Ο Τζο Μπάιντεν και τα στελέχη της κυβέρνησής του εμφανίζονται, αναμφίβολα, πιο διαλλακτικά απέναντι στους Ευρωπαίους σε σύγκριση με τους προκατόχους τους. Είναι δε κάτι που αναμένεται να επαναβεβαιωθεί και κατά την παρουσία του Αμερικανού προέδρου, στα μέσα Ιουνίου, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και τη διάσκεψη ΕΕ-ΗΠΑ.

Είτε πρόκειται για τον Nord Stream 2 είτε για τα αμερικανικά στρατεύματα στην Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη είτε για τους δασμούς στον χάλυβα και άλλα προϊόντα, ο Μπάιντεν δηλώνει έτοιμος να συζητήσει και να αναζητήσει ένα αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό. Κι αυτό, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, ίσως οδηγήσει την ηγεσία της ΕΕ και των κρατών-μελών σε αναθεώρηση ορισμένων αποφάσεων που ελήφθησαν «εν θερμώ», κατά την ταραχώδη περίοδο του Ντόναλντ Τραμπ.

Ένας από τους τομείς που – αντικειμενικά σε μεγάλο βαθμό – βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των συζητήσεων είναι η «ευρωπαϊκή άμυνα». Το εάν και κατά πόσο, πολύ απλά, ο οικονομικός «γίγαντας» ΕΕ θα αποφασίσει να εξελιχθεί και σε μια υπολογίσιμη διεθνώς στρατιωτική δύναμη, καθώς σε αυτό το επίπεδο – συλλογικά τουλάχιστον – παραμένει ένας «νάνος».

Στις ΗΠΑ η «εργολαβία» της ασφάλειας

Κάτι τέτοιο, όπως είναι προφανές, προϋποθέτει τον «απογαλακτισμό» της από τις ΗΠΑ οι οποίες, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν αναλάβει… εργολαβικά την ασφάλεια της Ευρώπης. Σε μια τέτοια περίπτωση δε, καθώς οι Αμερικανοί είναι και το μεγάλο αφεντικό του ΝΑΤΟ – έστω κι αν οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών του – τίθεται αυτομάτως και ζήτημα επανακαθορισμού των σχέσεων με τη Συμμαχία.

Με άλλα λόγια: Εάν η Ευρώπη θέλει πραγματικά να παρεμβαίνει δυναμικά και να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της, τότε θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει την πρόθεση να το κάνει (και) μόνη της και ότι θα φροντίσει να αποκτήσει τη σχετική δυνατότητα.

Η απόφαση είναι βαθιά πολιτική. Πρέπει δε να ληφθεί από τους Ευρωπαίους με κριτήριο τις αντικειμενικές εξελίξεις στο διεθνές σκηνικό και όχι τα εκάστοτε πρόσωπα που έχουν απέναντί τους – τον Τραμπ ή τον Μπάιντεν. Διότι οι ΗΠΑ, ανεξαρτήτως του προέδρου τους, έχουν εισέλθει σε μία διαδικασία επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους διεθνώς, καθώς διαπιστώνουν ότι δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια να μην αμφισβητεί κανείς την ηγεμονία τους και να αποτελούν τον «παγκόσμιο χωροφύλακα».

Ζητείται στρατηγική αυτονομία

«Στην ευρω-ατλαντική σχέση υπάρχει μία σταθερά κι αυτή είναι ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να χειριστούν μόνοι τους μεγαλύτερο μέρος της ασφάλειάς τους», όπως είπε χαρακτηριστικά στο Politico η υπουργός Άμυνας της Γαλλίας, Φλοράνς Παρλί, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία».

Φυσικά, δεν είναι η πρώτη που κάνει λόγο γι’ αυτό. Τόσο ο άμεσος πολιτικός της προϊστάμενος, Εμανουέλ Μακρόν όσο και η Ανγκελα Μέρκελ έχουν ταχθεί υπέρ της αναβάθμισης του ρόλου της Ευρώπης, ώστε να είναι σε θέση να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις, σε όλα τα επίπεδα – και το στρατιωτικό. Ανάλογη θέση έχουν εκφράσει η νυν πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς και ο προκάτοχός της, Ζαν-Κλοντ Ζουνκέρ.

Η αλήθεια δε είναι ότι ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος επισφράγισαν και στην πράξη την πρόθεσή τους να προχωρήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, υπογράφοντας πρόσφατα (μαζί με την Ισπανία) τη συμφωνία για την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους της επόμενης γενιάς, με συνολικό κόστος 100 δισ. ευρώ.

Παρ’ όλα αυτά, το στοιχείο που εξακολουθεί να κυριαρχεί είναι η αναποφασιστικότητα εκ μέρους των Ευρωπαίων. Ειδικά δε των Γερμανών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες ιστορικές αναστολές, που συνοδεύονται από ανάλογους φόβους.

Και από πλευράς ΗΠΑ, όμως, δεν υπάρχει πολύ ξεκάθαρη γραμμή. Πώς ακριβώς σκέφτονται τη συμμαχία τους με την ΕΕ; Την θέλουν μόνο να πληρώνει, αλλά να μην αποφασίζει; Να βάζει μονάδες και οπλικά συστήματα που θα τα διοικούν οι Αμερικανοί; Να εμπλέκεται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις χωρίς να είναι βέβαιη ότι το θέλει, απλώς και μόνο επειδή το απαιτεί ο… μεγαλύτερος και πιο δυνατός αδελφός;

Τι μήνυμα κομίζει ο Μπάιντεν;

Η ασάφεια – έως σύγχυση – που επικρατεί είναι εμφανής, λοιπόν, και στην Ουάσιγκτον. Γι’ αυτό και ορισμένοι προσπαθούν ήδη να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, ενόψει και της πολύ σημαντικής επίσκεψης Μπάιντεν στην Ευρώπη.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το ινστιτούτο Center of American Progress, το οποίο μάλιστα θεωρείται προσκείμενο στους Δημοκρατικούς και τον ίδιο τον πρόεδρο. Για του λόγου το αληθές δε, στην έκθεσή του που δημοσιεύεται σήμερα, σημειώνει πως έχει έρθει η ώρα η ΕΕ να μετατραπεί σε μια παγκόσμια στρατιωτική δύναμη και καλεί τις ΗΠΑ να σταματήσουν να υπονομεύουν τις φιλοδοξίες της σε αυτό το θέμα.

«Η Ευρώπη δεν δρα ως μία οντότητα σε επίπεδο άμυνας, έστω και αν έχει συγκροτήσει μια πολιτική ένωση πριν από 30 χρόνια. Η στρατιωτική ισχύς της Ευρώπης σήμερα είναι μικρότερη από το άθροισμα των επιμέρους χωρών-μελών της. Δεν πρόκειται για μια απλώς ευρωπαϊκή αποτυχία. Είναι, κατά βάση, και μια αποτυχία της πολιτικής που ακολούθησε η Αμερική έναντι της Ευρώπης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου – μια στρατηγική η οποία παραμένει πρακτικά αμετάβλητη από τη δεκαετία του 1990», σημειώνει η έκθεση του ινστιτούτου.

Προσθέτει, μάλιστα, ότι «η εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της σημαίνει ότι οι ΗΠΑ διατηρούν ντε φάκτο δικαίωμα βέτο όσον αφορά στα ζητήματα της ευρωπαϊκής άμυνας». Σε βαθμό, όπως τονίζει, που «να έχουν χρησιμοποιήσει στην πράξη το βέτο αυτό για να μπλοκάρουν τις φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Είναι πολλά τα λεφτά…

Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι υπάρχει και μια σοβαρότατη οικονομική διάσταση στην απόφαση που καλούνται να λάβουν οι Ευρωπαίοι: Διότι, όπως εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί να ξοδεύουν τόσο μεγάλα ποσά οι «27» όταν αυτά απλώς θα προστίθενται στη «χοάνη» του ΝΑΤΟ; Όταν έτσι χάνονται μπροστά στις πολύ μεγαλύτερες δαπάνες των ΗΠΑ, χωρίς να ενισχύεται η αποκαλούμενη «ευρωπαϊκή ταυτότητα»;

Όπως είναι γνωστό, οι Αμερικανοί πρόεδροι και υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας δεν χάνουν ευκαιρία για να πιέσουν τους Ευρωπαίους ομολόγους τους να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ τους, κάτι που σε επίπεδο ΕΕ μεταφράζεται σε πάνω από 300 δισ. ευρώ ετησίως. Πώς, όμως, θα «καταπιούν» κυβερνήσεις και πολίτες κάτι τέτοιο, ειδικά σε περίοδο κρίσης, όταν υπάρχουν άλλες και επιτακτικές ανάγκες να καλυφθούν;

Και ένα τελευταίο – όχι σε σημασία – ζήτημα: Σύμφωνα με το Center of American Progress και την κυρίαρχη άποψη, «η ΕΕ δεν θα μπορούσε ποτέ να αντικαταστήσει τον καίριο ρόλο του ΝΑΤΟ (…) όμως θα μπορούσε να συμβάλλει στην ενίσχυση της Συμμαχίας οικοδομώντας ένα πιο ισχυρό ευρωπαϊκό πυλώνα της».

Είναι ίδια τα συμφέροντα;

Μόνο που αυτή η άποψη επίσης δεν οδηγεί σε καθαρές απαντήσεις και, υπό προϋποθέσεις, αποδεικνύεται παραπλανητικό. Είναι δεδομένο, άραγε, ότι στις επόμενες δεκαετίες ΗΠΑ και ΕΕ θα έχουν τις ίδιες επιδιώξεις και τους ίδιους «εχθρούς»;

Αν αυτό ισχύει, τότε ναι, το παραπάνω επιχείρημα είναι λογικό και πειστικό. Εάν όχι – κάτι που έχει αρχίσει να διαφαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις – τότε όλοι πρέπει να το ξανασκεφτούν. Ειδικά οι Ευρωπαίοι, ενόψει και της συζήτησης που ήδη διεξάγεται στο ΝΑΤΟ για τους στόχους του ως το 2030, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει νέο και συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα