Τον τελευταίο χρόνο οι τράπεζες έχουν ανοίξει έναν ιστορικά επιθετικό κύκλο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, ανεβάζοντας σε πολυετή υψηλά το κόστος δανεισμού, σε μια προσπάθεια να ρίξουν τον πληθωρισμό.

Οι αυξήσεις στα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών ανεβάζουν σημαντικά και το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δημιουργώντας μια «βόμβα» ιδιωτικού χρέους που διογκώνεται, ανατρέπει προσωπικά και επενδυτικά πλάνα και προκαλεί ανησυχία στις τράπεζες.

Η Λιγκάγια Κέλι για παράδειγμα, ανησυχεί ότι η εγκατάσταση φύλαξης κατοικίδιων που διατηρεί στα περίχωρα του Λος Άντζελες δεν θα επιβιώσει τον χειμώνα, εάν το κόστος του δανείου της  συνεχίσει να αυξάνεται. Η οικονομολόγος Νταϊάνα Μουσίνα λέει ότι θα πρέπει να πουλήσει το επενδυτικό της ακίνητο στο Σίδνεϊ εάν τα επιτόκια παραμείνουν υψηλότερα. Και ο Τζον Στάνγερ αναστέλλει τα σχέδιά του για το πάρκο διακοπών του στη βόρεια Αγγλία, αφού οι δόσεις του στεγαστικού δανείου σχεδόν τριπλασιάστηκαν.

Και όπως υπογραμμίζει το Bloomberg, όπως συνέβη σε εκατομμύρια δανειολήπτες σε όλο τον κόσμο, οι φιλοδοξίες της Κέλι, της Μουσίνα και του Στάνγερ συγκρούστηκαν με την πιο απότομη εκστρατεία νομισματικής σύσφιγξης της τελευταίας γενιάς.

Πόσο «πληγώνουν» τα επιτόκια την διεθνή ανάπτυξη

Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα – η Κέλι έχει κόψει εργάτες, η Μουσίνα τρώει μόνο στο σπίτι αυτές τις μέρες και τα σχέδια επέκτασης του Στάνγιερ- αλλά το πόσο θα αντέξουν θα εξαρτηθεί από παράγοντες πέρα ​​από τον έλεγχό τους, όπως η αποπαγκοσμιοποίηση, η γήρανση και το κόστος της ενεργειακής μετάβασης.

Καταλύτης το R-Star

Σύμφωνα πάντα με το Bloomberg, το μεγαλύτερο ερώτημα στα οικονομικά αυτή τη στιγμή είναι για πόσο καιρό θα διατηρηθούν αυτά τα υψηλότερα επιτόκια; Στην ορολογία των σχολικών βιβλίων, όλα καταλήγουν στο R-Star (γραμμένο ως R* στα οικονομικά μοντέλα) — το μακροπρόθεσμο ουδέτερο επιτόκιο που διατηρεί τον πληθωρισμό σταθερό στον προτιμώμενο ρυθμό της κεντρικής τράπεζας γύρω στο 2%.

Στη δεκαετία μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το ουδέτερο επιτόκιο μειώθηκε στις ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς ο πληθωρισμός παρέμεινε γενικά συγκρατημένος, ακόμη και όταν οι κεντρικές τράπεζες διατήρησαν τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η εμβάθυνση της παγκοσμιοποίησης σήμαινε φθηνές τηλεοράσεις και ρούχα, ενώ οι αναμνήσεις της κρίσης κράτησαν τους καταναλωτές υποτονικούς και απέτρεπαν τις επιχειρήσεις από το να προχωρούν σε επενδύσεις.

Η άνοδος των τιμών μετά την Covid διέλυσε αυτή την ηρεμία, πυροδοτώντας μια συζήτηση μεταξύ οικονομολόγων, κεντρικών τραπεζιτών και εμπόρων ομολόγων για το μέλλον του πληθωρισμού και των επιτοκίων – με πραγματικές επιπτώσεις σε έναν κόσμο με χρέος περίπου 300 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Εάν οι κεντρικές τράπεζες καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το R* είναι πλέον υψηλότερο, τότε θα πρέπει να διατηρήσουν και τα επιτόκια αναφοράς πιο υψηλά.

Το ουδέτερο επιτόκιο

Η Anna Wong, επικεφαλής οικονομολόγος στο Bloomberg Economics, δημοσίευσε πρόσφατα ένα άρθρο σχετικά με το τι θα σημαίνουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το ουδέτερο επιτόκιο για τις ρυθμίσεις πολιτικής της Federal Reserve, η οποία συνεδριάζει αργότερα αυτή την εβδομάδα. Βρήκε ότι ένα υψηλότερο ουδέτερο επιτόκιο θα είχε ως αποτέλεσμα λιγότερες μειώσεις των επιτοκίων τα επόμενα δύο χρόνια.

Σε αντίθεση με την Αμερική, όπου οι περισσότεροι δανειολήπτες κατοικίας έχουν σταθερά επιτόκια 30 ετών, περισσότερο από το 70% των στεγαστικών δανείων στην Αυστραλία συνδέονται με μεταβλητά επιτόκια που κινούνται σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τα επίπεδα της κεντρικής τράπεζας. Με το χρέος των νοικοκυριών να ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 190% περίπου του διαθέσιμου εισοδήματος, καθεμία από τις αυξήσεις των επιτοκίων της Αποθεματικής Τράπεζας της Αυστραλίας έχει επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τους ενυπόθηκους δανειστές.

Η συζήτηση είναι ακόμα πιο σημαντική στο Ηνωμένο Βασίλειο, που βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν καλπάζοντα πληθωρισμό.  Τον περασμένο Μάρτιο σε ομιλία του στο London School of Economics, ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι, μπορεί να έδωσε στον Στάνγερ κάποιες ελπίδες. Ο Μπέιλι είπε ότι δεν ήταν παράλογο να αναμένουμε ότι το ουδέτερο επιτόκιο του Ηνωμένου Βασιλείου θα «παραμένει χαμηλό» λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού.

Το δημογραφικό

Η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε αποθήκευση πλούτου στην οικονομία, καθώς οι άνθρωποι τείνουν να αποταμιεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής.

Ταυτόχρονα, η χαμηλότερη παραγωγικότητα έχει κάνει τις εταιρείες να επενδύουν λιγότερα. Αυτό σημαίνει ότι «τα γερασμένα νοικοκυριά προσπάθησαν να δανειστούν περισσότερα σε μια εποχή που οι λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις προσπάθησαν να δανειστούν λιγότερο», κατέληξε ο Μπέιλι, προσθέτοντας ότι ο μόνος τρόπος για να «δημιουργηθεί μια ισορροπία» είναι «η τιμή αυτών των κεφαλαίων, το πραγματικό επιτόκιο, να υποχωρήσει».

Ωστόσο, άλλοι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν μερικούς από αυτούς τους ίδιους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της γήρανσης του πληθυσμού, για να υποστηρίξουν το ακριβώς αντίθετο. Στην πρόσφατη ενδιάμεση προοπτική της, οικονομολόγοι του κολοσσού διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Blackrock υποστήριξαν ότι η δημογραφική αλλαγή θα μπορούσε να είναι πληθωριστική επειδή θα υπάρχουν λιγότερα άτομα σε ηλικία εργασίας, προκαλώντας συμπίεση της προσφοράς.

Ο οικονομολόγος Τσαρλς Γκούντχαρτ έχει μια ακόμη θεωρία, που αποτυπώθηκε στο βιβλίο του 2020 «Η μεγάλη δημογραφική ανατροπή», που συνέγραψε με τον Μανόι Πραντάν. Καθώς ο πληθυσμός γερνάει, υποστηρίζει, τα ποσοστά αποταμίευσης θα επιβραδυνθούν καθώς λιγότεροι συνταξιούχοι μαζεύουν χρήματα. Προκειμένου να δοθεί κίνητρο για αποταμίευση για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, τα επιτόκια θα πρέπει να είναι υψηλότερα, λέει.

Οι ανησυχίες στην Ελλάδα

Και φυσικό η Ελλάδα δεν μένει αλώβητη από όλο αυτό. Η τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την περασμένη εβδομάδα, θέτει σε επικίνδυνη ζώνη τα επιτόκια για τις ελληνικές τράπεζες. Όπως έχει ήδη γράψει ο ΟΤ, μπορεί τα καθαρά έσοδα από τόκους να συνεχίσουν να αυξάνονται έως και το τέλος του έτους, ωστόσο το υψηλό κόστος δανεισμού είναι πιθανό να προκαλέσει αρρυθμίες τόσο στις εισπράξεις από εξυπηρετούμενα δάνεια, όσο και στην πιστωτική επέκταση.

Πρόκειται για τάσεις που καταγράφονται από την αρχή του έτους και είναι πιθανό να ενισχυθούν τα επόμενα τρίμηνα.

Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, «η αύξηση των ευρω-επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης από μόνη της δεν αλλάζει τη μεγάλη εικόνα. Έρχεται ωστόσο να προστεθεί στις 9 προηγούμενες» .

Υπογραμμίζει δε πως η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προανήγγειλε τη διατήρηση τους τουλάχιστον στα τρέχοντα επίπεδα για εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι να υποχωρήσει ο πληθωρισμός, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο νέων προς τα πάνω αναπροσαρμογών.

Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο θα δουν από τον επόμενο μήνα νέες επιβαρύνσεις στις δόσεις τους οι περισσότεροι δανειολήπτες, μιας και ποσοστό άνω του 95% των χορηγήσεων αφορά σε προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά οι καταβολές τους θα παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για αρκετό καιρό.

Εξαίρεση αποτελούν τα στεγαστικά δάνεια, για τα οποία οι τράπεζες από τον περασμένο Μάιο έχουν ενεργοποιήσει πλαφόν στο τελικό κόστος, με ισχύ για 12 μήνες.

Παράλληλα, ανοδικά αναμένεται να κινηθούν τα επιτόκια στις νέες χρηματοδοτήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου όλων των κατηγοριών, εκτός κι αν οι τράπεζες αποφασίσουν να περιορίσουν τα περιθώρια κέρδους τους.

Προβληματισμός επικρατεί και για το ενδεχόμενο εκδήλωσης ενός νέου κύματος πρόωρων αποπληρωμών από δανειολήπτες με επαρκή ρευστότητα για τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του τραπεζικού τους χρέους.

Πρόκειται για μία πρακτική που ξεκίνησε στις αρχές του 2023 και συνεχίζεται έως και σήμερα σε αξιοσημείωτο βαθμό.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία
Προϋπολογισμός:  Ξεκινάει η συζήτηση στη Βουλή
Οικονομία |

Ξεκινάει η συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή - Την Κυριακή η ψηφοφορία

Την Κυριακή οι τοποθετήσεις επί του προϋπολογισμού από τον πρωθυπουργό, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τους προέδρους των κοινοβουλευτικών ομάδων των άλλων κομμάτων