O φοιτητής οικονομικών μαθαίνει ότι η παραγωγική δομή μιας οικονομίας αντικατοπτρίζεται στο εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή, στις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών και τις αντίστοιχες εισαγωγές. Επιπλέον μαθαίνει ότι οι εξαγωγές των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών αποτελούνται κυρίως από μεταλλεύματα και πρώτες ύλες, συνήθως ακατέργαστα, και αγροτικά προϊόντα, κυρίως εμπορευματικού χαρακτήρα (commodities). Ως παράδειγμα, η δομή των εξαγωγών της Δημοκρατίας τους Κογκό, χώρας της Αφρικής, παρουσιάζεται στο διάγραμμα 1.

Το πετρέλαιο και τα μέταλλα αποτελούν το 77% των εξαγωγών. Η βιομηχανία και οι υπηρεσίες ουσιαστικά είναι αμελητέες στις εξαγωγές της χώρας.

Στο διάγραμμα 2 παρουσιάζεται το εξαγωγικό προφίλ της Ρωσίας το οποίο είναι παραπλήσιο με αυτό της Δημοκρατίας του Κογκό.

Η εικόνα αυτή παραπέμπει σε υπό ανάπτυξη χώρα και χωρίς τον τίτλο των διαγραμμάτων θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο ο αναγνώστης να συμπεράνει ότι το διάγραμμα της Ρωσίας αφορά μια χώρα που υποτίθεται ότι ανήκει στον αναπτυγμένο κόσμο. Τέλος, στο διάγραμμα 3 παρουσιάζεται το εξαγωγικό προφίλ της Κίνας. Η διαφορά είναι περισσότερο από εμφανής. Μεγάλο το εύρος προϊόντων και υπηρεσιών με το μερίδιο της υψηλής τεχνολογίας να είναι σημαντικό και σχεδόν εφάμιλλο των υπολοίπων αναπτυγμένων χωρών.

Πού οφείλεται αυτή η τεράστια παραγωγική απόκλιση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας; Πώς κατάφερε η Κίνα μέσα σε μια γενιά από φτωχός συγγενής του παγκοσμίου οικονομικού συστήματος να καταστεί η δεύτερη οικονομία παγκοσμίως, ενώ η Ρωσία παραμένει μια χώρα με χαρακτηριστικά τριτοκοσμικά; Η Κίνα, μια αυτοκρατορία τριών χιλιάδων ετών, έχει δημιουργήσει μια παράδοση κρατικής υπόστασης στηριγμένης στον Κομφουκιανισμό. Με εξαίρεση την περίοδο Μάο, από το 1949 μέχρι το 1976, που προσπάθησε να εξαλείψει το παρελθόν και την κουλτούρα διοίκησης μιας αυτοκρατορίας, η Κίνα αποτέλεσε ένα ιστορικό εργαστήριο μεθόδων διοίκησης ενός μεγάλου κράτους. Ακόμη και ο Τζέγκις Χαν, μετά την κατάκτηση της Κίνας, χρησιμοποίησε την κρατική γραφειοκρατία και υιοθέτησε τις μεθόδους διοίκησης της αυτοκρατορικής Κίνας. Ο διάδοχος του Μάο, ο Ντεγκ Χσιάο Πιγκ, επανάφερε ουσιαστικά το μοντέλο διοίκησης με βάση το Κομφουκιανισμό με ηγέτη- αυτοκράτορα το ΚΚΚ και όχι συγκεκριμένο άτομο, νομοθετώντας τις δύο θητείες για τον πρόεδρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιο παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του αντιπρόεδρος και όχι πρόεδρος της Κίνας ή Γενικός Γραμματέας του ΚΚΚ. Ταυτόχρονα, επανάφερε τα δικαιώματα περιουσίας και την προστασία τους. Η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση του Ντεγκ απελευθέρωσε τις δημιουργικές δυνάμεις της Κινεζικής κοινωνίας και σε μικρό χρονικό διάστημα, σε ιστορικούς όρους, η παραγωγική δομή της Κίνας άλλαξε και αποτελεί πλέον το παγκόσμιο εργοστάσιο.

Η οικονομία της Κίνας μετά το 1980 ακολούθησε την κλασσική αναπτυξιακή διαδρομή, στηριζόμενη κατά τα αρχικά στάδια της απογείωσης στο εξαιρετικά φτηνό εργατικό δυναμικό και στις λιγότερο απαιτητικές εργασιακές σχέσεις. Ο άνευ προηγουμένου τεράστιος  όγκος ξένων επενδύσεων που εισέρρευσε στην χώρα, αφενός μεν βοήθησε στην κάλυψη του εγχωρίου αποταμιευτικού κενού και αφετέρου στην μεταφορά τεχνογνωσίας και τεχνολογίας, αυξάνοντας την απορροφητική ικανότητα νέας γνώσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Κίνα άρχισε να διαφοροποιεί το αναπτυξιακό της μοντέλο επενδύοντας πλέον στην τεχνολογία. Όχι μόνο ως αντιγραφέας, όπως στα προηγούμενα χρόνια, αλλά ως παραγωγός νέας γνώσης. Η δεκαετία 2010-2020 χαρακτηρίζεται από την τεχνολογική έκρηξη στην χώρα. Ισχυρή ένδειξη αυτής της έκρηξης είναι οι πατέντες που κατοχυρώθηκαν διεθνώς σε Κινέζικα πρόσωπα. Στο διάγραμμα 4 παρουσιάζεται ο αριθμός των πατεντών που κατατέθηκαν στα γραφεία πατεντών των ΗΠΑ (USPTO) και Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΡΟ) από Κινέζικες και Ρωσικές εταιρείες και ιδιώτες. Παρουσιάζονται αυτές οι πατέντες και όχι αυτές που κατατέθηκαν στο εθνικό γραφείο διότι αντιπροσωπεύουν τεχνολογίες παγκόσμιου επιπέδου με σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον. Ο αριθμός των πατεντών που κατοχυρώθηκαν από κινέζικα πρόσωπα στο USPTO αυξήθηκε από 120 στις αρχές της πρώτης εικοσαετίας του 2000 σε περίπου 21.500 το 2020.

Η Ρωσία, τόσο κατά την τσαρική όσο και την σοβιετική περίοδο, δεν κατάφερε να δημιουργήσει κρατικές δομές με κουλτούρα αποδοτικότητας και κοινωνικής αποδοχής. Η λειτουργία της Ρωσικής κρατικής δομής, η οποία παρείχε πρόσοδο στην νομενκλατούρα, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη. Ίσως η μοναδική περίοδος της σύγχρονης Ρωσικής ιστορίας κατά την οποία έγινε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παραγωγικής δομής και μετατροπής της αγροτικής οικονομίας σε βιομηχανική ήταν η περίοδος Στάλιν καθώς τότε αναπτύχθηκε η βαριά βιομηχανία της ΕΣΣΔ με τις αντίστοιχες επενδύσεις. Μετά τον θάνατο του Στάλιν οι επενδύσεις στην βιομηχανία μειώθηκαν σε βαθμό ανεπάρκειας, ενώ η έλλειψη αποσβέσεων οδήγησε στην απαξίωση των εγκατεστημένων  βιομηχανικών επιχειρήσεων. Η περίοδος Μπρέζνιεφ χαρακτηρίζεται, ίσως όχι άδικα, από την μακροχρόνια παρακμή της βιομηχανίας εκτός από την στρατιωτική και διαστημική βιομηχανία. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, τα κράτη της Ρωσίας και των υπόλοιπων σοβιετικών δημοκρατιών μετατράπηκαν σε κλεπτοκρατικά καθεστώτα και το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων και των πλουτοπαραγωγικών πόρων «αποκτήθηκαν» από την νομενκλατούρα του προϋπάρχοντος καθεστώτος. Όπως δε γνωρίζουν οι πρωτοετείς φοιτητές, και σίγουρα γνώριζε ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ, μια οικονομία στηρίζεται και αναπτύσσεται με βάση τα κίνητρα που προσφέρει η κοινωνία. Από το 1989 περάσαν πάνω από 30 χρόνια και η Ρωσική οικονομία εξακολουθεί να είναι μια χώρα με τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά, όπως είδαμε, που στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στους πόρους που προσφέρει η φύση. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε καμία ουσιαστική προσπάθεια εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας και του τομέα των υπηρεσιών προκειμένου να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών μεταβολών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα έσοδα της Ρωσίας από τις πωλήσεις πετρελαίου, φυσικού αερίου και μεταλλευμάτων, αντί να επενδυθούν σε κεφάλαιο και τεχνολογία, χρησιμοποιήθηκαν από τους κατόχους των επιχειρήσεων σε δαπάνες νεοπλουτισμού (σκάφη, πολυτελείς επαύλεις, κλπ.). Η τεχνολογική καθυστέρηση είναι εμφανής στον αριθμό των πατεντών που κατατέθηκαν στο USPTO  και ΕΡΟ, οι οποίες σε κανέναν χρόνο την τελευταία εικοσαετία δεν ξεπερασαν τις 700! (διάγραμμα 4)

Η Κίνα, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης τεχνολογικά οικονομίας βασιζόμενη παράγοντας όλο και περισσότερο προϊόντα και υπηρεσιες εντάσεως τεχνολογίας και γνώσης. Πώς όμως έγινε αυτή η μετάβαση της Κίνας σε οικονομία έντασης γνώσης; Ένας από τους πυλώνες αυτής της μετάβασης ήταν η στρατηγική της Κίνας για την αναβάθμιση των πανεπιστημίων της. Στόχος της στρατηγικής ήταν η είσοδος όλο και περισσότερων κινεζικών πανεπιστημίων στα 500 καλύτερα του κόσμου και ορισμένων από αυτά στα 100 καλυτέρα. Η στοχευμένη χρηματοδότηση της έρευνας σε επιλεγμένα πανεπιστήμια που είχαν την δυναμική να καταστούν άριστα πανεπιστήμια και κέντρα αριστείας σε τεχνολογίες αιχμής αποτέλεσε το βασικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Έτσι στην αξιολόγηση Academic Ranking of World Universities του 2021, επτά (7) κινέζικα  πανεπιστήμια βρίσκονται στα 100 καλύτερα του κόσμου και άλλα 21 στις θέσεις μεταξύ 100 και 200.  Το Tsinghua University είναι το κορυφαίο πανεπιστήμιο της Κίνας και βρίσκεται στην 28 θέση. Αντίθετα, μόλις 7 πανεπιστήμια της Ρωσίας βρίσκονται στα 1000 καλύτερα και μόλις 2 στα 500 καλύτερα, με το Moscow State University, το γνωστό Lomonosof, να  βρίσκεται στην 97η θέση και το Saint Petersburg State University μεταξύ 300-400. Εάν λάβουμε υπόψη τις δημοσιεύσεις των δυο καλύτερων πανεπιστημίων των δυο χωρών στα επιστημονικά περιοδικά Nature και Science, στα οποία δημοσιεύεται η πρωτοπορία της επιστήμης, το Tsinghua University έχει δείκτη 42,9 και το Moscow State University 11,7.

Η σύγκριση λοιπόν της Ρωσίας με την Κίνα είναι συντριπτική. Πέραν δε της παραγωγής, της τεχνολογίας και της επιστήμης,  η παραγωγική εικόνα των δύο χωρών αντικατοπτρίζεται και στην παραγωγική δραστηριότητα των δισεκατομμυριούχων τους. Στην ετήσια λίστα του Forbes για τους δισεκατομμυριούχους, θα διαπιστώσουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των δισεκατομμυριούχων της Ρωσίας ασχολούνται την ενέργεια, τα μέταλλα και τα ορυχεία, εν αντιθέσει προς τους αντίστοιχους της Κίνας που δραστηριοποιούνται στην βιομηχανία και την τεχνολογία. Για παράδειγμα, οι τρεις πλουσιότεροι επιχειρηματίες της Κίνας είναι οι Zhong Shanshan (βιομηχανία τροφίμων και φάρμακα), Ma Huateng  (τεχνολογία)  και Colin Zhgnag Huang  (τεχνολογία).  Από την άλλη μεριά, οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι της Ρωσίας είναι οι Alexei Mordashov, Vladimir Potanin και Vladimir Lisin που δραστηριοποιούνται στα μέταλλα και τα ορυχεία. Κανένα σχόλιο για το πώς πλούτισαν οι μεν και πως οι δε!

Συμπέρασμα

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ρωσία θα αποκλίνει τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά από τις αναπτυγμένες οικονομίες της Δύσης και την Κίνα. Η ενεργειακή μετάβαση λόγω της κλιματικής αλλαγής θα δυσχεράνει ακόμη περισσότερο την θέση της Ρωσίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα με αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ρώσων πολιτών. Αποδεικνύεται ακόμη μια φορά ότι τα κλεπτοκρατικά καθεστώτα δεν συνάδουν με την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη διότι οι κλεπτοκρατικές κρατικές και επιχειρηματικές ελίτ αντιλαμβάνονται ότι μακροπρόθεσμα θα χάσουν τις προσόδους τους και εμποδίζουν την δημιουργικότητα και την αποτελεσματικότητα. Τι πρέπει να κάνει λοιπόν η Ρωσία; Όπως συνέβη στην Κίνα όταν πέθανε ο Μάο και ανέλαβε ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ, έτσι και για την Ρωσία τα 30 χρόνια κλεπτοκρατίας είναι πλέον αρκετά. Η αποχώρηση του καθεστώτος Πούτιν και η ανάδειξη στην εξουσία ενός Ρώσου Ντεγκ μπορεί να δώσει ελπίδα στους Ρώσους πολίτες.

Νίκος Χ. Βαρσακέλης

Καθηγητής

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ

barsak@econ.auth.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts
Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις
Experts |

Κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις και συντάξεις

Mε διαφορετικούς όρους κρατικής παρέμβασης παρατείνεται η μνημονιακή κατάργηση (Φεβρουάριος 2012) της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) που καθόριζε στην Ελλάδα επί δεκαετίες τον κατώτατο μισθό