Η εβδομάδα ανήκει αναμφισβήτητα στις κεντρικές τράπεζες, καθώς Federal Reserve, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)  και Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) θα συνεδριάσουν για να αποφασίσουν για τελευταία φορά μέσα στο 2023 την ρότα της νομισματικής πολιτικής, ενώ το ενδιαφέρον των επενδυτών θα εστιάσει στις προβλέψεις τους για να αποκτήσουν εικόνα για το πότε θα ξεκινήσουν οι μειώσεις των επιτοκίων, που είναι το επίδικο για την οικονομία.

Οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής  θα αρχίσουν να χαλαρώνουν τη νομισματική πολιτική στις αρχές του νέου έτους, τροφοδοτώντας τη χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών για τις επιχειρήσεις, καθώς εστιάζουν στην υποχώρηση του πληθωρισμού.

Κεντρικές τράπεζες: Γιατί ανησυχούν με τις αυξήσεις μισθών

Όμως οι προσδοκίες αυτές θα δοκιμαστούν τις επόμενες ημέρες, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, καθώς και οι τρεις κεντρικές τράπεζες έχουν καταστήσει σαφές ότι θα χρειαστούν σαφέστερες αποδείξεις για την χαλάρωση της αγοράς εργασίας προτού ξεκινήσουν τις μειώσεις των επιτοκίων.

«Δεν μπορούν να ανακηρύξουν τη νίκη επί του πληθωρισμού και τα στοιχεία είναι στην πραγματικότητα αρκετά χρήσιμα για να αντισταθούν στην αφήγηση της αγοράς» εξηγεί ο  επικεφαλής  οικονομολόγος της ING, Τζέημς Νάιτλι. «Θα είναι πολύ, πολύ απρόθυμοι να δώσουν στην αγορά το πράσινο φως».

Το δύσκολο έργο της Fed

Η Fed, η οποία συνεδριάζει πριν από την ΕΚΤ και τη BoE αυτή την εβδομάδα, αντιμετωπίζει ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο εν μέσω των αυξανόμενων κερδοσκοπικών εκτιμήσεων των επενδυτών ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα αντιστρέψει την πορεία της και θα μειώσει το κόστος δανεισμού νωρίτερα το 2024 από ό,τι οι αξιωματούχοι είχαν προτείνει ότι θα ήταν απαραίτητο για να μειώσει τον πληθωρισμό στο στόχο του 2%.

Η πρόκληση για τον Πάουελ αυτή την εβδομάδα είναι ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν πείθονται από τον γερακίσιο τόνο της Fed και τη θέση που έχει εκφράσει και ο ίδιος ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων παραμένουν στην ατζέντα. Οι επενδυτές πιστεύουν ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου επιβραδύνεται ήδη αρκετά ώστε να μην υφίσταται  η ανάγκη για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων. Επιπλέον, είναι πεπεισμένοι ότι τα οικονομικά στοιχεία θα αναγκάσουν τη Fed να μειώσει τα επιτόκια νωρίτερα από ό,τι αναμένει.

Ο Πάουελ έχει επιχειρήσει να προσγειώσει τις προσδοκίες τονίζοντας τονίζοντας ότι είναι «πρόωρο» να πει κανείς ότι τα επιτόκια έχουν κορυφωθεί ή να αρχίσει να σκιαγραφεί το χρονοδιάγραμμα και τις παραμέτρους βάσει των οποίων οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα εξετάσουν τις μειώσεις. Επιπλέον βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ολοένα και πιο μικτή  εικόνα για την αμερικανική οικονομία. Ενώ η αγορά εργασίας είναι ανθεκτική και οι καταναλωτικές δαπάνες είναι σταθερές υπάρχουν ωστόσο οι ενδείξεις για επιβράδυνση της ανάπτυξης και αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων.

Τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία για την αγορά εργασίας έδειξαν ότι οι προσλήψεις στις ΗΠΑ παρέμειναν ισχυρότερες από ό,τι αναμενόταν, με πτώση του ποσοστού ανεργίας στο 3,7% και σταθερή μηνιαία αύξηση των μισθών. Θα μπορούσαν λοιπόν να στηρίξουν το επιχείρημα της μείωσης των επιτοκίων αργότερα απ’ ότι αναμένουν οι αγορές.

Τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ που θα ανακοινωθούν την Τρίτη είναι επίσης πιθανό να δώσουν στη Fed κάλυψη για να διαλύσει την άποψη ότι επίκειται στροφή πολιτικής, εκτιμά ο Νάιτλι.

Ήδη τα μηνύματα από τις προθεσμιακές αγορές δείχνουν ότι οι επενδυτές έχουν αρχίσει να αμφιταλαντεύονται. Η προθεσμιακή αγορά ομοσπονδιακών κεφαλαίων τιμολογεί πιθανότητα 46%  να ξεκινήσει η Fed να μειώνει τα επιτόκια στην συνεδρίαση του Μαρτίου έναντι 80%  για μείωση τον Μάιο, σύμφωνα με το εργαλείο FedWatch της CME.

Η αγορά ομολόγων επίσης δημιουργεί «πονοκέφαλο» στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής καθώς η αποκλιμάκωση των αποδόσεων οδηγεί σε χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, θέτοντας σε κίνδυνο τη δουλειά που έχει κάνει η Fed. Ο ίδιος ο Πάουελ στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου μετά την τελευταί συνεδρίαση εξήγησε ότι οι υψηλές αποδόσεις των ομολόγων που οδηγούν σε σύσφιγξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και αυτό εν μέρει εξυπηρετεί την Ομοσπονδιακή Τράπεζα στον αγώνα της για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ωστόσο τόνισε ότι το κόστος δανεισμού της αγοράς θα πρέπει να είναι σταθερά υψηλότερο για να επηρεάσει τις μελλοντικές επιλογές νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας.

Οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις ενέργειες της Fed εάν είναι διαρκείς και «μένει να δούμε» εάν θα συμβεί αυτό. Αλλά πρόσθεσε ότι οι υψηλότερες αποδόσεις της αγοράς κρατικών ομολόγων «εμφανίζονται» στο κόστος δανεισμού στον πραγματικό κόσμο.

Η σκυτάλη σε ΕΚΤ και BoE

Η ΕΚΤ και η BoE συνεδριάζουν αμφότερες την Πέμπτη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο καλούνται επίσης να διαχειριστούν το αφήγημα της αγοράς περί μείωσης των επιτοκίων χρησιμοποιώντας κι αυτοί το επιχείρημα της ανθεκτικότητας της αγοράς εργασίας.

Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ παραμένει κοντά σε χαμηλό ρεκόρ, στο 6,5%, και το κόστος εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξάνεται με τον ταχύτερο ρυθμό από την έναρξη των καταγραφών της Eurostat το 1995. Με την αύξηση των τιμών στον τομέα των υπηρεσιών έντασης εργασίας της ευρωζώνης να εξακολουθεί να διαμορφώνεται στο 4%, οι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση των επιτοκίων υποστηρίζουν ότι θέλουν να δουν περισσότερες αποδείξεις  για να πειστούν ότι το υψηλότερο κόστος εργασίας δεν θα οδηγήσει σε δεύτερο γύρο πληθωριστικών πιέσεων.

Επιπλέον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις των συνδικάτων αναμένεται να τελεσφορήσουν στις αρχές του επόμενου έτους, ανάμεσα τους και το συνδικάτο που εκπροσωπεί 2,5 εκατ. δημοσίους υπαλλήλους στη Γερμανία προσφέροντας ακόμα ένα όπλο στη φαρέτρα των κεντρικών τραπεζιτών για να μην ακούσουν τις εκκλήσεις για επικείμενες μειώσεις των επιτοκίων.

Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν και οι δηλώσεις της Ιζαμπέλ Σναμπέλ, που ανήκει στο στρατόπεδο των γερακιών της ΕΚΤ και είπε ότι «θα παρακολουθεί πολύ στενά τις επερχόμενες μισθολογικές συμφωνίες καθώς  σίγουρα θα έχουν  σημασία στις αποφάσεις μας σχετικά με τη νομισματική πολιτική».

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, όπως αναφέρει το CNBC, έχουν προειδοποιήσει τους επενδυτές ότι το «τελευταίο μίλι» της αντιμετώπισης του αποπληθωρισμού θα μπορούσε να είναι το δυσκολότερο και μπορεί να διαρκέσει διπλάσιο χρόνο από τη μάχη για την επαναφορά του πληθωρισμού κάτω από το 3%.

Οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank  επισπεύδουν και πάλι το χρονοδιάγραμμα της πρώτης μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ για τον Απρίλιο, επικαλούμενοι τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό και τον τόνο των επίσημων σχολίων. Πρόσθεσαν ότι υπάρχει επίσης «σημαντικός κίνδυνος» μείωσης των επιτοκίων ήδη από τον Μάρτιο.

«Φοβόμαστε ότι ήμασταν πολύ άτολμοι» έγραψαν σε πρόσφατη ανάλυση τους. «Ο κίνδυνος είναι τώρα νωρίτερα και μεγαλύτερες μειώσεις και μια ΕΚΤ πιο ικανή να αποσυνδεθεί από τη Fed».

Οι δείκτες αύξησης των μισθών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν υποχωρήσει, το ίδιο και ο πληθωρισμός, ο οποίος υποχώρησε στο 4,7% τον Οκτώβριο. Η επιτροπή νομισματικής πολιτικής της BoE αναμένεται ευρέως να διατηρήσει τα επιτόκια στο 5,25%, το υψηλότερο επίπεδο από τη χρηματοπιστωτική κρίση, σύμφωνα με την τιμολόγηση της αγοράς.

«Για να προσπαθήσει να αποτρέψει την περαιτέρω χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και για να στείλει μήνυμα ενόψει του νέου μισθολογικού γύρου του έτους, η BoE πιθανότατα θα διπλασιάσει το μήνυμά της «υψηλά για περισσότερο χρόνο» εκτιμά ο Άντριου Γκουντγουίν  της Oxford Economics.

Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ

Αντίθετη άποψη με τις αγορές έχει εκφράσει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεση του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Προβλέπει ότι ΕΚΤ και Τράπεζα της Αγγλίας θα διατηρήσουν υψηλά τα επιτόκια λόγω των πληθωριστικών πιέσεων και θα τα διατηρήσουν σε αυτά τα επίπεδα μέχρι το 2025, για μεγαλύτερο δηλαδή διάστημα από αυτό που αναμένουν οι αγορές.

Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο Οργανισμός προβλέπει ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα ξεκινήσει να μειώνει τα επιτόκια το δεύτερο εξάμηνο του 2024.

«Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει περιοριστική για κάποιο χρονικό διάστημα. Εξακολουθούμε να ανησυχούμε για την επιμονή του πληθωρισμού» είπε  η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Κλαρέ Λαμπαρντέλι  στους Financial Times. «Θα χρειαστεί τα πραγματικά επιτόκια να είναι υψηλά».

Προειδοποίησε ότι οι «πλήρεις επιπτώσεις» της σύσφιγξης των τελευταίων δύο ετών δεν έχουν γίνει ακόμη αισθητές. Πρόσθεσε ότι οι περικοπές θα μπορούσαν να γίνουν μόνο μετά από σαφείς ενδείξεις ότι οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις «μειώνονται διαρκώς» και ότι οι βραχυπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό μειώνονται.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή