Σε νέα πολιτική κρίση φαίνεται ότι έχει εισέλθει η Γαλλία, μετά και την απόφαση του πρωθυπουργού της χώρας, Φρανσουά Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, θέτοντας εν αμφιβόλω την επόμενη ημέρα της κυβέρνησής του, καθώς τα τρία κύρια κόμματα της αντιπολίτευσης ανακοίνωσαν ότι δεν θα υποστηρίξουν την πρόταση.
Ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μαζικό sell off των γαλλικών περιουσιακών στοιχείων, με τον CAC 40 στο Παρίσι να υποχωρεί πάνω από 2% και την απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου να ξεπερνά το 3,5%. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της Γαλλίας είναι πλέον από τις υψηλότερες στην ευρωζώνη, ξεπερνώντας χώρες που κάποτε θεωρούνταν στην καρδιά της κρίσης χρέους, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Κατά τον Έρικ Νέλσον, επικεφαλής στρατηγικής G10 FX στην Wells Fargo, οι προοπτικές για τα γαλλικά περιουσιακά στοιχεία «όχι ιδιαίτερα θετικές», αλλά τόνισε ότι το αποτέλεσμα για την κυβέρνηση Μπαϊρού δεν είναι δεδομένο.
«Μέρος του ζητήματος είναι ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές και το ευρώ αποτέλεσαν φέτος ένα δημοφιλές momentum trade. Αυτό που βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες είναι μια μικρή ανατροπή αυτής της τάσης», εξήγησε.
Σχετικά με την τύχη της κυβέρνησης Μπαϊρού, ο Νέλσον πρόσθεσε ότι «δεν γνωρίζει αν ο Μπαϊρού έχει ήδη χάσει. Υπάρχει ακόμα κάποια αβεβαιότητα. Έχει αρκετά να προσφέρει στην αντιπολίτευση», αναφερόμενος ενδεικτικά στην πιθανότητα να αποσύρει μια αμφιλεγόμενη πρόταση για κατάργηση δύο δημόσιων αργιών.
«Βρίσκονται σε ένα πολύ λεπτό σημείο», κατέληξε, «και δεδομένης της θέσης των επενδυτών στα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, οι κίνδυνοι είναι πολλοί».
Κατάρρευση της κυβέρνησης στον ορίζοντα
Η εύθραυστη κυβέρνηση μειοψηφίας του Μπαϊρού βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις. Το ακροδεξιό Rassemblement National, η αριστερή Γαλλία Ανυπότακτη και οι Πράσινοι έχουν ήδη δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν, ενώ οι Σοσιαλιστές αρνούνται να υποστηρίξουν την κυβέρνηση. Εάν η πλειοψηφία των βουλευτών καταψηφίσει την πρόταση, ο Μπαϊρού θα αναγκαστεί να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησής του.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι η εύθραυστη κεντρώα συμμαχία που υποστηρίζει τον πρωθυπουργό δεν διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή, γεγονός που καθιστά την ψήφο εμπιστοσύνης καθοριστική. Παρόμοια αποτυχία είχε προηγηθεί με τον προηγούμενο πρωθυπουργό, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος είχε ανατραπεί μετά από μόλις 90 ημέρες.
Στο μεταξύ, ο Μπαϊρού ανέφερε ότι ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν συμφώνησε να συγκαλέσει εκτάκτως τη Βουλή για να παρουσιαστεί το σχέδιο της κυβέρνησης και να διεξαχθεί η ψήφος εμπιστοσύνης, ωστόσο πληθαίνουν οι φωνές για νέες εκλογές, ειδικά μετά την παρέλευση του 12μηνου από τις προηγούμενες εκλογές.
Κίνδυνος παρέμβασης του ΔΝΤ
Το κλίμα επιδεινώθηκε όταν ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ προειδοποίησε ότι η κατάρρευση της κυβέρνησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρέμβαση του ΔΝΤ στην οικονομία. «Βρισκόμαστε στο μέσο της μάχης», δήλωσε στο ραδιόφωνο France Inter, προσθέτοντας ότι δεν είναι «απογοητευμένος» από την πιθανότητα να χαθεί η ψήφος εμπιστοσύνης.
Σε ερώτηση για τα σχόλια άλλων πολιτικών σχετικά με παρέμβαση του ΔΝΤ, ο Λομπάρ προειδοποίησε ότι «αυτός είναι ένας κίνδυνος που βρίσκεται μπροστά μας. Είναι ένας κίνδυνος που θα θέλαμε να αποφύγουμε, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει».
Η «κατάρα» του χρέους και τα μέτρα λιτότητας
Ο Μπαϊρού, προσπαθώντας να περιορίσει το έλλειμμα που εκτινάχθηκε στο 5,8% του ΑΕΠ πέρυσι, παρουσίασε σχέδιο για αύξηση φόρων και περικοπές δαπανών ύψους 44 δισ. ευρώ έως το 2026. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατάργηση δύο εθνικών αργιών, πάγωμα αυξήσεων στις συντάξεις και κοινωνικές παροχές για ένα έτος, καθώς και επιβολή «συνεισφοράς αλληλεγγύης» στους πλούσιους.
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι το κόστος των τόκων θα αυξηθεί από 60 δισ. ευρώ το 2024 σε 66 δισ. ευρώ το 2025, καθιστώντας το βάρος του χρέους τον σημαντικότερο προϋπολογισμό της χώρας, ακόμα και πάνω από τις δαπάνες για άμυνα και εκπαίδευση.
«Υπάρχει ή όχι εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσουμε τα δημόσια οικονομικά μας και να ξεφύγουμε από την κατάρα του χρέους που μας απασχολεί όλους;» ρώτησε ρητορικά ο Μπαϊρού, τονίζοντας την ανάγκη πολιτικής συναίνεσης για να ξεπεραστούν οι αντιθέσεις.