Η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει από την κρίση και όχι για πρώτη φορά τον αιώνα αυτό. Η νέα κανονικότητα θα διαφέρει από την παλιά. Η πανδημία μετατόπισε τους πόρους, διέλυσε επιχειρήσεις και, διακριτικά, επηρέασε και τις συνήθειές μας. Με άλλα λόγια, η οικονομία έχει εξελιχθεί. Περιέργως, τα περισσότερα οικονομικά μοντέλα δεν αντιμετωπίζουν την οικονομία ως κάτι που μπορεί να εξελίσσεται συνεχώς. Εν αντιθέσει, της αποδίδουν κυρίως όρους ισορροπίας: μια σταθερή κατάσταση στην οποία οι τιμές ισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση ή την πορεία που ακολουθεί η οικονομία για να επανέλθει η σταθερότητα έπειτα από μία κρίση. Παρόλο που, ορισμένες φορές, οι στρατηγικές αυτές έχουν αποδειχθεί χρήσιμες, τα οικονομικά δεν θα κερδίσουν τίποτα αν συνεχίσουν να παραμελούν την εξελικτική φύση της οικονομίας.

Η εξελικτική οικονομία επιδιώκει να εξηγήσει τα πραγματικά φαινόμενα ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας συνεχών αλλαγών. Οι έννοιές της έχουν συχνά κάποιες αναλογίες με τον τομέα της βιολογικής εξέλιξης, αλλά οι εξελικτικοί οικονομολόγοι δεν επιχειρούν την αυστηρή απόδοση των βιολογικών θεωριών στις οικονομικές θεωρίες. Η εξελικτική προσέγγιση αναγνωρίζει ότι το παρελθόν επηρεάζει το παρόν: οι οικονομικές επιλογές επηρεάζονται από ιστορικά, πολιτιστικά και θεσμικά πλαίσια. Κατά συνέπεια, τα οικονομικά, σήμερα, μπορεί να γίνουν κατανοητά μόνο με την εξέταση της ιστορίας του κλάδου αυτού. Τον 19ο αιώνα, το αντικείμενο που θα ονομαζόταν «οικονομικά» θεωρείτο μία εξελικτική επιστήμη από διάφορες απόψεις. Στοχαστές από διαφορετικό υπόβαθρο προσπάθησαν να προσφέρουν θεωρίες που θα εξηγούσαν καλύτερα την οικονομική δραστηριότητα, ενώ, ταυτόχρονα, όσοι δραστηριοποιούνταν ήδη στον τομέα αυτό αντιμετώπισαν το αντικείμενο της μελέτης τους ως επέκταση των βιολογικών επιστημών.

Πράγματι, η κοινωνικο-επιστημονική σκέψη επηρέασε τις απόψεις φυσιογνωστών όπως ο Δαρβίνος. Ο Αιδεσιμότατος Μάλθους, ο οποίος εξήγησε το πώς η αύξηση του πληθυσμού οδηγεί σε έναν αγώνα επιβίωσης για την εύρεση πόρων, επηρέασε τον Δαρβίνο, ο οποίος σκιαγράφησε το πώς η φυσική επιλογή θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμφάνιση νέων ειδών. Επιπροσθέτως, ο Μάρσαλ – μία απο τις προσωπικότητες που καθόρισαν την πορεία των οικονομικών στα σύγχρονα μαθηματικά – ανέλυσε την οικονομική συμπεριφορά χρησιμοποιώντας συστήματα εξισώσεων, που, λύνοντάς τα, θα κατέληγε κανείς στην απόδοση μίας «ισοροπίας» και το έκανε αυτό ως τέχνασμα για να βρει την κατάλληλη λύση. «Οι μηχανικές αναλογίες» ήταν χρήσιμες, θεωρούσε, αλλά «το Ευαγγέλιο των οικονομολόγων είναι η οικονομική βιολογία».

Στις απαρχές του 20ού αιώνα, υπήρξε μια διαμάχη μεταξύ όσων ήταν υπέρ της εξελεκτικής θεωρίας και αυτών που ήταν υπέρ της ισορροπίας. Ο Θορστάιν Βέμπλεν παραπονέθηκε ότι οι οικονομολόγοι ήθελαν να αντιμετωπίσουν το άτομο σαν ένα σωματίδιο που δεν έχει ουσία. Αντιθέτως, όμως, ο ίδιος πίστευε ότι οι επιλογές των ανθρώπων επηρεάζονταν από πολύπλοκα συναισθήματα, καθώς και από την ιστορία και τις παραδόσεις των ανθρώπινων κοινοτήτων. «Η εξελικτική οικονομία πρέπει να είναι η θεωρία μιας διαδικασίας πολιτιστικής ανάπτυξης», υποστήριξε ο ίδιος. Ο Γιόζεφ Σουμπέτερ ήταν, ίσως, ο πιο διάσημος εκφραστής της εξελικτικής κοσμοθεωρίας: μία θεωρία που διαμορφώνεται από τις παρατηρήσεις για την επιχειρηματική δραστηριότητα. Περιέγραψε τη δημιουργική καταστροφή ως «διαδικασία της βιομηχανικής μετάλλαξης –αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον βιολογικό όρο– που φέρνει την επανάσταση στην οικονομική δομή».

Στη μεταπολεμική Δύση, η νεοκλασική προσέγγιση που αναπτύχθηκε βάσει μοντέλων ισορροπίας κέρδισε έδαφος. Τέτοια μοντέλα μοιράστηκαν μια μαθηματική αυστηρότητα και κομψότητα με πεδία υψηλού κύρους, όπως η φυσική, και έκαναν πιο εύκολα τις προβλέψεις που χρειάζονταν οι κυβερνήσεις. Ο Μίλτον Φρίντμαν υποστήριζε ότι δεν είχε σημασία εάν τα μοντέλα αυτά κατέληγαν σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις σχετικά με τις συμπεριφορές ανθρώπων και θεσμών. Όσο η οικονομία έκανε να φαίνεται ότι τα άτομα λάμβαναν ορθολογικές αποφάσεις, και ότι τα μοντέλα δίνουν ακριβείς προβλέψεις, ήταν κάτι το θετικό.

Επειδή πολύ συχνά, όμως, δεν συνέβαινε αυτό, η εξελικτική προσέγγιση επανήλθε στο προσκήνιο. Σημαντική συμβολή στην προσέγγιση αυτή έγινε το 1982, όταν ο Ρίτσαρντ Νέλσον, από το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, και ο Σίντνεϊ Γουίντερ, από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, δημοσίευσαν το βιβλίο “An Evolutionary Theory of Economic Change”. Θεωρήθηκε, όμως, ότι τα νεοκλασικά μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης δεν κατάφεραν να συλλάβουν τους παράγοντες που έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία τεχνολογικών αλλαγών, σε αντίθεση με τη δημιουργική καταστροφή του Σουμπέτερ. Οι θεωρίες συχνά υποστήριζαν, για παράδειγμα, ότι τα στελέχη γνώριζαν και θα υιοθετούσαν αμέσως στρατηγικές μεγιστοποίησης του κέρδους. Στην πραγματικότητα, οι πρακτικές ενδέχεται να διαφέρουν πολύ από κλάδο σε κλάδο, αντικατοπτρίζοντας τις ξεχωριστές πεποιθήσεις και την επιμονή των μοναδικών πολιτισμών και συνηθειών των επιχειρήσεων. Καθώς οι δύο αυτές προσεγγίσεις ανταγωνίζονταν, ορισμένοι τρόποι να επιτευχθούν διάφοροι στόχοι έγιναν πιο διαδεδομένοι σε μια οικονομία – έως ότου κάποια άλλη «βιομηχανική μετάλλαξη» άλλαζε ξανά την ανταγωνιστική δυναμική.

Οι κ.κ. Νέλσον και Γουίντερ ενέπνευσαν μια ολόκληρη βιβλιογραφία για τις εταιρικές δομές και τον ανταγωνισμό μεταξύ των βιομηχανιών. Η εμπειρική εργασία σε άλλα μέρη της οικονομίας φαίνεται να επηρεάζεται όλο και περισσότερο από την εξελεγκτική θεωρία. Οι πρόσφατες, σημαντικές μελέτες καινοτομίας, για παράδειγμα, επικεντρώνονται σε πράγματα όπως το κατά πόσο τα άτομα μαθαίνουν για τους εφευρέτες κατά την παιδική τους ηλικία ή ποιες είναι οι πεποιθήσεις που μεταλαμπαδεύονται σε αυτά από τους ακαδημαϊκούς τους μέντορες, ως τρόπο επιρροής της δημιουργικής παραγωγής τους (εκτός από παράγοντες που είχαν προηγουμένως λάβει περισσότερη προσοχή, όπως το εκπαιδευτικό επίτευγμα και το οικονομικό κίνητρο για καινοτομία).

Διαφορά απόψεων ως προς τις δύο θεωρίες

Ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι το πρόσφατο έργο για τον ρόλο του πολιτισμού στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων. Το να αποδεχτείς ότι η κουλτούρα επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σημαίνει να μην τους αντιμετωπίζεις ως μηχανές, αλλά περισσότερο ως κοινωνικά πλάσματα, τα οποία βασίζονται σε κανόνες και παραδόσεις κατά τη διάρκεια λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, ο πολιτισμός – ο οποίος αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς και συνήθως μεταφέρεται από γενιά σε γενιά – δεν μπορεί να γίνει κατανοητός εκτός ενός εξελικτικού πλαισίου. Η εξελικτική οικονομία, η οποία έκανε ήδη την εμφάνισή της, είναι δύσκολο να αγνοηθεί.

Όλα αυτά, όμως, γίνονται προς όφελος όλων. Η θεωρία που βασίζεται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις έχει αποδειχθεί λιγότερο διαφωτιστική από ό,τι περίμεναν οι οικονομολόγοι πριν έναν αιώνα. Η προσπάθεια κατανόησης του πώς είναι ο κόσμος μπορεί να μας δώσει τις αναγκαίες γνώσεις και ίσως, τελικά, και καλύτερες προβλέψεις. Οι οικονομολόγοι που εξακολουθούν από συνήθεια να εργάζονται με μοντέλα ισορροπίας, πρέπει να εξετάσουν την καινοτόμα δυναμική μιας νέας, κι όμως παλαιάς, προσέγγισης.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα