειμμάτων ζύμης από τα ταψιά) παρόμοια με τα δικά της, αφού το αμερικανικό εφετείο έκρινε, στην ουσία, ότι η Mallet δεν είχε περιγράψει και τεκμηριώσει επαρκώς τη μυστική της «συνταγή».

Τέτοιες αποφάσεις έχουν ενθαρρύνει αρκετούς επικεφαλής εταιρειών να απαιτούν «ελέγχους πνευματικών δικαιωμάτων» και να χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα για να βελτιώσουν τη διασφάλιση των πολύτιμων μυστικών τους. Αυτό, με τη σειρά του, τροφοδότησε την ανάπτυξη μιας βιοτεχνίας συμβούλων εμπορικών απορρήτων και εταιρειών λύσεων λογισμικού. Αυξημένη ζήτηση υπάρχει, επίσης, και για τους δικηγόρους. «Υπάρχουν πολλοί δικηγόροι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αλλά αυτοί που κατανοούν πραγματικά τα εμπορικά απόρρητα, και τείνουν να επικεντρώνονται στις δικαστικές διενέξεις, όταν το πρόβλημα έχει ήδη εμφανιστεί, δεν είναι αρκετοί», αναφέρει ο Londergan. «Η παροχή βοήθειας στις εταιρείες το συντομότερο δυνατόν είναι επιτακτική».

Πρέπει, επίσης, να εστιάζουν περισσότερο στους κινδύνους, οι οποίοι προέρχονται από εταιρικούς εταίρους, για παράδειγμα σε κοινοπραξίες. Αυτό αποτελεί συχνά «μία δεύτερη σκέψη» ακόμη και μεταξύ των πολυεθνικών εταιρειών, αναφέρει ο Londergan. Επισημαίνει την εταιρεία TSMC, ταϊβανέζικη εταιρεία κατασκευής τσιπ, ως μια από τις λίγες εταιρείες παγκοσμίως που δραστηριοποιούνται με σκοπό την εύρεση βέλτιστων πρακτικών σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνουν και διαχειρίζονται τα εμπορικά τους απόρρητα.

Η ΤSMC έχει βάσιμους λόγους να θέλει να το κάνει καλά. Δραστηριοποιείται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη βιομηχανία, γεμάτη με πληροφορίες ιδιοκτησίας που οι ανταγωνιστές θα ήθελαν πολύ να αποκτήσουν. Στο κατώφλι της βρίσκεται η Κίνα, η οποία δεν διατηρεί καλές σχέσεις με την Ταϊβάν και αναγνωρίζεται ευρέως ως ο παγκόσμιος ηγέτης στην κλοπή προσωπικών δεδομένων (αφού υπήρξε θύμα της τον 18ο αιώνα, όταν ιερείς Ιησουίτες στάλθηκαν από την Ευρώπη για να κλέψουν κινεζικά εμπορικά μυστικά στην κατασκευή πορσελάνης). Οι αρχές της Ταϊβάν αναφέρουν ότι, τους τελευταίους μήνες, έχουν αποκαλύψει αρκετές απόπειρες της Κίνας να αποσπάσει μηχανικούς ημιαγωγών, χρησιμοποιώντας κινεζικές εταιρείες που έχουν εγγραφεί παράνομα στο νησί αποκρύπτοντας την προέλευσή τους. Τον Μάιο, το Κοινοβούλιο της Ταϊβάν ψήφισε νόμο, ο οποίος επιβάλει φυλάκιση έως και 12 ετών σε όποιον αποκτά ή χρησιμοποιεί συγκεκριμένες “βασικές” τεχνολογίες προς όφελος «εξωτερικών οντοτήτων».

Η Αμερική, επίσης, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα με την Κίνα. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, περίπου τα τέσσερα πέμπτα όλων των υποθέσεων οικονομικής κατασκοπείας που εξετάζει «υποστηρίζουν συμπεριφορές που θα ωφελούσαν το κινεζικό κράτος». Η πιο γνωστή υπόθεση ύποπτης κατασκοπείας από την Κίνα, η οποία αφορά την Huawei, εταιρεία κατασκευής τηλεπικοινωνιακών συσκευών, αποτελεί το «κερασάκι στην τούρτα».

Όσο μεγάλη απειλή κι αν αποτελεί η Κίνα, δεν είναι μόνη της. Κράτη που φαινομενικά είναι φιλικά διακείμενα προς την Αμερική κατασκοπεύουν επίσης. Το Ισραήλ είναι γνωστό ότι κατασκοπεύει αμερικανικές επιχειρήσεις προς όφελος των τεχνολογικών και στρατιωτικών βιομηχανιών του. Και μας δεν βοηθάει πάντα να διακρίνουμε τις απειλές που προέρχονται από διαφορετικά είδη δρώντων – υπαλλήλους εταιρειών, ανταγωνιστές ή κυβερνήσεις. Μερικές φορές, αρκετοί από αυτούς δρουν ταυτόχρονα. Σκεφτείτε ως παράδειγμα την πρόσφατη καταδίκη της You Xiaorong, πρώην χημικού της Coca-Cola, σε 14 χρόνια φυλάκισης προς μεγάλη ευχαρίστηση του Θείου Σαμ. Η You καταδικάστηκε για κλοπή εμπορικών απορρήτων, τα οποία αφορούσαν επιστρώσεις στο εσωτερικό κουτιών αναψυκτικών. Χρησιμοποίησε την κλεμμένη αυτή «συνταγή», ώστε να ιδρύσει τη δική της εταιρεία στην Κίνα, με την υποστήριξη ενός εταίρου στην περιοχή. Το εγχείρημά τους υποστηρίχθηκε με επιχορηγήσεις από την κινεζική κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν έχει καταστεί, ακόμη, είναι σαφές εάν οι Κινέζοι αξιωματούχοι γνώριζαν για την κλοπή αυτή.

Η υπόθεση αναδεικνύει μια άλλη πρόκληση για τις εταιρείες που προσπαθούν να διατηρήσουν τα μυστικά τους κρυφά. Μπορούν να ξοδεύουν όσα χρήματα θέλουν για την ενίσχυση των συστημάτων τους, αλλά πρέπει να προσέχουν τις παλαιότερες μορφές διαρροής. Έπιασαν, κάποτε, υπαλλήλους της Procter & Gamble (P&G) να βουτάνε σε κάδους απορριμμάτων έξω από γραφείο της Unilever, στο Σικάγο, σε προσπάθειά τους να βρουν πληροφορίες σχετικά με τη στρατηγική μάρκετίνγκ τους στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών. Η  You, όπως είναι λογικό, χρησιμοποίησε το τηλέφωνό της για να τραβήξει φωτογραφίες από τα ευαίσθητα έγγραφα, παραβιάζοντας, έτσι, τα μέτρα ασφαλείας της Coke. Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τα smartphone τους στα γραφεία όλη την ώρα. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αν αυτό γίνεται για την εξυπηρέτηση κάποιων σκοπών;

Επιπλέον, μεγάλο μέρος της εταιρικής κατασκοπείας μπορεί να είναι – από τη σκοπιά εκείνων έχουν υποστεί κατασκοπεία – εκνευριστικά ασαφές. Ορισμένα είδη κατασκοπείας είναι απολύτως νόμιμα. Πολλά hedge funds ειδικεύονται στην παρακολούθηση δραστηριοτήτων των εργοστασίων, χρησιμοποιώντας πεζούς στρατιώτες ή δορυφορικές εικόνες, για να μετρήσουν την παραγωγή και να στοιχηματίσουν καταλλήλως στις μετοχές. Στο άλλο άκρο υπάρχουν πράγματα που κανένας λογικός διευθυντής δεν θα ανεχόταν: τα ανώτατα στελέχη της P&G τρομοκρατήθηκαν τόσο πολύ όταν έμαθαν για την κατασκοπεία των κατώτερων υπαλλήλων τους στην Unilever, που αγόρασαν τη δική τους εταιρεία, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί πρόστιμο 10 εκατ. δολαρίων.

Εταιρικά ομόλογα

Στο ενδιάμεσο υπάρχει μια μεγάλη γκρίζα ζώνη στην οποία οι πράκτορες «κινούνται στην κόψη του ξυραφιού» της ηθικής και του νόμου, σύμφωνα με τον Eamon Javers στο βιβλίο του για την εταιρική κατασκοπεία, “Broker, Trader, Lawyer, Spy”. Πολλοί από αυτούς εργάζονται για ομάδες, οι οποίες προσλαμβάνονται από εταιρείες, με σκοπό να τους κάνουν τη βρώμικη δουλειά, μερικές φορές για να τους δώσουν τη δυνατότητα άρνησης.

Η βιομηχανία της εταιρικής κατασκοπείας ενηλικιώθηκε στις άγριες μάχες εξαγοράς της δεκαετίας του 1980 και έκτοτε αναπτύχθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Διάσημες επωνυμίες, όπως η Kroll και η Control Risks, βρίσκονται στην κορυφή μιας πυραμίδας που περιλαμβάνει χιλιάδες, μικρές κυρίως, επιχειρήσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις εργασίες είναι νομικής φύσης και αρκετά βαρετές – για παράδειγμα, η διενέργεια ενδελεχούς ελέγχου σε υποψήφιους επιχειρηματικούς εταίρους πελατών. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις εταιρειών που αναλαμβάνουν αμφίβολες δραστηριότητες, από υποκλοπές μέχρι και πλαστοπροσωπία. Τον 19ο αιώνα, ο παππούς του κλάδου, ο Allan Pinkerton, καθόρισε (και σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε) έναν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς. Ο Javers, ωστόσο, ανησυχεί ότι κάποιοι από τους σύγχρονους ομολόγους του Pinkerton παραβιάζουν συστηματικά πολλές από τις «ιπποτικές» εντολές του.

Τίποτα από αυτά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Η κινητικότητα των εργαζομένων προσεγγίζει ή βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα όλων των εποχών. Οι εταιρείες καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες σε περιόδους ύφεσης, ακολουθώντας, πολλές φορές, πιο ακραίες τακτικές. Και το γεωπολιτικό σκηνικό γίνεται όλο και πιο ψυχρό, αυξάνοντας τα κίνητρα για ύπουλη δραστηριότητα από τα κράτη ή τους αντιπροσώπους τους. Μπορεί να μην είναι το “Casino Royale”, αλλά η εξάπλωση της οικονομικής κατασκοπείας αποτελεί πραγματικότητα.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com