Είναι πέρα από προφανές πως η προσοχή (και των Ευρωπαίων) έχει στραφεί από τον περασμένο Απρίλιο στους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνησης Τραμπ. Παρά τα «μπρος πίσω» και την αβεβαιότητα σχετικά με το πού θα κάτσει η μπίλια, η Κομισιόν έχει καταρτίσει ένα ευρύ φάσμα αντίμετρων για να αντιμετωπίσει τη δασμολογική πολιτική Τραμπ. Αυτή η δικαιολογημένη αντίδραση δεν αφορά βέβαια το τι συμβαίνει με τους ενδοευρωπαϊκούς δασμούς. Αν και ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας έχει αναφερθεί εκτενώς στην περίφημη έκθεσή του.
Κι αυτό αποτελεί ,επίσης, ένα μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη. Όπως δείχνει το συγκεκριμένο κείμενο, το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα εσωτερικά εμπόδια της Ευρώπης ισοδυναμούν με δασμούς 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες. Ούτε λίγο ούτε πολύ η συγκεκριμένη συνθήκη μειώνει την αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται οι ευρωπαϊκές εταιρείες.
Με τον τρόπο αυτό, το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι λιγότερο από το μισό σε σύγκριση με το αντίστοιχο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών στις ΗΠΑ. Μάλιστα, ενόσω η οικονομική και εμπορική δραστηριότητα μετατοπίζεται περισσότερο προς τις υπηρεσίες, το συνολικό τους μερίδο στην ανάπτυξη δυσκολεύει τις συνθήκες
Την ίδια στιγμή, όπως έχει εξηγήσει ο κ. Ντράγκι, η ΕΕ επέτρεψε σε ρυθμιστικούς κανόνες να διέπουν το πιο καινοτόμο σκέλος των υπηρεσιών —το ψηφιακό— εμποδίζοντας την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εταιρειών τεχνολογίας και μην επιτρέποντας στην οικονομία να αποκομίσει μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας. Το κόστος συμμόρφωσης με τον GDPR, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι έχει μειώσει τα κέρδη για τις μικρές ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας έως και 12%. Βέβαα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ζήτημα των προσωπικών δεδομένων είναι σημαντικό και δε μπορεί να αποτυπώνεται μόνο με οικονομικό τρόπο.
Αυξημένο κόστος παραγωγής αποτυπώνει η έκθεση Ντράγκι και στα βιομηχανικά προϊόντα, με πρώτες ύλες από την Κίνα. Η αιτία βρίσκεται στους υψηλότερος δασμούς που επέβαλε η ΕΕ, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί οι εισαγωγικοί δασμοί και τα μη δασμολογικά μέτρα της Κίνας αθροίζονται σε 12% για σίδηρο, χάλυβα και άλλα μέταλλα. Αντίστοιχα, οι δασμοί των ΗΠΑ προς την Κίνα αντιστοιχούσαν το 2024, με 4% για τον σίδηρο και τον χάλυβα και 7% για τα άλλα μέταλλα.
Πέραν του παραπάνω, ΕΕ αύξησε το 2024 τους δασμούς στις εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων στις εισαγωγές από την Κίνα. Τον Ιούλιο του 2024, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε προσωρινούς αντισταθμιστικούς δασμούς που κυμαίνονται από 17,4% έως 37,6%, στις εισαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων από την Κίνα, πέραν του –ήδη μέχρι τότε και σήμερα – εφαρμοζόμενου δασμού 10% για τα αυτοκίνητα.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη έχει ουσιαστικά αυξήσει τους δασμούς εντός των συνόρων της και ενισχύει τους ρυθμιστικούς κανόνες σε έναν τομέα που αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ της ΕΕ, σύμφωνα με τον Μάριο Ντράγκι.
Η αποτυχία να καμφθούν τα εσωτερικά εμπόδια συνέβαλε επίσης στο ασυνήθιστα υψηλό εμπορικό άνοιγμα της Ευρώπης. Από το 1999, το εμπόριο ως μερίδιο του ΑΕΠ έχει αυξηθεί από 31% σε 55% στην ευρωζώνη, ενώ στην Κίνα αυξήθηκε από 34% σε 37% και στις ΗΠΑ από 23% σε μόλις 25%. Ωστόσο, αυτή η συνθήκη που αποτελούσε ένα πλεονέκτημα, σήμερα δείχνει να αποτελεί αχίλλειο πτέρνα.