Mια νέα έκθεση σχετικά με την κατάσταση του παγκόσμιου ισολογισμού (δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία και τα χρέη του σε σχέση με την ανάπτυξη) περιέχει ένα εκπληκτικό εύρημα. Αναλυτές της εταιρείας συμβούλων McKinsey πιστεύουν ότι, από το 2000, η θεωρητική αξία όλων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων έχει εκτιναχθεί κατά περίπου 160 τρις δολάρια.

Αυτό μερικώς αντανακλά πραγματική οικονομική ανάπτυξη. Αλλά πηγάζει κυρίως από την απότομη αύξηση του παγκόσμιου χρέους και την προσφορά χρήματος μέσω ποσοτικής χαλάρωσης, ιδιαίτερα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, οι οποίες αύξησαν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Για κάθε δολάριο παγκόσμιας επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί από το 2000, έχει προστεθεί περίπου 1,90 δολάρια χρέους. Κατά την περίοδο 2020 και 2021, αυτό “επιταχύνθηκε στα $ 3,40 για κάθε $1,00 σε καθαρή επένδυση”, αναφέρει η McKinsey. Αυτό ήταν το ταχύτερο ποσοστό των τελευταίων 50 ετών.

Αυτό έχει αυξήσει την υποθετική αξία όλων των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων, σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, από περίπου 470 τοις εκατό του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2000 σε περισσότερο από 600 τοις εκατό σήμερα, με τις αγορές ακινήτων και μετοχών να ανθούν ταχύτερα από την «πραγματική» οικονομία.

Το θέμα δεν συζητιέται, αφενός επειδή η παρακολούθηση αυτού του παγκόσμιου ισολογισμού περιλαμβάνει τόσες πολλές εικασίες που ελάχιστοι αναλυτές έχουν δοκιμάσει ποτέ, αλλά επίσης επειδή έχει καταστεί «κανονικότητα» και θα συνεχίσει. Και δεδομένου ότι ο κρυφός πληθωρισμός των τιμών των περιουσιακών στοιχείων συνέβαινε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και πριν από το 2000, είναι πλέον εντελώς «φυσιολογικός».

Δύο παράγοντες τώρα θα πρέπει να μας κάνουν να το ξανασκεφτούμε. Πρώτον, ο πληθωρισμός των τιμών των περιουσιακών στοιχείων ήταν ένας βασικός παράγοντας πίσω από την αυξανόμενη ανισότητα πλούτου που έχουν εντοπίσει οικονομολόγοι τα τελευταία χρόνια και η οποία έχει δηλητηριάσει τη δυτική πολιτική. Δεύτερον, αυτή η τάση των ολοένα αυξανόμενων τιμών των περιουσιακών στοιχείων ίσως πρόκειται να αλλάξει. Ένας βασικός παράγοντας πίσω από αυτό είναι ότι τα επιτόκια έχουν μια πτωτική τάση εδώ και δεκαετίες, καθιστώντας το χρέος φθηνό. Πέρυσι, όμως, τα επιτόκια εκτινάχθηκαν, εξαλείφοντας περίπου 8 τρις δολάρια από τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών μόνο το 2022, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο της οικονομίας των ΗΠΑ,.

Η τιμή των ομολόγων υποδηλώνει ότι πολλοί επενδυτές αναμένουν πτώση των επιτοκίων στο μέλλον. Και η έκθεση McKinsey, με τίτλο «Το μέλλον του πλούτου και της ανάπτυξης είναι στην ισορροπία», περιγράφει τέσσερα πιθανά μελλοντικά σενάρια – ένα από τα οποία είναι η επιστροφή σε αυτό που θεωρούμε «κανονικό», δηλαδή χαμηλά επιτόκια και περισσότερες αυξήσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων.

Αυτή την εβδομάδα ο επικεφαλής της JPMorgan Chase Τζέιμι Νταίμον προειδοποίησε ότι «όλοι θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για τα ποσοστά που θα είναι [ακόμα] υψηλότερα από εδώ και πέρα». Σύμφωνα με την Τζίλιαν Τετ, σε άρθρο της στους Financial Times, η οποία αμφισβητεί την επιστροφή στην «κανονικότητα», ο Ντάιμον θέτει το βασικό ερώτημα: εάν κινούμαστε σε ένα νέο «κανονικό», πώς θα προσαρμοστούμε γνωστικά; Απαντά ότι αυτό είναι ασαφές.

Ένα άλλο από τα σενάρια που σκιαγραφούνται στην έκθεση είναι ένα σενάριο όπου ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός και ασταθής για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με κάποια ανάπτυξη. Αυτό μπορεί να καταλήξει σε «οικονομική καταστολή» όπου οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων παραμένουν χαμηλότερες από τον πληθωρισμό για αρκετά χρόνια, προκαλώντας ουσιαστικά απώλεια χρημάτων σε όποιον κατέχει τέτοια ομόλογα κάθε χρόνο.

Μια τρίτη επιλογή είναι ένα κύμα αναδιαρθρώσεων του ισολογισμού και ύφεσης που μειώνει το υπερβάλλον χρέος. Στο παρελθόν τέτοιες εκτοξεύσεις στις τιμές του χρέους και των περιουσιακών στοιχείων συνήθως προκάλεσε πολιτικές εκρήξεις ή ώθησε κυβερνήσεις να σε προσπάθειες δημιουργίας «βαλβίδων ασφαλείας», όπως η διαγραφή του χρέους.

Θεωρητικά ακούγεται λογικό και ιστορικά έχει δουλέψει από την αρχαία Μεσοποταμία, ή την Αθήνα του Σόλωνα. Το «σβήσιμο» των υπερβολικών χρεών μπορεί να επιτρέψει επανεκκίνηση. Ωστόσο, η McKinsey εκτιμά ότι μια πλήρης ύφεση και αναδιάρθρωση του ισολογισμού θα μπορούσε να εξαλείψει 48 τρισεκατομμύρια δολάρια του πλούτου των νοικοκυριών, με πτώση 30% στις τιμές των μετοχών και των ακινήτων σε μέρη όπως οι ΗΠΑ. Αυτό πιθανώς θα βοηθούσε στη μείωση της ανισότητας μακροπρόθεσμα, αλλά το σοκ για την οικονομία θα ήταν τεράστιο.

Φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο πιθανό σενάριο: ένα θαύμα παραγωγικότητας που επιτρέπει την πραγματική οικονομική δραστηριότητα να επεκταθεί ταχύτερα από τον πλούτο και το χρέος, φέρνοντας ξανά ισορροπία. Αυτό θα ήταν σολομώντεια λύση, αν και μάλλον απίθανη. Η κ. Τετ λαμβάνοντα τον ιλιγγιώδη αριθμό των 160 τρισεκατομμυρίων δολαρίων υπόψη, αναρωτιέται αν μπορούμε να αναλογιστούμε πως θα ήταν αν οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων δεν αυξάνονται συνεχώς και ποιο θα είναι το μελλοντικό μας «κανονικό»;

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή