Μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ η άνθηση που γνώρισε ο τραπεζικός τομέας ήταν πρωτόγνωρη.
Δεν ήταν μόνο τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα που μεγάλωσαν, αξιοποιώντας τα χαμηλά επιτόκια, το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον και την απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Ξένες τράπεζες είτε μέσω θυγατρικών που εξαγόρασαν είτε μέσω υποκαταστημάτων έδωσαν τη δική τους μάχη για τη διεκδίκηση μεριδίων σε μία πίτα καταθέσεων και δανείων που διευρυνόταν συνεχώς επί σειρά ετών.
Ηταν η περίοδος που νοικοκυριά και επιχειρήσεις μπορούσαν να επιλέξουν μεταξύ 20 και πλέον εμπορικών τραπεζών. Σε εκείνη την περίοδο το μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων σε ενεργητικό σχημάτων κινούνταν κάτω από τη ζώνη του 70%.
Η ανατροπή
Τα πάντα, ως γνωστόν, ανατράπηκαν με τη χρεοκοπία του Ελληνικού Δημοσίου το 2010. Υπό το βάρος της ύφεσης, του κουρέματος του ελληνικού χρέους και της κατακόρυφης ανόδου των κόκκινων δανείων, η αρχιτεκτονική της αγοράς άλλαξε βίαια.
Ιστορικά πιστωτικά ιδρύματα, όπως η Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αλλά και το σύνολο σχεδόν των μικρότερων σχημάτων, οδηγήθηκαν σε εκκαθάριση, με το καλό τους κομμάτι να απορροφάται από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους.
Η μόνη μικρή τράπεζα που έμεινε ζωντανή, με σημαντικές ωστόσο κεφαλαιακές ενέσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία, τους βασικούς της μετόχους, ήταν η Attica Bank.
Οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που έλαβαν χρηματοδότηση από τα μνημονιακά προγράμματα και πέτυχαν να διασωθούν. Η μόνη μικρή τράπεζα που έμεινε ζωντανή, με σημαντικές ωστόσο κεφαλαιακές ενέσεις από τα ασφαλιστικά ταμεία, τους βασικούς της μετόχους, ήταν η Attica Bank.

Μέσω αυτών των διεργασιών, οι μεγάλοι του κλάδου, Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς, έφτασαν να ελέγχουν ποσοστό άνω του 95% σε δάνεια και καταθέσεις έναντι 65% λίγα χρόνια νωρίτερα. Αναπόφευκτα οι επιλογές φυσικών και νομικών προσώπων περιορίστηκαν δραματικά, ενώ πληγωμένες από την κρίση οι τράπεζες δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στον ρόλο τους, ως χρηματοδότες της πραγματικής οικονομίας. Η κατάσταση δε επιδεινώθηκε μετά την επιβολή των capital controls.
Η αλλαγή τάσης στις τράπεζες
Εν τέλει οι περιορισμοί αυτοί άρθηκαν το φθινόπωρο του 2019, εξέλιξη που σε συνδυασμό με την έξοδο από τα μνημόνια και τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος συνέβαλε στην εκκίνηση της διαδικασίας αντιστροφής των τάσεων συγκέντρωσης στην αγορά.
Η αρχή έγινε από τον όμιλο Βαρδινογιάννη, που μετά την εξαγορά της Επενδυτικής Τράπεζας της Ελλάδος δημιούργησε την Optima Bank. Ηταν το πρώτο νέο εγχείρημα μετά από 10 και πλέον χρόνια στην ελληνική αγορά.
Σήμερα, μαζί με την προσφάτως εξυγιασμένη Credia Bank, που προέκυψε από τη συγχώνευση Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας, η οποία προηγουμένως είχε απορροφήσει το υποκατάστημα της HSBC, αποτελούν δύο εναλλακτικές των συστημικών ομίλων λύσεις για όλους.
Credia Bank και Optima Bank προσφέρουν σήμερα ευρεία γκάμα τραπεζικών υπηρεσιών, τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους
Αν και με διαφορετική στρατηγική ανάπτυξης εργασιών, οι δύο οργανισμοί προσφέρουν σήμερα ευρεία γκάμα τραπεζικών υπηρεσιών, τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους.
Οι επιδόσεις τους τα τελευταία τρίμηνα είναι ενδεικτικές της δυναμικής που έχουν αναπτύξει. Στο φετινό εννεάμηνο (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2025) η καθαρή πιστωτική επέκτασή τους έφτασε αθροιστικά τα 1,6 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 30% της συνολικής αύξησης των δανειακών υπολοίπων στην Ελλάδα.
Αντίστοιχα, οι καταθέσεις τους αυξήθηκαν κατά 1,58 δισ. ευρώ. Η άνοδος αυτή αντιστοιχεί στο 28% της ενίσχυσης του συνόλου των υπολοίπων εγχωρίως.
Νέα εγχειρήματα στις τράπεζες
Αν και η εικόνα αυτή αφορά αποκλειστικά τις νέες εργασίες, δείχνει πως κάτι αλλάζει στην τοπική αγορά. Σύμφωνα με αναλυτές, η εξέλιξη αυτή αποδίδεται σε δύο κυρίους παράγοντες:
Πρώτον, στην ποιοτικότερη εξυπηρέτηση που μπορούν να παρέχουν οι μη συστημικές τράπεζες, λόγω και του μικρότερου πελατολογίου τους και, δεύτερον, στις προσφορές τους για την προσέλκυση των πελατών στους οποίους στοχεύουν. Ο ανταγωνισμός αυτός αναμένεται να οξυνθεί περαιτέρω το 2026.
H πρώτη ελληνική neobank, η Snappi, στην οποία βασικός μέτοχος με 55% είναι η Πειραιώς στοχεύει στην προσέλκυση ιδιωτών ηλικίας έως και 40 ετών κυρίως, αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο μέσω του mobile app της
Συγκεκριμένα, σε τροχιά διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της έχει εισέλθει η Aegean Baltic Bank, μετά την πρόσφατη αλλαγή στο ιδιοκτησιακό της καθεστώς.
Από την άλλη, τον περασμένο Σεπτέμβριο ξεκίνησε ένα ακόμη εγχείρημα. Ο λόγος γίνεται για την πρώτη ελληνική neobank, τη Snappi, στην οποία βασικός μέτοχος με 55% είναι η Πειραιώς.
Στόχος της είναι η προσέλκυση ιδιωτών ηλικίας έως και 40 ετών κυρίως, αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο μέσω του mobile app της. Ηδη έχει λανσάρει προνομιακά αποταμιευτικά προϊόντα, ενώ πολύ ελκυστική είναι η τιμολογιακή της πολιτική, η οποία για τις περισσότερες συναλλαγές προβλέπει μηδενικές προμήθειες.
Τέλος, τη δική τους θέση στον τραπεζικό χάρτη θα διεκδικήσουν τα επόμενα χρόνια οι 4 εν λειτουργία συνεταιριστικές τράπεζες, δύο εκ των οποίων, η Ηπείρου και η Χανίων, φιλοδοξούν μετά την είσοδο νέων επενδυτών να δραστηριοποιηθούν πανελλαδικά μέσω της μετατροπής τους σε ΑΕ και να προσφέρουν το σύνολο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ





































