Σπάνια κάποια συμφωνία έχει συναντήσει τόσο ισχυρή κυβερνητική αντίθεση. Tον περασμένο μήνα έξι γερμανικά υπουργεία τάχθηκαν κατά της σχεδιαζόμενης εξαγοράς μεριδίου σε τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στο Αμβούργο από την κινεζική ναυτιλιακή εταιρεία Cosco. Αλλά η συμφωνία πέρασε ούτως ή άλλως.

Ο άνθρωπος που εξασφάλισε την ασφαλή διέλευση του από το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο ήταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Επέμεινε σε συμβιβασμό – η Cosco θα έπρεπε να αρκεστεί σε μερίδιο 25 τοις εκατό, αντί για το 35 τοις εκατό που είχε προταθεί αρχικά.

Αλλά το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών παρέμενε αντίθετο, ακόμη και όταν ο Σολτς το προωθούσε. Η Υφυπουργός Σουζάνε Μπάουμαν έστειλε επιστολή σε έντονη γλώσσα στον αρχηγό προσωπικού του Σολτς, Βολφγκανγκ Σμιτ, λέγοντας ότι η συμφωνία «αυξάνει δυσανάλογα τη στρατηγική επιρροή της Κίνας στις γερμανικές και ευρωπαϊκές υποδομές μεταφορών και την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα».

Ο Σολτς, ωστόσο, σαφώς δεν είχε την πολυτέλεια να δει τη συμφωνία να καταρρέει. Την Παρασκευή θα γίνει ο πρώτος ηγέτης της G7 που θα έχει συνομιλίες στο Πεκίνο με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19. Η απόρριψη της συναλλαγής της Cosco θα είχε βαρύνει το κλίμα σε ένα ταξίδι με τεράστια συμβολική σημασία τόσο για το Πεκίνο όσο και το Βερολίνο.

Ωστόσο, παρατηρητές της Κίνας βρήκαν την παρέμβασή του προβληματική. «Δίνει την εντύπωση ότι προσφέρει στον πρόσφατα επανεκλεγμένο Σι Τζινπίνγκ δώρο πριν από το ταξίδι –δώρο που δεν είχε καμία υποχρέωση να κάνει», σημειώνει ο ερευνητικής εταιρείας Rhodium Group, με έδρα τη Νέα Υόρκη, Νόα Μπάρκιν.

Η υπόθεση Cosco απογοήτευσε επίσης όσους ήλπιζαν ότι ο Σολτς θα υιοθετούσε νέα προσέγγιση έναντι του Πεκίνου και θα έπαιρνε οριστικά διαζύγιο με τον μερκαντιλισμό της εποχής της Άνγκελα Μέρκελ.

Η δημιουργία συνασπισμού που διαπραγματεύτηκαν πέρυσι οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς, οι Πράσινοι και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες ήταν αξιοσημείωτη για τον κριτικό της τόνο έναντι της Κίνας και την εστίασή της στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά η συμφωνία του Αμβούργου δείχνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν βαθιές διαφορές μεταξύ των Πρασίνων και τμημάτων του SPD σχετικά με το μέλλον της σχέσης.

Ο πράσινος σκεπτικισμός για την Κίνα έχει αυξηθεί αμέσως μετά το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τον περασμένο μήνα, κατά το οποίο ο Πρόεδρος Σι στελέχωσε τη Μόνιμη Επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου με πιστούς σε αυτόν και εδραίωσε τη θέση του ως ο ισχυρότερος Κινέζος ηγέτης μετά τον Μάο Τσε Τουνγκ.

Η πορεία της Κίνας προς την «ενός ανδρός αρχή», σε συνδυασμό με την οικονομική αναταραχή που προκλήθηκε από την πολιτική της για τον μηδενισμό της Covid, την εμπρηστική ρητορική για την Ταϊβάν και τη σιωπηρή υποστήριξη της στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν μετατρέψει μια χώρα που κάποτε ήταν μια από τις πιο συναρπαστικές αγορές για τις γερμανικές επιχειρήσεις σε έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου.

Το Βερολίνο διακατέχεται από φόβο ότι η ιστορία μπορεί να επαναληφθεί – σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε την απερισκεψία της επί δεκαετίες εξάρτησης της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο. Τώρα, οι πιο απαισιόδοξοι φοβούνται ότι πλέον μπορεί η Γερμανία να κληθεί να πληρώσει «τον λογαριασμό» για την ακόμη βαθύτερη εξάρτησή της από την Κίνα, χώρα που εδώ και καιρό είναι από τις μεγαλύτερες αγορές για γερμανικές εργαλειομηχανές, χημικά και αυτοκίνητα.

Ο Τόμας Χαλντενουανγκ, επικεφαλής της γερμανικής υπηρεσίας εσωτερικών πληροφοριών, συνόψισε τις ανησυχίες αυτές σε ακρόαση στη Bundestag τον περασμένο μήνα. Η Κίνα, αποκάλυψε, μακροπρόθεσμα παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη απειλή για τη γερμανική ασφάλεια από τη Ρωσία. «Η Ρωσία μπορεί να είναι καταιγίδα», τόνισε. «Αλλά, η Κίνα είναι κλιματική αλλαγή».

Η Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο μεγάλου μέρους αυτού του άγχους. Η ρητορική του Σι για «επανένωση» έχει εγείρει φόβους ότι η Κίνα μπορεί να σχεδιάζει να εισβάλει στο νησί, κίνηση που θα έφερνε κατακλυσμό διεθνών κυρώσεων κατά του Πεκίνου και πιθανότατα θα αποσυνέδεε την Κίνα από τον δυτικό κόσμο. Στην αναταραχή που θα προκύψει, οι γερμανικές εταιρείες θα μπορούσαν να καταλήξουν να συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων απωλειών – με τεράστιες συνέπειες για μια οικονομία που ήδη αποσυντονίζεται από τη χειρότερη ενεργειακή κρίση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης.

Ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών, είπε ότι η Γερμανία πρέπει να «μάθει το μάθημά της» από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. «Και το μάθημα είναι ότι πρέπει να μειώσουμε τις μονομερείς εξαρτήσεις μας, όπου μπορούμε», τόνισε στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD την περασμένη εβδομάδα. «Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Κίνα».

Γι’ αυτόν τον λόγο η γερμανική κυβέρνηση δεσμεύεται για θεμελιώδη επανεκτίμηση της προσέγγισής της στο Πεκίνο – διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το επόμενο έτος με την παρουσίαση νέας «Στρατηγικής για την Κίνα» που έχει σχεδιαστεί για να αναδιατυπώσει τη σχέση με πιο ρεαλιστικούς όρους.

«Θα ορίσει την Κίνα ως σημαντικό εμπορικό εταίρο, αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα ως συστημικό αντίπαλο», αποκάλυψε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ σε συνέντευξή του.

Μέρος του σχεδιασμού για τη στρατηγική ήταν η αξιολόγηση της ευπάθειας των γερμανικών εταιρειών σε πιθανή κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Κίνας και Δύσης. «Μπορεί να έρθει κάποια στιγμή που η κινεζική αγορά δεν είναι πλέον προσβάσιμη για εμάς», ανέφερε αξιωματούχος. «Μετά από αυτό που συνέβη με τη Ρωσία, δεν μπορούμε πλέον να πούμε ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Και πρέπει να δράσουμε για να αποτρέψουμε αυτό από το να γίνει υπαρξιακή απειλή για τις γερμανικές εταιρείες».

Η επανεξέταση αυτή καθοδηγείται από τους Πράσινους, οι οποίοι από καιρό δεν εμπιστεύονται την Κίνα. Από τότε που μπήκαν στην κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο, δεν έχασαν χρόνο για να βάλουν τη σφραγίδα τους στην πολιτική τους με την Κίνα.

Η εμπειρία της Γερμανίας με τη Ρωσία είχε δείξει «ότι δεν μπορούμε πλέον να εξαρτόμαστε υπαρξιακά από οποιαδήποτε χώρα που δεν συμμερίζεται τις αξίες μας», είπε η υπουργός Εξωτερικών των Πρασίνων, Ανναλένα Μπέρμποκ, στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung τον περασμένο μήνα. «Η πλήρης οικονομική εξάρτηση που βασίζεται στην αρχή της ελπίδας μας αφήνει ανοιχτούς στον πολιτικό εκβιασμό».

Όμως, όπως έδειξε η διαμάχη για τη συμφωνία της Cosco, η κυβέρνηση είναι βαθιά διχασμένη σχετικά με την Κίνα. Ενώ η Μπέρμποκ υπογραμμίζει τους κινδύνους από την αντιμετώπιση του Πεκίνου, ο Σόλτς έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα για τις αρνητικές συνέπειες της διακοπής των σχέσεων με την Κίνα.

«Η αποσύνδεση είναι η λάθος απάντηση», είπε ο καγκελάριος σε επιχειρηματικό συνέδριο τον περασμένο μήνα.

«Μην βάζεις όλα τα αυγά σου σε ένα καλάθι»

Ο Σολτς, ο οποίος υπήρξε δήμαρχος Αμβούργου, πίστευε εδώ και καιρό ότι η Γερμανία δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει εμπόριο με χώρες όπως η Κίνα. «Χορεύετε με όποιον είναι στο δωμάτιο — αυτό ισχύει για την παγκόσμια πολιτική όσο και για τη ντίσκο του χωριού», τόνιζε με σημασία το 2018.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η βασική διαχείριση κινδύνου υπαγορεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να διαφοροποιούνται σε άλλες αγορές. «Είναι βασικό μάθημα που διδάσκεσαι στο τρίτο τρίμηνο της σχολής επιχειρήσεων. . . ότι δεν βάζεις όλα τα αυγά σου σε ένα καλάθι», προειδοποιούσε τον Αύγουστο. «Αυτό ισχύει για τις εισαγωγές και τις αλυσίδες εφοδιασμού καθώς και τις εξαγωγές».

Αυτό το μήνυμα που προωθούν και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του υπουργικού συμβουλίου. «Οι γερμανικές επιχειρήσεις καλό θα ήταν να συνεχίσουν να ανοίγουν νέες αγορές παγκοσμίως, να επενδύουν στην Ασία, την Αφρική, τη Νότια και τη Βόρεια Αμερική, έτσι ώστε να μειώνεται η σημασία της Κίνας για τη γερμανική οικονομία», τόνισε ο Λίντλερ στη συνέντευξη.

«Ξαφνική αποσύνδεση» θα καταστρέψει πολλά από τα οικονομικά οφέλη και τα οφέλη της ευημερίας της παγκοσμιοποίησης, συνέχισε. Αλλά η ίδια η Κίνα, προσέθεσε, ήδη κινείται προς «αποσύνδεση τμημάτων της οικονομίας της από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας» και αυτό θα πρέπει να αποτελέσει έναυσμα για δράση. «Η διαφοροποίηση των τεχνολογιών και των αλυσίδων εφοδιασμού μας θα ενισχύσει την ανθεκτικότητά μας», υπογράμμισε.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση Σολτς, ωστόσο, είναι ότι μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη αυτό το μήνυμα. Αντί να μειώσουν την έκθεσή τους στην Κίνα, πολλές τις διπλασιάζουν. Η BASF, για παράδειγμα, ανακοίνωσε τον Ιούλιο ότι είχε δώσει την τελική έγκριση σε σχέδιο για την κατασκευή ενός τεράστιου νέου εργοστασίου στη νότια κινεζική πόλη Αντζιάνγκ που θα κοστίσει 10 δισ. ευρώ. Εν τω μεταξύ, σχεδιάζει επίσης να μειώσει «μόνιμα» την παρουσία της στην Ευρώπη, περιοχή που ισχυρίζεται ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος την καθιστά όλο και λιγότερο ανταγωνιστική.

Ο διευθύνων σύμβουλος της BASF, Μάρτιν Μπρουντερμίλερ, υπερασπίστηκε την προσέγγιση και εξαπέλυσε μύδρους κατά των επικριτών των επενδύσεών του στην Κίνα. «Πιστεύω ότι είναι επειγόντως απαραίτητο να σταματήσουμε αυτή την επίθεση κατά της Κίνας και να δούμε τους εαυτούς μας με περισσότερη αυτοκριτική», τοποθετήκε την περασμένη εβδομάδα.

Οι ειδικοί λένε ότι η BASF δεν έχει άλλη επιλογή από το να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην Κίνα. «Η Κίνα διαθέτει το 60 τοις εκατό των χημικών εταιρειών και του αντίστοιχου ταλέντου του κόσμου και το 40 τοις εκατό των πόρων», λέει ο Ουάνγκ Γιουέϊ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Renmin και σύμβουλος της κινεζικής κυβέρνησης. «Αν δεν επενδύσουν στην Κίνα, πού θα πάνε;»

Η BASF δεν είναι μόνη. Η Aldi, η γερμανική εκπτωτική εταιρεία λιανικής, σχεδιάζει να ανοίξει εκατοντάδες νέα καταστήματα στην Κίνα. Η βιομηχανία εξαρτημάτων αυτοκίνησης Hella διπλασιάζει την παραγωγική της ικανότητα στο εργοστάσιό της στη Σαγκάη. Και η Siemens δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι σχεδίαζε σημαντική επέκταση του τμήματος «ψηφιακών βιομηχανιών» της στην Κίνα.

Σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου, οι γερμανικές επιχειρήσεις επένδυσαν το ρεκόρ ποσό των 10 δισ. ευρώ στην Κίνα μόνο το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Ο τίτλος της μελέτης του ινστιτούτου: «Πρόσω ολοταχώς προς τη λάθος κατεύθυνση».

Εκνευρισμένοι από τέτοια στατιστικά στοιχεία, οι υπουργοί αναλαμβάνουν δράση. Το όπλο επιλογής τους είναι οι εγγυήσεις που προσφέρει η κυβέρνηση στις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αναδυόμενες αγορές, οι οποίες προστατεύουν τις επενδύσεις τους από τον πολιτικό κίνδυνο. Τον Μάιο, το υπουργείο Οικονομίας του Χάμπεκ αρνήθηκε να επεκτείνει τις επενδυτικές εγγυήσεις της Volkswagen για την Κίνα, επικαλούμενος την καταστολή των μουσουλμάνων Ουιγούρων στη δυτική περιοχή Ζινξιάν. Το υπουργείο επεξεργάζεται τώρα σχέδια για τον περιορισμό του αριθμού τέτοιων εγγυήσεων για την Κίνα.

«Αυτοί. . . κλείνουν μαζικά προς την Κίνα αυτή τη στιγμή», αναφέρει αξιωματούχος.

Από την άλλη πλευρά, πολλοί στο Βερολίνο είναι δύσπιστοι ότι τέτοιες κινήσεις έχουν μεγάλο αντίκτυπο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι εταιρείες θα συνεχίσουν να επενδύουν στην Κίνα, ακόμη και χωρίς τις εγγυήσεις εάν χρειαστεί. Οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι ασκούν ελάχιστη επιρροή στους υπεύθυνους λήψης εταιρικών αποφάσεων.

«Τελικά είναι ερώτημα για τους μετόχους της BASF το αν ο Μπρουντερμίλερ πιστεύει ότι η επένδυση 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα είναι το σωστό», λέει ο αξιωματούχος. «Αλλά πιστεύω ότι πρέπει να στείλουμε μήνυμα στις εταιρείες ότι, αν οι μέτοχοί τους το εγκρίνουν – εντάξει, αλλά μην υπολογίζετε στη γερμανική κυβέρνηση ως εγγυήτρια».

Άλλοι, ωστόσο, λένε ότι καμία κυβερνητική κακομεταχείριση δεν θα πείσει τις γερμανικές εταιρείες να φύγουν από την Κίνα. «Μιλάς με επιχειρηματίες και σου λένε: «Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι;» σύμφωνα με αξιωματούχο. «Λένε: «Δεν συνειδητοποιούν από πού προέρχεται όλος ο πλούτος μας;»

Η εποχή του «win-win»

Για χρόνια, η Γερμανία ήταν από τους βασικούς αποδέκτες των ωφελημάτων του ανοίγματος της Κίνας στον κόσμο. Η όρεξή της Κίνας για γερμανικά εργαλεία, ψυγεία και αυτοκίνητα φαινόταν ακόρεστη και οι γερμανικές εξαγωγές στην κινεζική αγορά τροφοδότησαν την 10ετή οικονομική άνθηση την περασμένη δεκαετία που ήταν από τις μεγαλύτερες στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Το 2021, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας για έκτη συνεχή χρονιά, αντιπροσωπεύοντας το 9,5 τοις εκατό του εμπορίου της σε αγαθά.

Τα συχνά ταξίδια της Άνγκελα Μέρκελ στην Κίνα -πήγε εκεί 12 φορές κατά τη διάρκεια της 16χρονης παραμονής της στη καγκελαρία, συχνά συνοδευόμενη από τεράστιες επιχειρηματικές αντιπροσωπείες- συμβόλιζαν τους στενούς δεσμούς των δύο χωρών. Κατά καιρούς επέκρινε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κίνα στο Σιντζιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ, αλλά η οικονομική σχέση ήταν πάντα υπεράνω όλων.

Ήταν, σύμφωνα με τη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση της Μέρκελ, κατάσταση «win-win» και για τις δύο χώρες. Όταν η Κίνα επέτρεψε σε ξένες μάρκες αυτοκινήτων να εισέλθουν στην αγορά της μέσω κοινοπραξιών με κρατικούς κατασκευαστές, εταιρείες όπως η VW μπόρεσαν γρήγορα να αποκτήσουν πρόσβαση στην ταχέως αναπτυσσόμενη καταναλωτική βάση της χώρας. Και οι εισαγωγές γερμανικών μηχανημάτων, εξαρτημάτων και χημικών βοήθησαν να τροφοδοτήσουν τον αναπτυσσόμενο κλάδο παραγωγής και κατασκευών της Κίνας.

Ως αποτέλεσμα, το αποτύπωμα της Γερμανίας στην κινεζική αγορά συνέχισε να αυξάνεται. Η Volkswagen πουλά τώρα το 40 τοις εκατό των αυτοκινήτων της στην Κίνα και η χώρα αντιπροσωπεύει το 13 τοις εκατό των εσόδων της Siemens και το 15 τοις εκατό των εσόδων της BASF. Πρόσφατη έρευνα από τη δεξαμενή σκέψης Ifo διαπίστωσε ότι το 46 τοις εκατό των βιομηχανικών επιχειρήσεων βασίζονται σε ενδιάμεσες εισροές από την Κίνα.

Αλλά με τα χρόνια οι κινεζικές εταιρείες έχουν αυξηθεί και ξεπερνούν πολλούς από τους Γερμανούς εταίρους τους, τόσο με νόμιμα μέσα όσο και με πιο υποχθόνια. Από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 2010, η Κίνα ανακοίνωσε σειρά στόχων για την αύξηση της εγχώριας καινοτομίας και τη μείωση της εξάρτησης από την ξένη τεχνολογία. Η ένωση μηχανολογικών επιχειρήσεων της Γερμανίας, η VDMA, απαρίθμησε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν για τις εταιρείες της: επιδοτήσεις σε Κινέζους ανταγωνιστές, καθορισμός προτύπων που έκαναν διακρίσεις εις βάρος ξένων εταιρειών, καθώς και το συνεχιζόμενο ζήτημα της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η βιομηχανική αναβάθμιση της Κίνας είναι ένας από τους λόγους που η Γερμανία τη βλέπει όλο και περισσότερο ως αντίπαλο, λέει ο Κινέζος ακαδημαϊκός Ουάνγκ.

«Στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας, η Κίνα έχει κλονίσει και αμφισβητήσει τα πλεονεκτήματα του μεταποιητικού τομέα της Γερμανίας, ιδιαίτερα τα κέρδη των γερμανικών εταιρειών στην Κίνα, τα οποία δεν αποκτώνται πλέον τόσο εύκολα όσο πριν», λέει ο Ουάνγκ. «Αλλά την ίδια στιγμή, οι εταιρείες δεν μπορούν να φύγουν από την Κίνα».

Ανέκδοτα στοιχεία, ωστόσο, υποδηλώνουν ότι ορισμένοι αυτό εξετάζουν – ή, τουλάχιστον, εξετάζουν τις επιλογές τους. Ο Γιόργκ Βούτκε, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ στην Κίνα, ανέφερε ότι ενώ οι μεγάλες εταιρείες έμειναν στη θέση τους, «άλλα τμήματα, κυρίως ΜΜΕ, θέτουν τις δραστηριότητές τους στην Κίνα σε αυτόματο πιλότο και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις σε όλο τον κόσμο».

«Οι επιχειρήσεις δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν έως ότου η Κίνα διευθετήσει τη στρατηγική εξόδου από τον Covid», πρόσθεσε ο ίδιος.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ifo, σχεδόν οι μισοί Γερμανοί κατασκευαστές που λαμβάνουν σημαντικές εισροές από την Κίνα σχεδιάζουν να μειώσουν τις εισαγωγές τους από την Κίνα. Όταν ρωτήθηκαν γιατί, το 79 τοις εκατό ανέφερε «διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού και αποφυγή εξαρτήσεων».

Ένας από τους παράγοντες που οδηγεί σε αυτήν την εξέλιξη είναι η μεταβαλλόμενη αντίληψη του χρηματοπιστωτικού τομέα σχετικά με τους κινδύνους υπερβολικής εξάρτησης από την Κίνα. «Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε ότι οι αμερικανικοί οίκοι αξιολόγησης. . . Περιλαμβάνουν τώρα αξιολόγηση του γεωπολιτικού κινδύνου», δήλωσε η Φραντσίσκα Μπράντνερ, υφυπουργός Οικονομίας, σε πρόσφατη διάσκεψη στο Βερολίνο. «Και μπορεί να κάνει την αναχρηματοδότηση  πολύ ακριβή για τις ευρωπαϊκές εταιρείες εάν δεν διαφοροποιηθούν».

Ήδη, οι γερμανικές εταιρείες που εκτίθενται σε μεγάλο βαθμό στην κινεζική αγορά αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα με τις δραστηριότητές τους. «Λαμβάνουμε τις πρώτες γερμανικές εταιρείες Mittelstand [σ.σ. σύνολο επιχειρήσεων, κυρίως μεσαίων, που έχουν αποδειχθεί επιτυχείς και ανθεκτικές σε οικονομικές αλλαγές και αναταράξεις] να λένε ότι αποκλείονται από διεθνείς διαγωνισμούς εάν αναφέρουν ότι ορισμένα εξαρτήματα προέρχονται αποκλειστικά από την Κίνα, ακόμη και αν είναι από τα εργοστάσιά τους στην Κίνα», λέει ο Μάρτιν Βανσλέμπεν, επικεφαλής της ένωσης γερμανικών εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων.

Ο τερματικός σταθμός του Αμβούργου

Ξαφνικά, εν μέσω της συνεχιζόμενης συζήτησης της Γερμανίας για την Κίνα, η διαμάχη για την επένδυση της Cosco στο Αμβούργο βρέθηκε στο επίκεντρο.

Μετά από συμφωνία πέρυσι, η Cosco Shipping Ports επρόκειτο να αποκτήσει το 35 τοις εκατό του τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων Tollerort στο λιμάνι του Αμβούργου για 65 εκατομμύρια ευρώ, από την εταιρεία logistics HHLA. Αλλά η συμφωνία έπρεπε πρώτα να εγκριθεί από το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο και έξι υπουργεία αντιτάχθηκαν σε αυτήν για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι κινεζικές εταιρείες, υποστήριξαν, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να αποκτήσουν αυτή την ζωτικής σημασίας υποδομή της Γερμανίας.

Το επιτελείο του Σόλτς υπερασπίστηκε τη συμφωνία. Η Cosco «απλώς» αγόραζε μικρό μερίδιο στον φορέα εκμετάλλευσης ενός από τα πολλά τερματικά του λιμανιού του Αμβούργου, όχι ένα μερίδιο του ίδιου του λιμανιού, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό κρατικό. Η Cosco έχει ήδη συμφέροντα σε άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια, όπως η Αμβέρσα και το Zeebrugge. Και το μπλοκάρισμα της συμφωνίας θα μπορούσε να είναι επιζήμιο για τα συμφέροντα του Αμβούργου. «Υπάρχει κίνδυνος να χάσει την επιχείρηση της Cosco», ανέφερε αξιωματούχος.

Όμως και άλλα υπουργεία έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Ορισμένοι αξιωματούχοι έκαναν παραλληλισμούς με την πώληση ορισμένων από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της Γερμανίας στη Gazprom, το ρωσικό μονοπώλιο εξαγωγής φυσικού αερίου, την τελευταία δεκαετία.

Ο Σόλτς επέμεινε σε συμβιβασμό. Αυτό προέκυψε στα τέλη του περασμένου μήνα, όταν η Cosco ενημερώθηκε ότι μπορούσε να αποκτήσει μόνο μερίδιο 24,9 τοις εκατό και δεν θα είχε δικαίωμα βέτο σε στρατηγικές επιχειρηματικές αποφάσεις ή αποφάσεις προσωπικού.

Τα περισσότερα υπουργεία αποδέχθηκαν απρόθυμα τον συμβιβασμό – αλλά όχι το υπουργείο Εξωτερικών της Μπέρμποκ, το οποίο συνέχισε να αντιτίθεται στη συμφωνία με την Cosco.

Σε ανακοίνωση πρωτοκόλλου, η Άννα Λίρμαν, Γερμανίδα υπουργός Επικρατείας για την Ευρώπη, τόνισε ότι η Κίνα κατέστησε σαφές «ότι είναι έτοιμη να εφαρμόσει οικονομικά μέτρα για την επίτευξη πολιτικών στόχων». Η άδεια της πώλησης του τερματικού μεριδίου «θα έδινε στην Κίνα τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί μέρος της Γερμανίας και της κρίσιμης υποδομής της Ευρώπης για πολιτικούς σκοπούς».

Ο Μπάρκιν, του Rhodium Group, λέει ότι προωθώντας την εξαγορά της Cosco, ο Σολτς κάνει τα πράγματα πολύ εύκολα για το Πεκίνο. «Η Κίνα χρειάζεται τη Γερμανία, ειδικά όταν ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας θερμαίνεται», λέει. «Έτσι ο Σολτς έχει βαθμό πίεσης. Αλλά με το μήνυμα που στέλνει, φαίνεται να τον εγκαταλείπει».

Πρόσφατα Άρθρα