Όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, στην Κίνα, σκέφτονται την οικονομία, ένας από τους κύριους στόχους τους είναι να αποφύγουν να συμβεί αυτό που συνέβη στην Ιαπωνία το 1990, όταν οι υπερβολές στις οποίες είχαν προβεί, κατά τα χρόνια ταχείας ανάπτυξης, κατέληξαν στην κατάρρευση της θεαματικής «φούσκας» στις τιμές περιουσιακών στοιχείων. Ιάπωνες αξιωματούχοι, από εκείνη την εποχή, αφηγούνται τις επισκέψεις των Κινέζων ομολόγων τους, κατά τις δεκαετίες 2000 και 2010, προσπαθώντας να κατανοήσουν και οι ίδιοι τι πήγε λάθος και πώς θα μπορούσαν να αποφύγουν παρόμοια κατάληξη.

Η ίδια η Κίνα έχει απολαύσει την εκρηκτική ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων, τις τελευταίες δεκαετίες: οι τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο έχουν, το ελάχιστο, τετραπλασιαστεί, κάτι που συνέβαινε, όμως, ακόμη κι όταν η κατασκευή εκατοντάδων εκατομμυρίων κατοικιών μετέτρεψε την Κίνα σε έθνος ιδιοκτητών κατοικιών. Οι πρόσφατες δυσκολίες που αντιμετώπισε η εταιρεία ακινήτων, Evergrande, η οποία προσπαθεί σκληρά να αποπληρώσει τα χρέη της, δείχνουν με ποιον τρόπο αυτή η έκρηξη αγοράς ακινήτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική κατάρρευση. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ιαπωνίας, το 1990, και της Κίνας, σήμερα, γεγονός που υποδηλώνει ότι το αποτέλεσμα θα είναι, επίσης, διαφορετικό, με το Πεκίνο να έχει τη δυνατότητα ακόμη να πάρει σημαντικά μαθήματα από την εμπειρία της Ιαπωνίας.

Η πρώτη, και πιο προφανής, διαφορά είναι ότι η Ιαπωνία, το 1990, ήταν πιο πλούσια από την Κίνα, σήμερα. Σε τιμές αγοράς, η κατά κεφαλήν παραγωγή της Ιαπωνίας ήταν υψηλότερη από την παραγωγή των ΗΠΑ, εκείνη τη χρονιά, και ακόμη και σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης, ανερχόταν στα τέσσερα πέμπτα του αντίστοιχου επιπέδου των ΗΠΑ. Αντίθετα, η κατά κεφαλήν παραγωγή στην Κίνα, σήμερα, εξακολουθεί να είναι μικρότερη από το ένα πέμπτο των ΗΠΑ, ή περίπου το ένα τέταρτο σε ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης.

Με άλλα λόγια, η Ιαπωνία, το 1990, δεν είχε τη δυνατότητα να προλάβει το ενδεχόμενο κρίσης, εν αντιθέσει η Κίνα έχει ακόμη τη δυνατότητα να το αποφύγει. Η αναλογία των τιμών των κατοικιών προς τα εισοδήματα, στις πιο πλούσιες πόλεις της Κίνας, όπως το Πεκίνο, η Σαγκάη και η Σενζέν, είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Εντούτοις, υπάρχει ακόμη η δυνατότητα τα εισοδήματα να αυξηθούν ώστε να ανταποκρίνονται στις τιμές αυτές. Το ποσοστό αστικοποίησης της Κίνας, το οποίο ανέρχεται στο 61%, είναι, επίσης, σημαντικά χαμηλότερο από τα αντίστοιχα επίπεδα στα οποία είχε φτάσει η Ιαπωνία, μέχρι το 1990. Υπάρχει, ακόμη, περιθώριο για μετανάστευση προς τις πόλεις.

Μία ακόμη διαφορά είναι ο καθορισμός των πολιτικών. Στη δεκαετία του 1980, η Ιαπωνία ανταγωνίζονταν τις ΗΠΑ στον τομέα του εμπορίου, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με την Κίνα. Ωστόσο, το 1985, το Τόκιο κατέληξε στη συμφωνία του Πλάζα για τα νομίσματα, η οποία οδήγησε σε απότομη αύξηση του γιεν, σε ήπια ύφεση και, στη συνέχεια, σε περίοδο χαμηλών επιτοκίων.

Αυτά τα χαμηλά επιτόκια τροφοδότησαν την άνθηση της Ιαπωνίας, όπως ακριβώς έκανε και η οικονομική απορρύθμιση. Οι περιορισμοί στα επιτόκια καταθέσεων αφαιρέθηκαν σταδιακά, πλήττοντας την κερδοφορία των τραπεζών της Ιαπωνίας και ωθώντας τες να προχωρήσουν σε έξαρση δανεισμού. Πολλοί τομείς σημείωσαν άνθηση στην Ιαπωνία: όχι μόνο ο τομέας των ακινήτων, αλλά και οι τιμές των μετοχών και η κατανάλωση.

Η κινεζική πολιτική έχει, κατά καιρούς, πυροδοτήσει την άνθηση των ακινήτων. Η χαλάρωση των ελάχιστων προκαταβολών για επενδύσεις σε ακίνητα, από το 2014 έως το 2016, προκάλεσε αύξηση του στεγαστικού δανεισμού, αν και οι κανόνες παρέμειναν σχετικά συντηρητικοί, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους στην Ιαπωνία, τη δεκαετία του 1980. Η συνολική μακροοικονομική πολιτική της Κίνας ήταν επιφυλακτική και η κυβέρνηση φαίνεται, σήμερα, ότι προσπαθεί να συγκρατήσει τις επενδύσεις στην ιδιοκτησία. Παρόλο που η φούσκα της Ιαπωνίας συνέχιζε να φουσκώνει μέχρι να σκάσει, η σημερινή κρίση ακινήτων στην Κίνα προκλήθηκε από τις δικές της ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες επέβαλαν τις «τρεις κόκκινες γραμμές» τους για να περιορίσουν το χρέος εταιρειών ακινήτων, όπως η Evergrande.

Η Κίνα, ενδεχομένως, να αντιμετωπίσει το δυσάρεστο ενδεχόμενο ύφεσης – και μια περίοδο επισφαλών απαιτήσεων που συνδέονται με τον τομέα των ακινήτων της – αλλά οι πιθανότητες να γίνει η Evergrande ένα τεράστιο, συστημικό γεγονός, όπως η κατάρρευση της οικονομίας-φούσκας της Ιαπωνίας, είναι αρκετά λιγότερες.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχει μία σημαντική ομοιότητα μεταξύ της Ιαπωνίας του 1990 και της Κίνας σήμερα: ένα συγκεκριμένο είδος ανάπτυξης έχει φτάσει στο τέλος του. Ο ενεργός πληθυσμός της Κίνας έχει αρχίσει να μειώνεται, όπως ακριβώς και ο ενεργός πληθυσμός της Ιαπωνίας το 1995, και αυτή η μείωση θα επιταχυνθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, ένα μοντέλο ανάπτυξης, που βασίζεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα επενδύσεων και συσσώρευσης φυσικών περιουσιακών στοιχείων, έχει φτάσει σε σημείο φθίνουσας απόδοσης.

Σε εθνικό επίπεδο, η Κίνα έχει χτίσει περίπου τόσα σπίτια όσα χρειάζεται, με την οικονομία να καταγράφει μια άνευ προηγουμένου εξάρτηση από τον τομέα ακίνητης περιουσίας. Σύμφωνα με τον Κένεθ Ρόγκοφ, από το Χάρβαρντ, και την Γουάντσεν Γιανγκ, από το Πανεπιστήμιο Τσίνγκουα, ο τομέας ακινήτων αντιπροσωπεύει έως και το 29% της παραγωγής της Κίνας. Αυτό το ποσοστό μπορεί να αποτελεί υπερεκτίμηση σε απόλυτες τιμές, αλλά, σε συγκρίσιμη βάση, είναι ακόμη υψηλότερο από ό,τι στην Ισπανία κατά το αποκορύφωμα της έκρηξης ακινήτων, το 2006.

Θα ήταν λάθος να συνεχίσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τα γεγονότα. Αυτό έκανε η Ιαπωνία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980: οι επενδυτές εκτιμούσαν συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη του 8%, σε ετήσια βάση, σε μία περίοδο όπου ένα τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης δεν ήταν ούτε κατά διάνοια εφικτό. Tα γεγονότα αυτά είχαν άσχημη κατάληξη, επιφέροντας αναπόφευκτη κρίση. Όσο η Κίνα δεν παίρνει το μάθημά της από το παράδειγμα της Ιαπωνίας και δεν αποδέχεται ένα χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η κρίση που επιφυλάσσει το μέλλον.

Πρόσφατα Άρθρα