Ο τελικός του EURO 2020 μεταξύ Ιταλίας και Αγγλίας ήταν εντυπωσιακός, όχι μόνο για τη σύγκρουση διαφορετικών ποδοσφαιρικών στυλ, αλλά και για τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα που περιστράφηκαν μεταξύ των δύο πλευρών και άγγιξαν θέματα που περιελάμβαναν τον εθνικισμό, τον διεθνισμό και την ευαισθησία σε φυλετικά θέματα. Τουλάχιστον από μια άποψη, ήταν μια νίκη για τον Ευρωπαισμό. Ήταν ο πρώτος τελικός του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος UEFA που διεξήχθη έπειτα την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και παρόλο που το Brexit δεν ήταν ιδιαίτερο θέμα στα ιταλικά σχόλια πριν από το ματς, όμως υπέβοσκε πάντα κάτω από την επιφάνεια. Λίγες ώρες πριν από τον αγώνα, ένας από τους πιο δημοφιλείς τηλεοπτικούς παρουσιαστές της Ιταλίας, ο Ezio Greggio, χρησιμοποίησε το Instagram για να παροτρύνει τον Roberto Mancini και την ομάδα του να «τους υποχρεώσει να πραγματοποιήσουν Brexit και από το EURO».

Το ότι έκαναν ακριβώς αυτό έδωσε πόντους στον ένθερμο ευρωπαϊστή πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, και ταυτόχρονα αποτέλεσε απογοήτευση για τον υποστηρικτή του Brexit, Μπόρις Τζόνσον. Ένας αρθρογράφος για την Il Mattino, μια καθημερινή εφημερίδα της Νάπολης, απέδωσε εύσημα στον κ. Ντράγκι, πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, «για τη δημιουργία ενός διεθνώς ευνοϊκού πλαισίου για την Ιταλία, παρουσιάζοντάς την σε ευρωπαϊκά και παγκόσμια φόρουμ ως μια σοβαρή και αξιόπιστη χώρα». Μια τέτοια χώρα, πρόσθεσε, είχε «τα εφόδια για να κερδίσει».

Δεν συμφωνούν όλοι με αυτήν την ανάλυση. Όμως η νίκη της Ιταλίας στις 11 Ιουλίου σίγουρα θα απλώσει μια θερμή έκρηξη ικανοποίησης στη χώρα που μπορεί να ωφελήσει τον ετερογενή, και συχνά φαινομενικά εύθραυστο συνασπισμό του κ. Ντράγκι. Η παρούσα ιταλική κυβέρνηση συμπεριλαμβάνει ένα ευρύ πολιτικό τόξο που εκτείνεται από τη ριζοσπαστική αριστερά, όπως αντιπροσωπεύεται από τη μικρή Συμμαχία Ελεύθερων και Ίσων, μέχρι τη ριζοσπαστική δεξιά, με τη μορφή της πολύ μεγαλύτερης Λέγκας του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι.

Στο βαθμό που οποιοδήποτε αθλητικό γεγονός μπορεί να έχει αντίκτυπο στην πολιτική, αυτό ευνόησε αναμφίβολα την Δεξιά – και όχι μόνο την Λέγκα, αλλά και το ακόμη πιο σκληροπυρηνικό κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας (Fratelli d’Italia), το οποίο βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Η πιο εντυπωσιακή πτυχή της ιταλικής ομάδας 26 ατόμων πριν καν φτάσει στο γήπεδο ήταν ότι, μόνη μεταξύ των κύριων διεκδικητών, δεν περιελάμβανε ούτε έναν παίκτη που θεωρείτο έγχρωμος (αν και τρεις που γεννήθηκαν στη Βραζιλία, είναι ιταλικής καταγωγής). Η δημοσίευση της ομαδικής φωτογραφίας ομάδας προκάλεσε πολλές κριτικές στα κοινωνικά μέσα, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Και υπήρξε περαιτέρω κριτική για την αμφιλεγόμενη προσέγγιση της ομάδας να “γονατίσει” ως χειρονομία αντίθεσης στον ρατσισμό. Μόνο μερικοί από τους Ιταλούς παίκτες γονάτισαν πριν από τον αγώνα με την Ουαλία. Στη συνέχεια πήραν την περίεργη απόφαση ότι θα έπρεπε να το κάνουν όλοι, αλλά μόνο αν το έκανε και η αντίπαλη ομάδα.

Σχεδόν κάθε χώρα έχει μάθει ότι, στον αθλητισμό, η ποικιλομορφία φέρνει κέρδη – και μάλιστα μετάλλια και κύπελλα. Η Ιταλία, αν και έχει μικρότερο και πιο πρόσφατα αποκτηθέντα πληθυσμό μεταναστών από τη Γαλλία ή τη Βρετανία, δεν αποτελεί εξαίρεση. Η Φιόνα Μέι, μια γεννηθείσα στη Βρετανία άλτης μήκους τζαμαϊκανής καταγωγής που έγινε Ιταλίδα λόγω γάμου, κέρδισε δύο φορές χρυσό για την Ιταλία σε παγκόσμια πρωταθλήματα αθλητισμού. Ο Μάριο Μπαλοτέλι, γεννημένος στην Ιταλία από γονείς από την Γκάνα, κέρδισε 36 συμμετοχές ως επιθετικός στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ιταλίας μεταξύ 2010 και 2018.

Αλλά ένας λόγος για τον οποίο οι ταλαντούχοι νέοι έγχρωμοι αθλητές στην Ιταλία δεν αναπτύσονται μέσω των εθνικών ομάδων νέων στα πρώτα στάδια της καριέρας τους είναι ότι δεν είναι Ιταλοί. Και έτσι θέλουν να μείνει ο κ. Σαλβίνι και η επικεφαλής των Αδελφών της Ιταλίας, Τζιόρτζια Μελόνι.

Ο ιταλικός νόμος περί ιθαγένειας είναι μια τροποποιημένη μορφή του jus sanguinis (νόμος αίματος), σύμφωνα με την οποία κληρονομείται το δικαίωμα στην ιθαγένεια. Τα παιδιά που γεννιούνται στην Ιταλία από γονείς μετανάστες δεν μπορούν συνήθως να υποβάλουν αίτηση για να γίνουν Ιταλοί έως ότου φτάσουν στην ηλικία των 18 ετών και μόνο τότε εάν έχουν ζήσει στην Ιταλία συνεχώς από τη γέννησή τους. Κάποιοι δεν το κάνουν ποτέ. Περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν τα ιταλικά ως μητρική γλώσσα, συχνά με τις προφορές και τις παραλλαγές των ιταλικών περιοχών, εξακολουθούν να θεωρούνται ξένοι.

Όταν εκλέχτηκε για να ηγηθεί του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) νωρίτερα αυτό το έτος, ο Ενρίκο Λέττα είπε ότι θα έδινε προτεραιότητα στην αλλαγή του νόμου για να επιτρέψει μια μορφή jus soli (νόμος της γης), σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα στην εθνικότητα προκύπτει από τον τόπο γέννησης. Η ανακοίνωσή του βρήκε οργισμένη κριτική, όχι μόνο από την κ. Μελόνι στην αντιπολίτευση, αλλά και από τον θεωρητικά σύμμαχό του, κ. Σαλβίνι.

Μετά τον αγώνα της Κυριακής, και οι δύο πολιτικοί ηγέτες ανήρτησαν φωτογραφίες στο Twitter από τα μέλη της ιταλικής ομάδας που πανηγύριζαν, και όλοι ήταν χαμογελαστοί. Δεν θα βλάψει κανέναν από τους δύο πολιτικούς το γεγονός ότι κανένα από αυτά τα πρόσωπα δεν ήταν μαύρο. Με τους μαύρους Βρετανούς ποδοσφαιριστές που έχασαν τα πέναλτι και λόγω αυτού υπέστησαν βάναυσο ρατσιστικό μπούλινγκ κακοποίηση στο διαδίκτυο, η μεγάλη βραδιά του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου δεν ήταν ιδιαίτερα καλή για την πολυπολιτισμικότητα.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα