Το ακροδεξιό κόμμα Chega της Πορτογαλίας επιδιώκει να παίξει ρόλο ρυθμιστή, καθώς διπλασίασε τις δυνάμεις του. Η πορτογαλική αριστερά και η δεξιά καταλήγουν σε μια αμφίρροπη κούρσα καθώς η χώρα ψηφίζει στις δεύτερες πρόωρες βουλευτικές εκλογές μέσα σε τρία χρόνια, μια αμφίρροπη αναμέτρηση που αναμένεται επίσης να οδηγήσει σε τεράστια κέρδη και έναν πιθανό ρόλο ρυθμιστή για το ακροδεξιό κόμμα Chega.  Πλέον όλα θα κριθούν στις συνομιλίες μεταξύ των κομμάτων.

Οι σημερινές εκλογές προκλήθηκαν από την κατάρρευση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Αντόνιο Κόστα, ο οποίος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός τον Νοέμβριο εν μέσω έρευνας για φερόμενες παρανομίες στους χειρισμούς της κυβέρνησής του σε μεγάλα πράσινα επενδυτικά έργα.

S&P: Αναβαθμίζεται σε “A-” η αξιολόγηση της Πορτογαλίας

Ο Κόστα -ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία από το 2015 και ο οποίος κέρδισε μια αιφνιδιαστική απόλυτη πλειοψηφία στις γενικές εκλογές του 2022- δεν έχει κατηγορηθεί για κανένα έγκλημα. Ο ίδιος δήλωσε ότι αισθάνθηκε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί επειδή όπως δήλωσε «τα καθήκοντα του πρωθυπουργού δεν συμβιβάζονται με οποιαδήποτε υποψία για την ακεραιότητά μου».

Τι δίνουν τα exit poll

Οι κάλπες άνοιξαν στις 8 π.μ. σήμερα και τα περισσότερα αποτελέσματα των ψηφοφοριών αναμένονταν εντός ωρών από το κλείσιμο των εκλογικών τμημάτων στις 8 μ.μ. τοπική ώρα. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων είχε φθάσει το 25,2% μέχρι το μεσημέρι, από 23,3% που ήταν το ίδιο χρονικό σημείο στις προηγούμενες εκλογές.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι εκλογές θα είναι μια υπόθεση με μικρή διαφορά, με λίγες μόνο ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ της κεντροδεξιάς Δημοκρατικής Συμμαχίας – μιας εκλογικής πλατφόρμας που αποτελείται από το μεγάλο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD) και δύο μικρότερα συντηρητικά κόμματα – και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS). Η κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (AD) της Πορτογαλίας ήταν έτοιμη να κερδίσει τις περισσότερες ψήφους στις βουλευτικές εκλογές της Κυριακής, αλλά πολύ μακριά από την πλήρη πλειοψηφία, όπως έδειξαν τρία exit polls, τα οποία τοποθετούσαν την AD στο 27,6%-33%, ακριβώς μπροστά από τους νυν Σοσιαλιστές.

Οι δημοσκοπήσεις που δημοσίευσαν τα τρία κύρια τηλεοπτικά κανάλια SIC, RTP και TVI έδειξαν ότι όλα τα δεξιά κόμματα μαζί, συμπεριλαμβανομένου του ακροδεξιού Chega, ήταν πιθανό να εξασφαλίσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Η Chega ήταν πιθανό να κερδίσει 14%-21,6%, ένα μεγάλο άλμα από το 7,2% που είχε καταγράψει στις τελευταίες εκλογές του Ιανουαρίου 2022. Ωστόσο, η AD έχει μέχρι στιγμής αποκλείσει οποιαδήποτε συμφωνία με την Chega, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ασταθή κυβέρνηση. Οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο 24,2% έως 29,5%.

Κυβέρνηση κεντροδεξιάς με ακροδεξιά ή κεντροαριστεράς με την αριστερά;

Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή, την τελευταία ημέρα της προεκλογικής εκστρατείας, έφερε τη Δημοκρατική Συμμαχία στο 34% και τους σοσιαλιστές στο 28%. Όμως η δημοσκόπηση, για λογαριασμό της εφημερίδας Público και του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα RTP, έδειξε επίσης ότι οι σοσιαλιστές και άλλα, μικρότερα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν συλλογικά αρκετές ψήφους ώστε να υπερκεράσουν εκείνες του δεξιού μπλοκ.

Πολλά θα εξαρτηθούν από την Chega, το λαϊκιστικό, ακροδεξιό κόμμα που ιδρύθηκε πριν από πέντε χρόνια από τον Αντρέ Βεντούρα.Ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Chega Andre Ventura (L) και μαζί με τη σύζυγό του Dina Nunes Ventura αποχωρούν από ένα εκλογικό τμήμα στο Parque das Nacoes, στη Λισαβόνα.

Ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Chega Andre Ventura (L) και η σύζυγός του Dina Nunes Ventura αποχωρούν από εκλογικό τμήμα στο Parque das Nacoes, στη Λισαβόνα.

Πηγή: in.gr

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα
Ανδρουλάκης: Το ΠΑΣΟΚ ήρθε για να γίνει κυβέρνηση
Επικαιρότητα |

«Πρέπει να συζητάμε με την Τουρκία, αλλά χωρίς αυταπάτες» , λέει ο Νίκος Ανδρουλάκης.

Ο Νικος Ανδρουλάκης άσκησε κριτική στη Νέα Δημοκρατία λέγοντας ότι «καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες», ενώ το περιβάλλον για ελληνοτουρκικό διάλογο δεν ήταν ευνοϊκό