Κατά τη διάρκεια μια τηλεδιάσκεψης μεταξύ των ηγετών των δύο μεγαλύτερων δημοκρατιών του κόσμου στις 11 Απριλίου, ο Ναρέντρα Μόντι, πρωθυπουργός της Ινδίας επανέλαβε επιδοκιμαστικά στον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν κάτι που ο αμερικανός πρόεδρος είχε πει : «Οι δημοκρατίες μπορούν και προσφέρουν», ο κ. Μόντι δήλωσε. Αλλά όταν αναφέρθηκε το θέμα του πολέμου στην Ουκρανία, το τι θα έπρεπε να προσφέρουν οι δημοκρατίες ήταν ασαφές. Και οι δύο άνδρες εξέφρασαν ανησυχία για τα δεινά των Ουκρανών αμάχων. Αν και ο Μπάιντεν δεν άφησε καμία αμφιβολία για το ποιον κατηγορούσε για τα βάσανα των αμάχων, ο Μόντι φάνηκε λιγότερο σαφής. Αντί να κουνήσει απειλητικά το δάχτυλο στη Ρωσία, απλά ζήτησε «ανεξάρτητη έρευνα» για τις φρικαλεότητες που καταγγέλονται ότι έγιναν στην ουκρανική πόλη Μπούτσα.

Η Ινδία είναι ίσως η πιο προβληματική για τη Δύση χώρα από μια σειρά κρατών που απέχουν από την εκστρατεία της Δύσης να τιμωρήσει τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία. Αλλά απέχει πολύ από το να είναι η μόνη. Στην Ασία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, ακόμη και παραδοσιακοί σύμμαχοι της Αμερικής και οι έχοντες πελατειακές σχέσεις μαζί της, απορρίπτουν τις εκκλήσεις της να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία ή απλά και μόνο να την επικρίνουν.

Λίγα κράτη επέδειξαν τόσο θράσος όσο το Πακιστάν, το οποίο, υπό τον, έκτοτε ανατραπέντα, πρωθυπουργό του, Ιμράν Χαν, υπέγραψε εμπορική συμφωνία με τη Ρωσία, λίγο μετά το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, στις 2 Μαρτίου, το οποίο αποδοκίμασε την εισβολή και απαιτούσε από τη Ρωσία να αποσυρθεί. Ωστόσο, πολλοί αποφεύγουν είτε να επικρίνουν ανοιχτά είτε να τιμωρήσουν τη Ρωσία, λόγω εμπορικών κινήτρων, ιδεολογικών δεσμεύσεων, στρατηγικών φιλοδοξιών ή απλού φόβου. Η Τουρκία, για παράδειγμα, έχει οικονομικούς λόγους να μένει στο περιθώριο – αγοράζει το 45% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιεί από τη Ρωσία – αλλά έχει επίσης πολίτες που κινδυνεύουν σε αυτό τον πόλεμο. Στις 13 Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι διαπραγματευόταν με τη Ρωσία για την απομάκρυνση δεκάδων Τούρκους κατοίκων από την ουκρανική πόλη Μαριούπολη, η οποία καταστράφηκε συθέμελα από τις ρωσικές βόμβες. Ένα μήνα αργότερα, πολλοί παραμένουν ακόμη εγκλωβισμένοι.

Από την πλευρά της, η Ινδία έχει πολλούς λόγους για να αποφύγει την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, όπως είναι η παράδοσή της να διατηρεί ουδετερότητα σε διάφορες συγκρούσεις, τη στρατηγική της προτεραιότητα στην αντιπαράθεσή της με την Κίνα, και την εξάρτησή της από τον ρωσικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Ως πρόσθετο κίνητρο, η ίδια η ινδική δημοκρατία μπορεί να θέσει ως επιχείρημα για την εμμονή της στην ουδετερότητα: «το να τραβάς την ουρά του λιονταριού» αρνούμενος τα αιτήματα Αμερικής ή Βρετανίας είναι δημοφιλές με τους Ινδούς. Για όλους αυτούς τους λόγους, όταν οι «μανδαρίνοι» που διοικούν το βαθύ κράτος της και διαμορφώνουν την εξωτερική της πολιτική ρωτώνται γιατί η Ινδία δεν θα συμμαχήσει με την Αμερική σε αυτόν τον δημοκρατικό σκοπό, απαντούν με βλέμματα κυνικής περιφρόνησης.

Είναι δύσκολο να μετρηθεί ο βαθμός στον οποίο οι χώρες που αντιστέκονται στην απομόνωση της Ρωσίας θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το καθεστώς κυρώσεων που οργανώνει η Δύση. Ωστόσο, θεωρούμενες ως μπλοκ, οι 40 χώρες που αντιτάχθηκαν ή απείχαν από το ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδικάζει την εισβολή πιθανότατα θα έχουν μεγαλύτερη γεωπολιτική σημασία παρά οικονομική. Μαζί αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών. Ωστόσο, δεν είναι πολύ σημαντικές για τη ρωσική οικονομία. Το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους είναι περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου μέσου όρου. Αυτό δείχνει ότι ενδέχεται να μην μπορούν αθροιστικά να δημιουργήσουν ζήτηση για περισσότερο από το ένα τέταρτο των ρωσικών εξαγωγών, ποσοστό που ήδη καταναλώνουν. Και δεν μπορούν να παράσχουν τα πιο προηγμένα αγαθά και υπηρεσίες που αγόραζε πριν τις κυρώσεις η Ρωσία από τη Δύση.

Σε πρώτη ανάγνωση, η Ρωσία υπέστη αρκετές εβδομάδες απομόνωσης στον ΟΗΕ. Η εισβολή έπληξε σε τόσο απίστευτο βαθμό τα θεμέλια του οργανισμού -«την αρχή της κυρίαρχης ισότητας όλων των Μελών του», όπως αναφέρει ο καταστατικός χάρτης – ώστε τα κράτη-μέλη συσπειρώθηκαν για να υποστηρίξουν όχι μόνο το πρώτο ψήφισμα αλλά και ένα δεύτερο που επικρίνει τη Ρωσία για απειλή αμάχων. Το πρώτο πέρασε με την υποστήριξη 141 από τα 193 κράτη μέλη, το δεύτερο με την υποστήριξη 140. Την περασμένη εβδομάδα τα μέλη του ΟΗΕ πήγαν ένα βήμα πιο πέρα από την απλή προτροπή, αποβάλλοντας τη Ρωσία από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ήταν μόνο η δεύτερη φορά που μια χώρα εκδιώχθηκε από το Συμβούλιο (μετά τη Λιβύη το 2011) και η πρώτη φορά που εκδιώχθηκε μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ρωσία, η οποία είχε προειδοποιήσει πριν από την ψηφοφορία ότι ακόμη και η αποχή θα θεωρηθεί εχθρική πράξη, ανακοίνωσε στη συνέχεια ότι αποχωρεί από το συμβούλιο. «Δεν υποβάλλει κανείς παραίτησή αφού έχει απολυθεί», απάντησε ο Ουκρανός πρεσβευτής, Σεργκίι Κισλίτσια.

Όμως η διαφορά κατά την ψηφοφορία ήταν πολύ μικρότερη: 93 υπέρ και 24 κατά, ενώ 58 απείχαν. Οι διπλωμάτες προειδοποιούν ότι η υποστήριξη για την Ουκρανία σε μεγάλο μέρος του κόσμου είναι ανύπαρκτη, αλλά και η υπομονή των απεχόντων [από τις ψηφοφορίες] εξαντλείται, και αυτό θα μπορούσε να παγιοποιηθεί σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Το πώς συντάσσονται οι απέχοντες δείχνει εν μέρει τις ανησυχίες ότι οι κυρώσεις στη Ρωσία αυξάνουν τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας. Ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης συνοψίζοντας την άποψή του λέει: «Δύο ελέφαντες τσακώνονται και οι μικρές χώρες την πληρώνουν». Και συνεχίζει: «Υπάρχουν ισχυρές επικρίσεις, από πολλές πλευρές, ότι οι κυρώσεις είναι πρόβλημα, ενώ τελικά ο επιτιθέμενος σε αυτόν τον πόλεμο είναι το πραγματικό πρόβλημα. Αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει συνεχώς να αντιμετωπίζουμε και προέρχεται από παντού, συμπεριλαμβανομένων της Ινδίας και του Πακιστάν και άλλων χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο».

Μια σχετική ένσταση είναι ότι η Δύση έχει εμμονή με μια ενδεχομένως αποκλειστικά ευρωπαϊκή σύγκρουση που δεν αποτελεί πραγματική παγκόσμια ανησυχία, ενώ υποβαθμίζει ή αγνοεί τις συγκρούσεις και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε άλλα μέρη του κόσμου. Για αυτούς τους επικριτές, η φαρισαϊκή ασυνέπεια σε ζητήματα διεθνούς δικαίου είναι μπαμπούλας των μεγάλων δυνάμεων. «Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος αυτού που θα μπορούσατε να ονομάσετε γεωπολιτικό ωχαδερφισμό», λέει ο Ρίτσαρντ Γκοουάν της δεξαμενής σκέψης International Crisis Group (ICG),.

Τα τελευταία χρόνια, η απροθυμία των πλούσιων χωρών να επενδύσουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και η αργή και άνιση διανομή των εμβολίων για την COVID-19 είχαν ήδη αναζωογονήσει το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την οργάνωση των κρατών που δήλωναν ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. «Υπάρχει μια υποβόσκουσα τάση που έχω παρατηρήσει στον ΟΗΕ τα τελευταία δύο χρόνια, η οποία είναι ότι πολλές χώρες από τον παγκόσμιο νότο συντονίζονται ολοένα και περισσότερο στην άρθρωση κριτικής ενάντια στη Δύση», λέει ο κ. Γκόουαν. Αυτές οι χώρες, συνεχίζει, «έχουν μια αίσθηση ενότητας και κοινού σκοπού η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή που υπήρχε σε μεγάλο διάστημα της μεταψυχροπολεμικής εποχής».

Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και στην Τουρκία, η ανησυχία της Δύσης για την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας θεωρείται εγωιστική και υποκριτική, εν μέρει υπό το φως του πολέμου της Αμερικής στο Ιράκ και του ΝΑΤΟϊκού βομβαρδισμού της Λιβύης το 2011, που ανέτρεψε τον δικτάτορά Μουαμάρ Καντάφι. Η θερμή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στους Ουκρανούς πρόσφυγες στην Ευρώπη, σε σύγκριση με αυτή που επιφυλάχθηκε στους Σύρους πρόσφυγες, προκαλεί στραβοκοιτάγματα. Αυτού του είδους οι ανησυχίες υπάρχουν εδώ και χρόνια στα αραβικά κράτη. Αυτό που προκάλεσε έκπληξη είναι ο βαθμός στον οποίο ακόμη και οι έχοντες πελατειακές σχέσεις με τις ΗΠΑ αισθάνθηκαν ότι μπορούν άνετα να πάρουν θέσεις με βάση αυτές τις ανησυχίες.

Μερικοί διπλωμάτες έμειναν έκπληκτοι όταν ο πρεσβευτής του Ιράκ στα Ηνωμένα Έθνη απείχε από το ψήφισμα που καταδίκασε την εισβολή, επικαλούμενος το «ιστορικό υπόβαθρο» της χώρας του, ένα προφανής υπαινιγμός κατά της αμερικανικής εισβολής στην οποία ίσως και να οφείλει τη θέση του. Ακόμη και η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), παρά το γεγονός ότι έχουν μόνο αδύναμους δεσμούς με τη Ρωσία, έχουν εκτιμήσει περισσότερο το κόστος παρά το όφελος του να συμπαρασταθούν στη Δύση. Δεν θέλουν να έρθουν σε αντιπαράθεση με έναν κρίσιμο εταίρο που έχει συνεργαστεί με τον ΟΠΕΚ για να στηρίξει τις τιμές του πετρελαίου. Επιπλέον, βλέπουν την ευκαιρία να στείλουν ένα μήνυμα. Θέλουν περισσότερη βοήθεια από την Αμερική για την αντιμετώπιση προβλημάτων στην περιοχή τους, όπως οι πύραυλοι και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που εκτοξεύονται από την Υεμένη και οι πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν και σπέρνουν το χάος από τη Βηρυτό ως τη Βαγδάτη. «Αν δεν είσαι εκεί για εμάς, δεν θα είμαστε αλλού για σένα», λέει ένας Άραβας αξιωματούχος. Στη Μέση Ανατολή, μόνο το Ισραήλ και η Λιβύη ψήφισαν υπέρ της απομάκρυνσης της Ρωσίας από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι αποχές των κρατών του Κόλπου προκάλεσαν ιδιαίτερη απογοήτευση στους δυτικούς διπλωμάτες.

Η ρωσική προπαγάνδα στην περιοχή τροφοδοτεί τα παράπονα κατά της Δύσης. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Ρωσίας, όπως η αραβική υπηρεσία του ρωσικού δικτύου RT ή η τουρκική έκδοση του Sputnik, είναι δημοφιλή και το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών της έχει πολλούς διπλωμάτες που, σε αντίθεση με τους δυτικούς ομολόγους τους, μιλούν άπταιστα αραβικά. «Κάθε φορά που ανοίγω την τηλεόραση, υπάρχει ένας Ρώσος που υποστηρίζει τον πόλεμο», λέει ένας δυτικός πρέσβης στην Ιορδανία. Αν και τα μεγάλα αραβικά κανάλια, που έχουν δημοσιογράφους επί του πεδίου στην Ουκρανία, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τη φρίκη του πολέμου, συχνά η κάλυψή τους διανθίζεται με φιλορωσικές ή αντιδυτικές απόψεις. Τον περασμένο μήνα, το Sky News Arabia, που εδρεύει στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δημοσίευσε ένα κομμάτι σχετικά με το πώς οι «διπρόσωπες» δυτικές χώρες προσπαθούσαν να «δαιμονοποιήσουν» τον κ. Πούτιν.

Ο εχθρός του φιλεχθρού μου

Με εξαίρεση τους συνοδοιπόρους των Ρώσων όπως η Κούβα, η Νικαράγουα και η Βενεζουέλα, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής υποστήριξαν τα δύο πρώτα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδίκαζαν τη Ρωσία για τον πόλεμο. Ωστόσο, αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας και του Μεξικού, αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ της αποβολής της Ρωσίας από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και υπάρχει ελάχιστη θέληση στην περιοχή για ένταξη στο καθεστώς κυρώσεων. Η σηματοδότηση ανεξαρτησίας από τη Δύση είναι ένα παλιό παιχνίδι στη Λατινική Αμερική, όπου ορισμένα κράτη επιδιώκουν να εξισορροπήσουν την αμερικανική ισχύ στο δυτικό ημισφαίριο «στρώνοντας το κόκκινο χαλί για τους αντιπάλους των ΗΠΑ», όπως το έθεσε ο Μέντζαμιν Γκεντάν της δεξαμενής σκέψης Wilson Centre. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Αργεντινής, Αλμπέρτο Φερνάντεζ, ενέκρινε αυτή τη στρατηγική όταν παρακάθισε σε μεσημεριανό γεύμα στη Μόσχα με τον κ. Πούτιν, την ώρα που οι ρωσικές δυνάμεις συγκεντρώνονταν για να εισβάλουν στην Ουκρανία. Αναφερόμενος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο κ. Φερνάντεζ είπε στον Πούτιν: «Είμαι αποφασισμένος ότι η Αργεντινή πρέπει να σταματήσει να εξαρτάται τόσο από το Ταμείο όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να ανοίξει διόδους και προς άλλες χώρες και η Ρωσία κατέχει μια πολύ σημαντική θέση σ’ αυτό [το σχεδιασμό]».

Από την εισβολή και μετά, η Ρωσία προσπαθεί να ενθαρρύνει αυτές τις τάσεις. Στα τέλη Μαρτίου, ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, παρατήρησε ότι ορισμένες χώρες «δεν θα αποδεχτούν ποτέ ένα παγκόσμιο χωριό υπό τις διαταγές του Αμερικανού σερίφη». Επικαλούμενος μεταξύ άλλων την Αργεντινή, τη Βραζιλία και το Μεξικό, πρόσθεσε: «Αυτές οι χώρες δεν θέλουν να είναι στη θέση όπου ο θείος Σαμ τις διατάζει να κάνουν κάτι και λένε, ‘Μάλιστα, κύριε’». Στις 5 Απριλίου η Ρωσία πρόσθεσε την Αργεντινή στη δική της λίστα με 52 «φιλικές χώρες» με τις οποίες θα επανεκκινήσει απευθείας πτήσεις. Ωστόσο, η Αργεντινή, προεδρεύουσα σήμερα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ψήφισε υπέρ της απομάκρυνσης της Ρωσίας.

Ο αυταρχικός πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο, δεν κρύβει ότι θαυμάζει τον κ. Πούτιν και τα «αρρενωπά του χαρίσματα». Ο κ. Μπολσονάρο πραγματοποίησε επίσης μια επίσκεψη στη Μόσχα τον Φεβρουάριο κατά την οποία χαιρέτισε τη σχέση των δύο χωρών ως «κάτι παραπάνω από τέλειο γάμο». Είναι ένας γάμος που ευλογείται, προφανώς, με λίπασμα. Αν και η Βραζιλία συμμετείχε στην καταδίκη της εισβολής, ο Μπολσονάρο έκτοτε είπε ότι δεν μπορεί να διακόψει τους δεσμούς με τη Ρωσία λόγω της «ιερής» σημασίας για τη Βραζιλία των εισαγόμενων λιπασμάτων, περισσότερο από το ένα πέμπτο των οποίων προέρχεται από τη Ρωσία. Ο κ. Μπολσονάρο λέει τώρα ότι η Βραζιλία θα παραμείνει ουδέτερη στη σύγκρουση, μια θέση που συμπλέει αρμονικά με τη θέση των πολιτικών του αντιπάλων και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, με εκείνη του κοινού. Ομοίως, το Μεξικό, παρά το γεγονός ότι έχει καταδικάσει την εισβολή, έχει μια μακροχρόνια πολιτική μη επέμβασης και τη συνήθεια να παραβλέπει τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μακριά ​​από τα σύνορά του. Δεν βοηθάει το γεγονός ότι ο Πρόεδρος  Αντρές Μανουέλ Λόοεζ Ομπραδόρ δεν ενδιαφέρεται και πολύ για τη δημοκρατία. ΚΜε τον τρόπο αυτό ικανοποιεί και το αριστερό κόμμα του, μέλη του οποίου δημιούργησαν μια ομάδα φιλίας με τη Ρωσία, μετά την εισβολή.

Όμως, στην Αφρική η Ρωσία βρήκε την πιο ειλικρινή συμπάθεια. Σχεδόν οι μισές αφρικανικές χώρες —25 από τις 54— απείχαν από την πρώτη ψηφοφορία του ΟΗΕ. Η ιστορία της αποικιοκρατίας κάνει κάποιες απρόθυμες να υποστηρίξουν αυτό που θεωρούν δυτικό σκοπό. Όμως άλλες ενεργούν από αυξανόμενη σύμπνοια με τη Ρωσία. Αυτό ισχύει για τη Νότια Αφρική, την άλλη μεγάλη δημοκρατία που αψήφησε το κάλεσμα της Δύσης για ενότητα. Απείχε σε όλες τις ψηφοφορίες του ΟΗΕ.

Στον αφρικανικό νότο, πολλές χώρες βλέπουν τη Ρωσία ως διάδοχο της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία εξόπλισε και εκπαίδευσε τους αντάρτικους στρατούς που πολέμησαν τις αποικιακές δυνάμεις και τα καθεστώτα φυλετικού διαχωρισμού. Αυτή η νοσταλγία εξηγεί εν μέρει την στροφή της Νότιας Αφρικής προς τη Ρωσία κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζέικομπ Ζούμα, από το 2009 έως το 2018. Αλλά η σχέση της Νότιας Αφρικής με τη Δύση ήταν επίσης τεταμένη λόγω του βομβαρδισμού της Λιβύης. Το 2015 κορυφαίες προσωπικότητες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) δημοσίευσαν ένα έγγραφο εξωτερικής πολιτικής που «θρηνούσε» για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης επειδή είχε «αλλάξει εντελώς την ισορροπία δυνάμεων υπέρ του ιμπεριαλισμού», εννοώντας την Αμερική και τη Δύση.

Ξένα όπλα

Η αποχώρηση του κ. Ζούμα από την προεδρία (δικάζεται πλέον για διαφθορά) δεν έχει μετριάσει την αγάπη του ANC για τη Ρωσία. Ο Πρόεδρος Σίριλ Ραμαφόζα επαναλαμβάνει τις αιτιολογίες του Κρεμλίνου, υποστηρίζοντας ότι το ΝΑΤΟ είναι υπεύθυνο για τη σύγκρουση λόγω της επέκτασής του προς τα ανατολικά. Έχει επίσης επικρίνει τις κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία. Ένας λόγος μπορεί να είναι οικονομικός. Αν και το συνολικό εμπόριο μεταξύ των χωρών δεν είναι σημαντικό, η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της Νότιας Αφρικής για μήλα και αχλάδια και η τέταρτη μεγαλύτερη για εσπεριδοειδή. Ακόμη και καθώς τα υπό ρωσική σημαία πλοία απομακρύνονταν από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά λιμάνια, το φορτηγό Vasiliy Golovnin ελλιμενίστηκε στο Κέιπ Τάουν στις 4 Απριλίου. Η Νότια Αφρική φέρεται να επιδιώκει επίσης μια συμφωνία 2 δισ. δολαρίων ετησίως για την αγορά φυσικού αερίου από την ρωσική κρατική ενεργειακή εταιρεία Gazprom.

Σε άλλα μέρη της Αφρικής, η υποστήριξη προς τη Ρωσία αντανακλά την επιτυχία της στη διάδοση επιρροής με την πώληση όπλων ή την παροχή μισθοφόρων. Ρώσοι μισθοφόροι έχουν παρατηρηθεί σε πέντε από τις 17 αφρικανικές χώρες που απείχαν στην πρώτη ψηφοφορία του ΟΗΕ: την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Μαδαγασκάρη, το Μάλι, τη Μοζαμβίκη και το Σουδάν. Πολλές περισσότερές από τις απέχουσες ή απούσες χώρες είναι αγοραστές ρωσικών όπλων. Αυτές οι χώρες περιλαμβάνουν την Αλγερία, την Αγκόλα, το Σουδάν και την Ουγκάντα, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε η δεξαμενή σκέψης Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης. Η Ερυθραία, ένα κράτος γκουλάγκ, ήταν μεταξύ των πέντε χωρών στον κόσμο που ψήφισαν υπέρ της Ρωσίας στις 2 Μαρτίου.

Καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται, η Δύση θα αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο το ερώτημα πόσο επιθετικά θα χρησιμοποιήσει τη δική της μόχλευση για να κάνει τους επαμφοτερίζοντες να ορθώσουν ανάστημα. Ορισμένες χώρες μπορεί να ενθαρρυνθούν αν το δουν σαν μια ευκαιρία να επιδιορθώσουν τις σχέσεις τους με τη Δύση. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με το Πακιστάν, ιδιαίτερα τώρα που ο κ. Καν ανατράπηκε με ψηφοφορία μομφής. Το εμπόριο με τη Ρωσία δεν έχει νόημα για το Πακιστάν, και οι ένοπλες δυνάμεις του, που τείνουν να κάνουν κουμάντο στη χώρα, δείχνουν σημάδια δυσφορίας με τη βαθιά και αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας τους από την Κίνα.

Ο αρχιστράτηγος Καμάρ Μπατζουά, πρόσφατα εμφανίστηκε απροσδόκητα συμφιλιωτικός με τη Δύση. Σε μια ομιλία του στις 2 Απριλίου νουθέτησε την Κίνα να διευθετήσει τις συνοριακές της διαφορές με την Ινδία και στη συνέχεια είπε ότι η «επιθετικότητα» της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας δεν μπορούσε να συγχωρεθεί και «πρέπει να σταματήσει αμέσως». Σημείωσε επίσης ότι ο πόλεμος έδειξε πώς μια μικρότερη χώρα θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της έχοντας ισχυρότερο ηθικό και κάνοντας έξυπνη χρήση της απλής τεχνολογίας – μια νύξη στην αντιπαλότητα του Πακιστάν με την Ινδία, την ισχυρότερη γείτονά του.

Η Δύση έχει ακόμη μεγαλύτερη μόχλευση με την Ινδία. Συνολικά, η Ρωσία, με ΑΕΠ λίγο περισσότερο από το μισό της Ινδίας, αντιπροσωπεύει μόλις το 1 % του εμπορίου της Ινδίας. Το εμπόριο με τη Δύση έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, όπως και οι δεσμοί της Ινδίας με την Αμερική μέσω των διαπροσωπικών συναλλαγών. Σύμφωνα με έναν νόμο που επιτρέπει κυρώσεις σε χώρες που πραγματοποιούν «σημαντικές συναλλαγές» με τη Ρωσία, η Αμερική επέβαλε κυρώσεις στην Κίνα το 2018, και στη Τουρκία το 2020 για την αγορά του συστήματος πυραυλικής αεράμυνας S-400. Η Ινδία έχει αγοράσει το ίδιο σύστημα, αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν μέχρι στιγμής έχει πάρει αποστάσεις από το ερώτημα εάν θα εφαρμόσει το ίδιο πρότυπο σε αυτή την περίπτωση. Εν τω μεταξύ, η Ινδία δεν αποφεύγει απλώς να επικρίνει τη Ρωσία, αλλά αυξάνει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου.

Η στρατηγική του κ. Μπάιντεν ξεκάθαρα είναι να προσελκύσει την Ινδία αντί να την πιέσει, μια προσέγγιση που φάνηκε να αποφέρει ελάχιστους καρπούς μετά τη συνάντηση της 11ης Απριλίου. Πιεσμένος σε συνέντευξη Τύπου στη συνέχεια για το γιατί η Ινδία δεν κινήθηκε για να μειώσει οποιαδήποτε εξάρτηση από τη Ρωσία, ο Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσανκάρ, ευχαρίστησε σαρκαστικά τους δημοσιογράφους για τις «συμβουλές και τις προτάσεις» τους και ανταπάντησε, «Πιστέψτε με, έχουμε μια σοβαρή αίσθηση του τι είναι προς το συμφέρον μας και ξέρουμε πώς να το προστατεύσουμε και να το προωθήσουμε».

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα