Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στο μικροσκόπιο της S&P Global Ratings, καθώς ο οίκος αναμένεται να ανακοινώσει τη νέα του αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία.
Η αξιολόγηση του οίκου έρχεται μετά την αναβάθμιση του Απριλίου, όταν η χώρα επανήλθε στην κατηγορία ΒΒΒ με σταθερές προοπτικές, κλείνοντας έναν πολυετή κύκλο επιτήρησης. Οι αγορές δεν “βλέπουν” αλλαγή της επενδυτικής βαθμίδας, ωστόσο η έκθεση θεωρείται καθοριστική για την πορεία των ελληνικών ομολόγων και την αποτίμηση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, σε μια περίοδο γενικευμένης επιβράδυνσης στην Ευρώπη.
Η αξιολόγηση της S&P πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης αστάθειας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει παγκόσμια ανάπτυξη 3,2% για το 2025, με βασικούς κινδύνους τις γεωπολιτικές εντάσεις, τους εμπορικούς πολέμους και τα υψηλά επιτόκια. Η ΕΚΤ διατηρεί την οικονομία της Ευρωζώνης σε τροχιά αναιμικής ανάπτυξης (1,2%), με τη Γερμανία στα όρια στασιμότητας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και η συνέχιση της μείωσης του ελληνικού χρέους λειτουργούν ως δείκτες αξιοπιστίας σε μια Ευρώπη που αναζητά νέα ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Το αποτύπωμα της αξιολόγησης
Η αυριανή έκθεση της S&P δεν θα αποτιμήσει μόνο τη δημοσιονομική πορεία, αλλά και την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να συντηρήσει την ανάπτυξη χωρίς εξωτερικά στηρίγματα. Οι θεσμοί αναγνωρίζουν τη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά αναζητούν αποδείξεις ότι η βελτίωση αυτή μπορεί να αποκτήσει διάρκεια.
Για την Αθήνα, η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι μεν επιτυχία, αλλά το πραγματικό ζητούμενο είναι η εδραίωση της εμπιστοσύνης από τις αγορές και η επιβεβαίωση ότι η ανάπτυξη δεν είναι παρενθετική.
Παρά τις βελτιωμένες επιδόσεις, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικές αδυναμίες που προβληματίζουν τους θεσμούς.
Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει περίπου στο 65% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ενώ η βιομηχανία συμμετέχει με λιγότερο από 10% στην οικονομική δραστηριότητα. Οι εξαγωγές, αν και αυξημένες, συγκεντρώνονται σε λίγους κλάδους, γεγονός που περιορίζει τη διαφοροποίηση και αυξάνει την εξάρτηση από εξωγενείς παράγοντες όπως η ενέργεια και ο τουρισμός.
Η οίκοι αξιολόγησης αξιολογούν θετικά την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και τη μείωση της ανεργίας στο 8%, αλλά διαπιστώνουν καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας και της δικαιοσύνης. Η χαμηλή πρόσβαση μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και η στασιμότητα της παραγωγικότητας εξακολουθούν να λειτουργούν ως τροχοπέδη για την περαιτέρω αναβάθμιση.
Η διεθνής συγκυρία
Ο οίκος Fitch Ratings, σε πρόσφατη ανάλυσή του, έστειλε «σήμα» πιθανής νέας αναβάθμισης, τονίζοντας τα «μεγάλα όπλα» της ελληνικής οικονομίας:
● ισχυρή δημοσιονομική πορεία,
● ανθεκτική ανάπτυξη γύρω στο 2,3% το 2025,
● και τη γρηγορότερη μείωση χρέους διεθνώς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το δημόσιο χρέος αναμένεται να υποχωρήσει από 146,5% του ΑΕΠ το 2024 σε 139,4% το 2026, με προοπτική να φτάσει το 120% έως το 2030. Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, που ανέρχονται σε περίπου 16% του ΑΕΠ, εξασφαλίζουν κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών για τρία έτη — στοιχείο που καταγράφεται θετικά στις αξιολογήσεις.
Η Fitch, που θα επανέλθει στις 14 Νοεμβρίου, διατηρεί τη βαθμίδα BBB− με θετικές προοπτικές, τονίζοντας ότι η συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η πρόοδος των επενδύσεων μπορούν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση. Ωστόσο, επισημαίνει ως κινδύνους την πιθανή επιβράδυνση της ανάπτυξης και τη διατήρηση υψηλών εξωτερικών ελλειμμάτων.
Ακολουθούν η Scope Ratings στις 7 Νοεμβρίου και η Moody’s έως το τέλος του έτους, ενώ η S&P ανοίγει τον κύκλο των αξιολογήσεων σε μια συγκυρία που η Ελλάδα προσπαθεί να αποδείξει ότι η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο.
Θετικές επιδόσεις
Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2026, η Ελλάδα προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, ξεπερνώντας για ακόμη μια χρονιά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,2%). Το χρέος αναμένεται να υποχωρήσει στο 137,6% του ΑΕΠ, ενώ τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρούνται άνω του 2%.
Η πορεία αυτή βασίζεται κυρίως στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, στην ανάκαμψη του τουρισμού και στην αυξημένη εγχώρια ζήτηση. Οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν ως «ασπίδα» απέναντι στη διεθνή αβεβαιότητα, ωστόσο παραμένουν εξωγενείς, κάτι που προβληματίζει τους οίκους ως προς τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα.