Μόλις ένας νεοεκλεχθείς Αμερικανός Πρόεδρος αναλάβει τα καθήκοντά του, πολιτικοί ηγέτες άλλων χωρών διαγκωνίζονται για το ποιος θα τον πρωτοσυγχαρεί. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, το δημόσιο πρόσωπο της ηγεσίας της ομάδας Αφγανών μαχητών, όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ. Ο πρώτος που τον συνεχάρη ήταν ο Ισμαήλ Χανίγια, ανώτατος πολιτικός ηγέτης της Χαμάς, της ισλαμιστικής οργάνωσης που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας. Στη συνομιλία τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Χαμάς, ο Χανιγιέ συγχαίρει τον Μπαραντάρ για τη νίκη του ενάντια στην «αμερικανική κατοχή» του Αφγανιστάν, νίκη που, όπως είπε, λειτουργεί σαν «προοίμιο για τον θάνατο όλων των δυνάμεων κατοχής, με πιο σημαντική την ισραηλινή κατοχή της Παλαιστίνης». Ο Μπαραντάρ, στη συνέχεια, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και ευχήθηκε στη Χαμάς «Η αντίστασή τους να νικήσει και να ενισχυθεί».

Οι διπλωματικές αυτές αβρότητες συνοδεύτηκαν με εορτασμούς τζιχαντιστών από όλο τον κόσμο. Στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, η οποία έχει καταληφθεί από τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, οργάνωση που φέρεται να διατηρεί δεσμούς με την Αλ Κάιντα, την οργάνωση, δηλαδή, που ξεκίνησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, μαχητές έκαναν παρέλαση και βγήκαν στους δρόμους να μοιράσουν μπακλαβά. Τριήμερος εορτασμός ανακοινώθηκε στις περιοχές της νότιας Σομαλίας, που ελέγχονται από την Αλ Σαμπάμπ, ένα ακόμη παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Στα κοινωνικά δίκτυα, τζιχαντιστές από όλο τον κόσμο δημοσίευσαν memes γιορτάζοντας τη νίκη των Ταλιμπάν, κυρίως τη διάσημη εικόνα του Τζο Ρόζενταλ με Αμερικανούς πεζοναύτες να υψώνουν τη σημαία στο Ίβο Τζίμα.

Η Αμερική και οι σύμμαχοί της εισέβαλαν στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτωβρίου 2001. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο εγκέφαλος των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν υπό την προστασία των Ταλιμπάν, οι οποίοι παρείχαν, επίσης, στους οπαδούς του στην Αλ Κάιντα εγκαταστάσεις εκπαίδευσης. Η Αμερική ζήτησε από τους Ταλιμπάν να τους παραδώσουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Εκείνοι το αρνήθηκαν. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι δυνάμεις κατά των Ταλιμπάν τούς έδιωξαν από την Καμπούλ με τη βοήθεια των αμερικανικών αεροπορικών και χερσαίων δυνάμεων.

Έκτοτε, η Αμερική δεν έχει βιώσει κάποια τρομοκρατική επίθεση ίδιας κλίμακας. Και ως οργανωμένη και οργανωτική δύναμη, η Αλ Κάιντα συνεχίζει, ουσιαστικά, να είναι αυτό που ήταν. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι νεκρός, σκοτώθηκε στο Πακιστάν, όπου και είχε βρει καταφύγιο, το 2011. Φόβοι για παρόμοιο τέλος, είτε από μη επανδρωμένα αεροσκάφη ή από ειδικές δυνάμεις, αναγκάζει τους διαδόχους του να ζουν κρυμμένοι, δυσκολεύοντας, έτσι, τις επιχειρήσεις τους. Ο Αιγύπτιος Ayman al-Zawahiri, ο οποίος έγινε ο ηγέτης της Αλ Κάιντα, μετά το θάνατο του Μπιν Λάντεν, δεν έχει εμφανιστεί δημοσίως εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, είτε από φόβο μην τον σκοτώσουν είτε επειδή πραγματικά πέθανε. Αν και παρακλάδια, όπως η αλ-Σαμπάμπ γιόρτασαν τη νίκη των Ταλιμπάν, η κεντρική οργάνωση της Αλ Κάιντα δεν έχει πει ούτε μια λέξη.

Ο βίαιος τζιχαντιστικός ισλαμισμός, όμως, δεν έχει ηττηθεί. Τα παρακλάδια της Αλ Κάιντα και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες δραστηριοποιούνται σε συγκρούσεις, όχι μόνο στο Πακιστάν και τη Μέση Ανατολή, αλλά και στο Αφρικανικό Σαχέλ, την Ινδία, την Ινδονησία, τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες. Οι αγώνες τους, όμως, δεν εστιάζουν αποκλειστικά στον «μακρινό εχθρό» της Αμερικής και των δυτικών συμμάχων της, αλλά σε πιο «κοντινούς εχθρούς», οι οποίοι προκαλούν ταλαιπωρία, καταστρέφουν τους οικονομικούς πόρους και αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους, μετατρέποντάς τους σε πρόσφυγες. Έτσι, προκαλείται αστάθεια.

Η πιθανότητα να αυξηθούν οι βαρβαρότητες, όπως εκείνη της 11ης Σεπτεμβρίου, προφανώς περιορίστηκε από την ύπαρξη καλύτερων υπηρεσιών πληροφοριών, τις οικονομικές δυσκολίες και την επιμονή των επιδρομών και των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Εντούτοις, τα δόγματα των τζιχαντιστών συνεχίζουν να εμπνέουν επιθέσεις από μοναχικούς τζιχαντιστές στην Αμερική και την Ευρώπη, αν και, μέχρι στιγμής, οι επιθέσεις αυτές δεν συμβαίνουν με τον ρυθμό που παρατηρήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2010. Ταυτόχρονα, η καταπολέμηση του τζιχαντισμού προκαλεί, ή αποτελεί πρόσχημα, κάθε είδους παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρίως στη δυτική Κίνα, όπου χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για τη συστηματική καταπίεση των Ουιγούρων και άλλων μουσουλμανικών ομάδων.

Καθώς η τζιχαντιστική ιδεολογία απολαμβάνει όλο και μεγαλύτερης αποδοχής, οι δυτικές χώρες έχουν στείλει στρατεύματα, συμβούλους και χρήματα σε όλο και περισσότερες περιοχές. Η αντιτρομοκρατία και η «καταπολέμηση του βίαιου εξτρεμισμού» έχουν μετατραπεί σε παγκόσμιες βιομηχανίες. Το 2020, η Αμερική είχε 7.000 ενεργά στρατεύματα σταθμευμένα σε καμιά δεκαριά αφρικανικές χώρες, καθώς και εκπαιδευτικές αποστολές σε άλλες 40 χώρες.

Η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία αποτελεί, αναμφίβολα, μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή για τους τζιχαντιστές, αφού το Ισλαμικό Κράτος εκμεταλλεύτηκε (ίσως και να εκμεταλλεύεται) τη δυσαρέσκεια των Σουνιτών, προκειμένου να δημιουργήσει, το 2014, ένα «χαλιφάτο» στο δυτικό Ιράκ και την ανατολική Συρία. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη και την Ινδονησία. Αυτή η νίκη είναι, κατά κάποιο τρόπο, μεγαλύτερη. Το 1989, για πρώτη φορά μετά την ήττα της Σοβιετικής Ένωσης, κατάφεραν οι ισλαμιστές, στο Αφγανιστάν, να πάρουν κάποια χώρα από μία υπερδύναμη. «Όλοι οι υπόλοιποι λένε, ουάου, αν μπορούν να το κάνουν αυτοί, μπορούμε και εμείς», λέει ο David Kilcullen, πρώην στρατιώτης και αντιτρομοκρατικός εμπειρογνώμονας στην Unsw Canberra, Αυστραλιανή Αμυντική Δύναμη Ακαδημία. «Είναι μαγεμένοι, έκπληκτοι και εντυπωσιασμένοι από αυτό που πέτυχαν οι Ταλιμπάν», λέει η Μίνα Αλ-Λάμι, η οποία παρακολουθεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που χρησιμοποιούνται από βίαιους και μη βίαιους Ισλαμιστές για το BBC Monitoring, τμήμα του BBC που παρακολουθεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παγκοσμίως.

Το τι σημαίνει αυτό στην πράξη θα εξαρτηθεί από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο Αφγανιστάν, πώς η ενίσχυση του ηθικού μπορεί να μετατραπεί σε νίκη και πώς οι χώρες που αποτελούν στόχο για τους τζιχαντιστές θα ανταπαντήσουν στην απειλή.

Η ιστορία

Ο μαχητικός ισλαμισμός δεν ξεκίνησε με τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα. Οι πνευματικές του ρίζες χρονολογούνται από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν οι ριζοσπάστες στην Αίγυπτο άρχισαν να αναπτύσσουν μία νέα ιδεολογία, η οποία βασίζεται στην απόρριψη του σοσιαλισμού, του καπιταλισμού και των κοσμικών, εθνικιστικών καθεστώτων. Ο Σαγίντ Κουτμπ, ηγέτης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου, έγινε ο μεγάλος θεωρητικός του κινήματος. Ον ίδιος είχε τραπεί σε φυγή στην Αμερική, με σκοπό να διαφύγει της προσοχής της αιγυπτιακής μυστικής αστυνομίας. Αφού, όμως, ανακάλυψε την απέχθειά του για τα ήθη και τις σεξουαλικές συμπεριφορές των ιθαγενών, τα οποία πρόδιδαν το πόσο «πρωτόγονοι» ήταν, αποφάσισε να ριζοσπαστικοποιηθεί.

Ο Κουτμπ εκτελέστηκε από τις αιγυπτιακές αρχές, το 1966. H Μουσουλμανική Αδελφότητα, την οποία αναδιαμόρφωσε, συνεχίστηκε σε διάφορες χώρες, συχνά με υπόγειο τρόπο. Ωστόσο, στο Αφγανιστάν, το οποίο, τη δεκαετία του 1980, ήταν υπό σοβιετική κατοχή, οι ιδέες του πήραν νέα μορφή, η οποία υπερέβαινε την αντίσταση στα μεμονωμένα καθεστώτα για να γίνει ένας παγκόσμιος ένοπλος αγώνας, που, συνήθως, είναι γνωστός ως τζιχαντισμός των Σαλαφιτών.

Η εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης, το 1979, ανάγκασε εκατοντάδες μαχητές από όλο τον μουσουλμανικό κόσμο να κατευθυνθούν στο Αφγανιστάν για να ενταχθούν στους μουτζαχεντίν, ή «ιερούς πολεμιστές». Ο Μπιν Λάντεν, ένας νεαρός Σαουδάραβας, που είχε κληρονομήσει περιουσία από την κατασκευαστική εταιρεία του πατέρα του, και ήταν μαθητής του μικρότερου αδελφού του Κούτμπ, Μοχάμεντ, ήταν ένας από αυτούς. Το ίδιο και ο Aden Hashi Farah Aero, ένας από τους ιδρυτές της αλ-Σαμπάπ. Ο Αμπντελμαλέκ Ντρουκντέλ, ένας από τους ιδρυτές της Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ, οργάνωση που πολεμά στο Νίγηρα και το Μάλι, ήταν επίσης εκεί, όπως και ο Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι, ένας από τους ιδρυτές του μετέπειτα ισλαμικού κράτους. Στο Αφγανιστάν, είδαν τις απαρχές ενός τζιχάντ που θα οδηγούσε, τελικά, σε μια πιο αληθινή, καθαρότερη ύπαρξη υποταγής στον Θεό.

Η κοινή καταγωγή και πίστη τους, και η υιοθέτηση ενός υψηλού στόχου και διάφορων βάρβαρων τακτικών, δεν μετατρέπει τους τζιχαντιστές του κόσμου σε ένα ενιαίο μέτωπο. Οι μαχητές στο Ιράκ, οι οποίοι και το ίδρυσαν, το έκαναν επειδή θεωρούσαν ότι η Αλ Κάιντα ήταν πολύ ήπια: το αφγανικό τμήμα του ισλαμικού κράτους βρίσκεται σε έναν σκληρό πόλεμο με τους Ταλιμπάν, στο ανατολικό Αφγανιστάν, εδώ και χρόνια. Ήταν μία από τις λίγες ισλαμιστικές οργανώσεις που δεν εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για την πτώση της Καμπούλ, αντίθετα κατήγγειλε, στην ουσία, τους Ταλιμπάν ως υπηρέτες των Αμερικανών. Στο ενημερωτικό δελτίο της οργάνωσης, al-Naba, αναφέρθηκε χλευαστικά ότι «Το εάν υποστηρίζεις το Ισλάμ δεν φαίνεται στα ξενοδοχεία του Κατάρ ούτε από τις πρεσβείες της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν», αναφερόμενη στα πολιτικά γραφεία των Ταλιμπάν στη Ντόχα και τις σχέσεις του με τα άπιστα κράτη. Σύμφωνα με τον Economist, υπήρχαν ενδείξεις ότι μια οργάνωση που σχετίζεται με το ισλαμικό κράτος σχεδίαζε επίθεση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ.

Η εχθρότητα είναι αμοιβαία. Η μόνη εκτέλεση που αναγνώρισαν οι Ταλιμπάν, από τότε που ανέλαβαν την εξουσία, ήταν του Αμπού Ομάρ Χορασάνι, επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους στη Νότια Ασία. Αλλά το ισλαμικό κράτος λειτουργεί διαφορετικά. Ο Kilcullen δεν είναι ο μόνος που φοβάται ότι οι Ταλιμπάν θα αφήσουν και πάλι το Αφγανσιτάν να μετατραπεί σε βάση και για άλλους τζιχαντιστές. Στη συμφωνία που διαπραγματεύτηκαν με την Αμερική, στη Ντόχα, το 2020, οι Ταλιμπάν υποσχέθηκαν να αποκηρύξουν την Αλ Κάιντα και τη διεθνή της αποστολή. Αυτό, όμως, δεν το έκαναν ποτέ. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, μπορεί να υπάρχουν περίπου 400 με 600 μέλη της Αλ Κάιντα στη χώρα, σε πολλά από τα οποία παρέχεται προστασία από τους Ταλιμπάν.

Ο Σιρατζουντίν Χακάνι, αναπληρωτής ηγέτης των Ταλιμπάν, διαχειρίζεται ένα ιδιαίτερα σκληρό ημιαυτόνομο δίκτυο, το δίκτυο Χακάνι, το οποίο, μεταξύ άλλων, χρησίμευε και ως τρόπος διασύνδεσης του αλ-Ζαγουαχίρι με τους Ταλιμπάν. Μέλη του δικτύου Χακάνι των Ταλιμπάν έκαναν περιπολίες στην Καμπούλ από τότε που έπεσε στα χέρια των μαχητών.

Τέτοιες διασυνδέσεις, όμως, δεν σημαίνει ότι η Αλ Κάιντα θα πρέπει να καυχιέται για τις ενέργειές της, χωρίς καμία συνέπεια. Η πιθανότητα οι Ταλιμπάν να ξεκινήσουν να σχεδιάζουν άμεσα επιθέσεις ενάντια στην Αμερική ή την Ευρώπη είναι αρκετά μικρή. «Προς το παρόν, η Αλ Κάιντα χαμηλώνει τους τόνους, όπως την συμβούλευσαν Αφγανοί Ταλιμπάν», αναφέρει ο Asfandyar Mir, από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Ωστόσο, η αλλαγή του καθεστώτος του Αφγανιστάν θα μπορούσε να συμβάλλει στη διάδοση του τζιχάντ στις πιο κοντινές περιοχές.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το Πακιστάν. Το Tehreek-e-Taliban Pakistan (ttp), τζιχαντιστική οργάνωση που, συνήθως, αποκαλείται Πακιστανικό Ταλιμπάν, διεξήγαγε άγριο πόλεμο από το 2007 έως περίπου το 2014, οπότε οι περισσότεροι επαναπροωθούνταν στο Αφγανιστάν. Έχοντας γιατρέψει τις πληγές της και ανασυγκροτηθεί, η ttp, πολλά μέλη της οποίας συσχετίζονται με την Αλ Κάιντα, έχει, πρόσφατα, εντείνει τις δραστηριότητές της, με 120 επιθέσεις στο Πακιστάν, κατά το περσινό έτος, και 26, τον περασμένο μήνα. Η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία στο Αφγανιστάν έχει ήδη ενθαρρύνει το ttp και θα μπορούσε να συμβάλλει στον εφοδιασμό του.

Η πακιστανική κυβέρνηση υποστηρίζει, εδώ και καιρό, τους Ταλιμπάν με διάφορους τρόπους. Θα χαιρετίσει την αποδυνάμωση της ινδικής επιρροής στο Αφγανιστάν, η οποία προαναγγέλλεται από την επιστροφή τους στην εξουσία. Οι μαχητές που υποστηρίζει στο υπό ινδική διοίκηση Κασμίρ μπορεί κάλλιστα να ενισχυθούν από Αφγανούς μαχητές που επιστρέφουν από την οροσειρά Χίντου Κους. Στην πακιστανική τηλεόραση, στις 23 Αυγούστου, ο πρόεδρος του κόμματος του Ιμράν Χαν, πρωθυπουργός του Πακιστάν, είπε ότι «οι Ταλιμπάν λένε ότι είναι μαζί μας και θα έρθουν για να ελευθερώσουν το Κασμίρ για εμάς». Παρόλο που μια ανανεωμένη ttp προκαλεί προβλήματα, το Πακιστάν, πιθανώς, πιστεύει ότι μπορεί να ελεγχθεί μέσω της άσκησης διπλωματικής και οικονομικής πίεσης. Το Αφγανιστάν εξαρτάται από το Πακιστάν στο θέμα των εισαγωγών. Τώρα, όμως, που οι Ταλιμπάν είναι και πάλι στην εξουσία, μπορεί να αισθάνονται ότι χρειάζονται λιγότερο το Πακιστάν.

Τα παρακλάδια της Αλ Κάιντα στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή μπορεί να ιδρύθηκαν από άνδρες που πολέμησαν στο Αφγανιστάν, αλλά, τώρα, δεν διαθέτουν άμεσους δεσμούς με τη χώρα. Το ταξίδι από και προς το Αφγανιστάν είναι πιο δύσκολο από ό,τι ήταν τη δεκαετία του 1990, λέει ο Aaron Zelin από το Ινστιτούτο Ουάσινγκτον, αμερικανική δεξαμενή σκέψης (think tank), και πιο δύσκολο το να ταξιδέψει στη Συρία όταν το Ισλαμικό κράτος ήταν στ μεγαλεία του.

Οι ξένες δυνάμεις

Η αποχώρηση της Αμερικής από το Αφγανιστάν θα τονώσει σε μεγάλο βαθμό το ηθικό των τζιχαντιστών. Αυτό μπορεί να ισχύει αρκετά σε συγκρούσεις όπου εμπλέκονται ξένοι με την πλευρά της κυβέρνησης. Το συμπέρασμα είναι ένα: Συνεχίστε να πολεμάτε και τελικά οι ξένοι θα τα παρατήσουν και θα φύγουν – ακόμα κι αν βρίσκονταν εκεί για δεκαετίες. Και τότε θα κερδίσετε πραγματικά.

Αυτό μπορεί να είναι σωστό. Τον Ιούνιο, ο Εμμανουέλ Μακρόν, Πρόεδρος της γαλλικής Δημοκρατίας, υποσχέθηκε ότι οι γαλλικές δυνάμεις στο Σαχέλ, περιοχή στο νότιο άκρο της ερήμου της Σαχάρας, δεν θα παραμείνουν εκεί «αιώνια». Η ανάπτυξη των δυνάμεων επιχείρησης της χώρας εκεί, αποστολή γνωστή ως Επιχείρηση Μπαρκάνε, ξεκίνησε το 2013, αφού οι τζιχαντιστές κατέλαβαν το βόρειο μισό του Μάλι. Έκτοτε, οι τζιχαντιστές του Σαχέλ διατήρησαν τις δυνάμεις τους εκεί, οι οποίες απαριθμούνται, σήμερα, σε 5.100.

Η Αμερική αποτελούσε μέρος του αγώνα αυτού. Κατασκεύασε μια τεράστια στρατιωτική βάση στο Αγκαντέζ του Νίγηρα, μ;iα από τις χώρες της «G5» στο Σαχέλ που αντιμετωπίζει τζιχαντιστές αντάρτες. (Οι υπόλοιπες τρεις είναι η Μπουρκίνα Φάσο, το Τσαντ και η Μαυριτανία.) Επίσης, αξιοποίησε περίπου 800 μαχητές στις ειδικές της δυνάμεις στη Σομαλία, οι οποίοι πραγματοποίησαν επιδρομές στην Αλ Σαμπάμπ και συντόνισαν περισσότερες από 200 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την αποχώρηση των περισσότερων αμερικανικών στρατευμάτων από τη Σομαλία. Τα χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σταμάτησαν, επίσης, αν και τον Ιούλιο ξεκίνησαν εκ νέου, υπό αυστηρούς κανόνες εμπλοκής. Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για αφρικανικά στρατεύματα, στη Σομαλία, έχει περικοπεί. Η Αιθιοπία, η οποία έχει καταλάβει τμήματα της Σομαλίας από το 2009, αποσύρει τους στρατιώτες της από την περιοχή, ώστε να πολεμήσουν στον δικό της εμφύλιο στο Τιγκράι. Η Γαλλία έχει ξεκινήσει μια διαδικασία κατά την οποία η επιχείρηση Μπαρκάνε θα έχει μειωθεί κατά το ήμισυ σε μέγεθος και θα επικεντρωθεί περισσότερο στη δολοφονία τρομοκρατών παρά στην προστασία πόλεων. «Η ημέρα της Κρίσεως για εμάς τους Αφρικανούς έρχεται όταν η Δύση χάνει τη θέλησή της για αγώνα», έγραψε, στις 15 Αυγούστου, ο Μουχάμαντου Μπουχάρι, πρόεδρος της Νιγηρίας, στους Financial Times.

Η αποχώρηση της Δύσης δεν σηματοδοτεί επιτυχία. Αυτό που συνέβη στην Καμπούλ θα μπορούσε να συμβεί και στη Μογκαντίσου. Η Αλ-Σαμπάμπ χρησιμοποιεί, εδώ και καιρό, τακτικές που μοιάζουν με τις τακτικές των Ταλιμπάν, αναφέρει η Σαμίρα Γκάιντ, διευθύντρια στο Hiraal Institute, δεξαμενή σκέψης ασφαλείας στη Μογκαντίσου. Υπονομεύουν την κυβέρνηση και τις διεθνείς δυνάμεις με τρομοκρατικές επιθέσεις, ενώ διαχειρίζονται μια σκιώδη κυβέρνηση, για να πληρώνουν τους μαχητές τους.

Όπως και οι Ταλιμπάν, έτσι κι αυτοί ευδοκιμούν παρέχοντας στους κατοίκους ένα μικρό μέτρο ασφάλειας, πέρα από το δώρο ενός αποτυχημένου κράτους. Η βία τους δεν είναι δημοφιλής, λέει ο Hussein Sheikh Ali, επίσης από το Ινστιτούτο Hiraal, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι άξια θαυμασμού.

Στο Σαχέλ, η Αλ Κάιντα έχει προβεί, μέχρι στιγμής, τη φετινή χρονιά, σε σφαγές περισσότερων από 700 ατόμων. Στην τελευταία της επίθεση, σε ένα χωριό του Μάλι, κοντά στα σύνορα με τον Νίγηρα, στις 8 Αυγούστου, σκοτώθηκαν 51 άτομα. Αυτό υπονομεύει, κατά κάποιο τρόπο, τη γνώμη του Marc Conruyt, του Γάλλου στρατηγού που ήταν επικεφαλής της επιχείρησης Μπαρκάνε, μέχρι τον Ιούλιο, ότι «οι δυνάμεις του Σαχέλ είναι [σήμερα] σε θέση να αντιμετωπίσουν τις ένοπλες τρομοκρατικές ομάδες».

Χειρότερο από το παλιό αφεντικό

Δεδομένου ότι οι μαχητές τείνουν να στρατολογούν από τις μειονότητες Τουαρέγκ και Φουλάνι από το βόρειο Μάλι, οι άνδρες από αυτές τις ομάδες συχνά περιγράφονται με άγριο τρόπο από στρατιώτες από το νότο της χώρας, όπου οι μαχητές είναι λιγότερο διάχυτοι. Η εθνικότητα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε επίθεση. Το ίδιο και το να φοράς εσώρουχα (οι περισσότεροι Μαλινέζοι δεν φορούν, οπότε αυτό θεωρείται ως απόδειξη ότι βρισκόταν στη Λιβύη). «Άνθρωποι που γνωρίζω με πατέρες, αδελφούς και γιους που σκοτώθηκαν, έγιναν, στη συνέχεια, μαχητές», λέει η Corinne Dufka, ερευνήτρια του Human Rights Watch, φιλανθρωπικής οργάνωσης με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Η απάντηση της Δύσης ενάντια στην ισλαμιστική τρομοκρατία επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στην εκπαίδευση των δυνάμεων ασφαλείας, λέει ο Μάικλ Κίτινγκ, πρώην Βρετανός διπλωμάτης που έχει εργαστεί τόσο στη Σομαλία όσο και στο Αφγανιστάν και τώρα είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ειρήνης, δεξαμενή σκέψης (think tank). Θα ήταν καλύτερα να τους παρέχεται πολιτικός χώρος για να δραστηριοποιούνται. «Επικεντρώνονται πολύ στην εκπαίδευση, στα κοινά, σε όλα τα τεχνικά πράγματα», αναφέρει .

Στη Σομαλία, όπου βρετανικά και τουρκικά στρατεύματα εκπαιδεύουν τις δυνάμεις ασφαλείας, ο πόλεμος δεν είναι μόνο θέμα των τεχνικών τους ικανοτήτων. Είναι θέμα οικοδόμησης τοπικών θεσμών για τους οποίους αξίζει κανείς να παλέψει. Το ίδιο ισχύει και για τις δυνάμεις άμυνας που μάχονται στις χώρες της G5.

Τι γίνεται λοιπόν αν οι τζιχαντιστές πετύχουν; Δεν είναι πολλοί οι ισλαμιστές μαχητές που σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να ελέγχουν πολλά περισσότερα από χωριά και αγροτικές περιοχές. Όταν εξαπλώνονται ευρύτερα, η λαϊκή υποστήριξη είναι συχνά ζωτικής σημασίας. Όταν το ισλαμικό κράτος κατέλαβε την ιρακινή πόλη της Μοσούλης, αρχικά τους υποδέχτηκαν, κυρίως, σουνίτες κάτοικοι, οι οποίοι τους είδαν ως εναλλακτική λύση στη βία και τη διαφθορά των ιρακινών υπηρεσιών ασφαλείας που κυριαρχούνται από τους Σιίτες. Οι κυβερνήσεις που υποστηρίζονται από την Αμερική ή την Ευρώπη χαρακτηρίζονται από τη διαφθορά, καθώς οι υπάλληλοί τους προσπαθούν να βγάλουν χρήματα από τις δαπάνες που αντλούνται σε μεγάλες αποστάσεις.

Τα νέα αφεντικά παρείχαν υπηρεσίες, που η κυβέρνηση είχε αμελήσει εδώ και καιρό να παρέχει, όπως εξορθολογισμένους λογαριασμούς ρεύματος και συλλογή σκουπιδιών. Και η εγκατάστασή τους είδε μια ευπρόσδεκτη πτώση της τρομοκρατικής βίας, αφού ήταν υπεύθυνοι για πολλά από αυτά που συνέβαιναν στο παρελθόν.

Παρ ‘όλα αυτά, ήταν επίσης δεσμευμένοι σε ένα χαλιφάτο που ακολουθούσε τις γραμμές του πρώτου μουσουλμανικού πολιτισμού. Απαγόρευσαν γρήγορα στις γυναίκες να ταξιδεύουν μόνες τους, πήραν αυστηρά μέτρα κατά των κακών συνηθειών, όπως το κάπνισμα και το ποτό, και άρχισαν να διώκουν τις θρησκευτικές μειονότητες. Το επίπεδο της λαϊκής δυσαρέσκειας με όσους ήταν στην εξουσία αυξήθηκε απότομα.

Τα χρήματα έχουν, επίσης, σημασία. Ενώ πολεμούν, οι τζιχαντιστές είναι σε θέση να αποσπούν έσοδα φορολογώντας την κυκλοφορία στους δρόμους και τις παράνομες βιομηχανίες, ενώ οι Ταλιμπάν κέρδισαν και πολλά χρήματα από την παραγωγή οπίου. Όσοι βρίσκονται στην εξουσία έχουν, συνήθως, ανάγκη να αυξήσουν τα έσοδά τους, πράγματα που δεν γίνεται χωρίς να παρανομήσουν. και δεν μπορούν να τα αυξήσουν με τους ίδιους τρόπους χωρίς να απονομιμοποιήσουν. Στη Συρία και το Ιράκ έχει αναπτυχθεί σημαντικά η ανάγκη για την παρουσία ξένων δυνάμεων που θα λειτουρήσουν «αλυτρωτικά». Στη Μοζαμβίκη, οι τζιχαντιστές που κατέλαβαν τον Κάμπο Ντελγκάντο, στις αρχές Αυγούστου, στηρίχθηκαν, στη συνέχεια, σε λεηλασίες τραπεζών και σε παράνομες δραστηριότητες επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να πληρώσουν τους μαχητές τους, να προμηθευτούν όπλα και να συνεχίσουν τον αγώνα. Ωστόσο, τα χρήματα που μαζεύονται από λεηλασίες ή ομηρίες τελειώνουν γρήγορα. Το ξένο νόμισμα παύει να ρέει. Τα πράγματα γίνονται απελπιστικά.

Κάτι παρόμοιο ίσως συμβεί και με τους Ταλιμπάν. Πριν από την πτώση της Καμπούλ, οι δάσκαλοι που δούλευαν σε σχολεία και οι γιατροί σε κλινικές στα κατεχόμενα από τους Ταλιμπάν πληρώνονταν από την κεντρική κυβέρνηση στην Καμπούλ, και επομένως και από ξένους δωρητές. Η φορολόγηση της μεταφοράς, για παράδειγμα, καυσίμου λειτουργεί μόνο εάν υπάρχει ξένο νόμισμα για να πληρώσετε. Τα αποθέματα του Αφγανιστάν, τα οποία διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό στη Fed στη Νέα Υόρκη, έχουν παγώσει. Δεν είναι σαφές εάν η διμερής βοήθεια προς την κυβέρνηση θα συνεχιστεί. Θα βρεθούν κι άλλοι τρόποι να αιμορραγεί η οικονομία.

Στυλό και όπλο

Το τζιχάντ δεν είναι, κατ ‘αρχήν, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθούν οι επιθυμίες των οπαδών του στα αυστηρά ισλαμιστικά κράτη. Κυβερνήσεις με σημαντική ισλαμιστική εκπροσώπηση σημείωσαν μεγάλη επιτυχία σε περιοχές της Ασίας. Ωστόσο, οι προσπάθειες δημιουργίας πλήρως ισλαμιστικών κυβερνήσεων στον αραβικό κόσμο αποδείχθηκαν πολύ επιρρεπείς σε αντιδράσεις, όταν η αρχική τους δημοτικότητα μειωθεί. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα κυβέρνησε την Αίγυπτο για λιγότερο από δύο χρόνια πριν ένα πραξικόπημα τους οδηγήσει στην ανικανότητα, στις φυλακίσεις και σε χειρότερες καταστάσεις. Τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος της Τυνησίας σήμανε το τέλος της συμμετοχής του ισλαμισμού στην πολιτική, διαλύοντας το κοινοβούλιο, στο οποίο μιλούσε ένας ισλαμιστής ηγέτης.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε το όπλο πιο δυνατό από το στυλό. Οι ισλαμιστές που ανακαλούν τον πρώην ηγέτη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Μπάντιε, κάνοντας έκκληση στους οπαδούς του να αντιμετωπίσουν τα τανκς με ειρηνικό ακτιβισμό, λένε ότι τέτοιες ιδέες τώρα χλευάζονται και καταγγέλλονται στο διαδίκτυο. «Οι Ταλιμπάν αιχμαλωτίζουν τη λαϊκή φαντασία. Όταν εκφράζετε τις σκέψεις σας ενάντια σε αυτή τη βία, πολλοί σας επιτίθενται. Είναι λίγο ανησυχητικό », αναφέρει ο Οσάμα Γκαουίς, Αιγύπτιος δημοσιογράφος εξόριστος στο Λονδίνο. Με τη φτώχεια να εκτοξεύεται στα ύψη και την πολιτική να περιορίζεται σε πολλά κράτη της Μέσης Ανατολής, η αγανάκτηση αναζητά έναν τρόπο έκφρασης και εκτόνωσης. Κάποιοι αναφέρονται στην ανάγκη για μαζική δράση, αυτή τη φορά με όπλα και με πρότυπο τους Ταλιμπάν. «Δεν υπάρχει, πλέον, εμπιστοσύνη στα χρεωκοπημένα και εκλεκτά ισλαμιστικά κόμματα και τις οργανώσεις», λέει ο Ναΐμ Τιλαβί, Ιορδανός Ισλαμιστής που πολέμησε στη Συρία. «Αντιθέτως, οι πολίτες επιθυμούν τον μαζικό τζιχαντισμό».

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα