Τον προβληματισμό του επιχειρηματικού κόσμου αναφορικά με τις καθυστερήσεις στις τελωνειακές διαδικασίες εκφράζει με επιστολή του προς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ.Σταύρος Καφούνης, ο οποίος σημειώνει πως ειδικά μετά την εισαγωγή των Τελωνειακών Ελεγκτικών Κέντρων ο χρόνος εκτελωνισμού έχει αυξηθεί σημαντικά, σε 3 εργάσιμες ημέρες, ακόμη και για τυπικές ή μικρής αξίας αποστολές.
Απώλεια παραγγελιών
Όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή η διεύρυνση του χρόνου εκτελενωνισμού, έχει ως αποτέλεσμα «καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των πελατών και απώλεια εμπιστοσύνης από την αγορά, αύξηση του κόστους αποθήκευσης και μεταφοράς, ειδικά όταν τα εμπορεύματα παραμένουν ακινητοποιημένα και απώλεια παραγγελιών και συνεργασιών, ιδίως όταν πρόκειται για εμπορεύματα που εξαρτώνται από χρονικά αυστηρά χρονοδιαγράμματα».
Τα αιτήματα της ΕΣΕΕ
«Οι αιτίες της επιδεινούμενης κατάστασης εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη προσωπικού, το οποίο προσπαθεί εν μέσω περιβάλλοντος γραφειοκρατίας και μη αυτοματοποιημένων διαδικασιών και με ανεπαρκή τεχνικά μέσα να προχωρήσει στις εγκρίσεις», σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ και ζητά να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε τρεις κατευθύνσεις.
Ειδικότερα, ζητά την άμεση ενίσχυση των τελωνειακών υπηρεσιών με ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές, την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης των διαδικασιών και διασύνδεση με τις απαραίτητες πλατφόρμες και την τακτική επικοινωνία με τους επαγγελματικούς φορείς, ώστε να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται άμεσα προβλήματα.
Επιπλέον κόστη
«Οι επιχειρήσεις χρειάζονται σταθερότητα, προβλεψιμότητα και ταχύτητα για να λειτουργήσουν με ανταγωνιστικούς όρους, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον επιβαρυμένο όπως είναι το σημερινό» δηλώνει ο Σταύρος Καφούνης, προσθέτοντας πως «η αντιμετώπιση των καθυστερήσεων στα τελωνεία είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση, τις επενδύσεις και την υγιή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Τα μη εκτελωνισμένα προϊόντα παραμένουν σε χώρους των τελωνείων που τους διαχειρίζονται ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες πληρώνονται αποθηκευτικά μισθώματα».
«Όταν ολοκληρωθεί ο καθυστερημένος εκτελωνισμός», συμπληρώνει, «τα επιπλέον κόστη μεταφέρονται στις τελικές τιμές των προϊόντων, επιβαρύνοντας τον καταναλωτή και διευρύνοντας την ακρίβεια. Αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητα για αυξημένο έλεγχο των διακινούμενων προϊόντων, καθώς και την προσπάθεια του κράτους να περιορίσει, μέσω των ΤΕΚ, το φαινόμενο του λαθρεμπορίου. Παρά ταύτα, είναι φανερό πως το σύστημα χρειάζεται ενίσχυση σε προσωπικό και υποδομές ώστε να εξυπηρετήσει με επάρκεια τον όγκο των συναλλαγών».