Μπορούν οι καταναλωτές να σώσουν την οικονομική ανάκαμψη στην Ε.Ε.; Το ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει έρευνα καταναλωτικών προσδοκιών της Κομισιόν, όμως τα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Τουλάχιστον, όχι ακόμη όσο η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις με την πανδημία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.

Η πανδημία του κορωνοϊού και τα περιοριστικά μέτρα που τη συνόδεψαν, επέφεραν σκληρό πλήγμα στην ιδιωτική κατανάλωση. Παράλληλα, οι απώλειες εισοδήματος μετριάσθηκαν σημαντικά από τα πακέτα στήριξης των εθνικών κυβερνήσεων καθώς επίσης και από τη στροφή σε εξ αποστάσεως εργασία για ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων. Αυτά, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις που διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, οδήγησε σε πρωτοφανή επίπεδα καταθέσεων, υποχρεωτική και προληπτική.

Το 2020, η ιδιωτική κατανάλωση στην Ε.Ε. μειώθηκε κατά 7% έναντι του προηγούμενου έτους, συμβάλλοντας σημαντικά στην υποχώρηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Αντίθετα, στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2021, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 0,6%, ενώ το ποσοστό αποταμίευσης αυξήθηκε κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες στο 18,4%. Κοιτώντας μπροστά, η ισχύς της ανάκαμψης στην κατανάλωση και την παραγωγή θα εξαρτηθεί -κυρίως- στην ταχύτητα με την οποία θα μειωθούν οι καταθέσεις. Αυτό με τη σειρά του θα εξαρτηθεί από την (εκτιμώμενη) οικονομική κατάσταση των καταναλωτών, την κατανομή των αποταμιεύσεων σε όλο το εύρος των κοινω-οικονομικών ομάδων του πληθυσμού, όπως εισόδημα και ηλικία, και απο το επίπεδο της αβεβαιότητας αναφορικά με τις οικονομικές προοπτικές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε έρευνα με την οποία επιχειρείται να εκτιμηθεί κατά πόσον τα στοιχεία για τις καταναλωτικές τάσεις του 2020 και των πρώτων μηνών του 2021 μπορούν να οδηγήσουν σε εκτιμήσεις σχετικά με πορεία της κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση κυρίως απο το δεύτερο τρίμηνο του 2021 οπότε και αναμένεται να αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη.

Πρόληψη ή αδυναμία για κατανάλωση;

Από μακροπρόθεσμη άποψη, η κρίση του Covid-19 σηματοδοτεί τη διάσπαση στην ιστορικά στενή σχέση ανάμεσα στις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την προηγούμενη οικονομική τους κατάσταση και τις προθέσεις αποταμίευσης. Στο παρελθόν, η συντονισμένη κίνηση των δύο επιβεβαίωνε ότι η εκτίμηση οικονομικής κατάστασης ήταν οδηγός για την αποταμίευση. Οσο καλύτερες ήταν οι εκτιμήσεις, τόσο τα νοικοκυριά ήθελαν να αποταμιεύουν και αντιστρόφως. Επακόλουθα, πριν την κρίση πανδημίας, ο ρυθμός αποταμίευσης ήταν σταθερός χρονικά, κυμαινόμενος μεταξύ 11-14% στην Ε.Ε. Ομως, με την έναρξη της κρίσης, οι δύο μεταβλητές ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, σηματοδοτώντας μια αυξανόμενη αποσύνδεση ανάμεσα στην επιθυμία για αποταμίευση και την εκτίμηση για την οικονομική κατάσταση.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί είτε ως προληπτική κίνηση, μαζεύω για να έχω, ή ως απλά αδυναμία κατανάλωσης, γεγονός που οδηγεί σε υποχρεωτική αποταμίευση.

Η ήπια μείωση στο ισοζύγιο στο α’ τρίμηνο δεν συγκρίνεται με τη κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο του 2020 (-2,1% και -14,9% αντίστοιχα). Η πτώση δεν εξηγείται πλήρως ούτε με την πτώση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος. Η ισχυρή ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, που σημειώθηκε στο τρίτο τρίμηνο του 2020 δεν ήταν ευθυγραμμισμένη και την σταθερή επιδείνωση των εκτιμήσεων των καταναλωτών για την οικονομική τους κατάσταση. Η απότομη πτώση και μερική ανάκαμψη των προσδοκιών για την μελλοντική τους οικονομική κατάσταση ακολουθούν πιο σωστά τη δυναμική των πραγματικών δαπανών των καταναλωτών στο εννεάμηνο του 2020, όμως οι μεταβολές δεν είναι συγκρίσιμες.

Ελλειψη ευκαιριών

Συνολικά, το μεγάλο κενό ανάμεσα στην κάθετη πτώση της κατανάλωσης και την αυξημένη τάση για αποταμίευση οδηγεί στην εκτίμηση ότι αντανακλά κυρίως την έλλειψη καταναλωτικών ευκαιριών λόγω των περιορισμών στην καθημερινή ζωή. Πρόσθετες αποδείξεις ότι τα νοικοκυριά μείωσαν την κατανάλωσή τους κυρίως επειδή είχαν λιγότερες ευκαιρίες να ξοδέψουν αλλά και λόγω του φόβου της μόλυνσης, παρέχουν οι ειδικές έρευνες που έκαναν οι κεντρικές τράπεζες της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Ταυτόχρονα, η επιδείνωση των καταναλωτικών προσδοκιών στην πρώτη φάση της πανδημίας σημαίνει ότι η αύξηση της αποταμίευσης ήταν κυρίως προληπτικό μέτρο. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στην εκτίμηση ότι απο τη στιγμή που θα περιοριστικά μέτρα θα χαλαρώσουν ή θα αποσύρονται και η αβεβαιότητα για το μελλοντικό εισόδημα μειωθεί, τότε η αποταμίευση θα δώσει τη θέση της στη δαπάνη, πυροδοτώντας την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, υπάρχει κι αντίθετες εκτιμήσεις. Η σταθερή υποχώρηση της εκτίμησης των καταναλωτών για την παρελθούσα οικονομική τους κατάσταση, με μικρά σημάδια σταθεροποίησης πρόσφατα, μπορεί να υπονοούν ότι απο τη στιγμή που τα περιοριστικά μέτρα αποσυρθούν, πολλοί καταναλωτές ίσως δεν καταφέρουν να επιστρέψουν στα προ-κρίσης επίπεδα κατανάλωσης. Δεύτερον, μια πιό κοντική ματιά στις καταναλωτικές δαπάνες δείχνει ότι η αρχική τττώση των δαπανών αντανακλά σημαντική μείωση στις δαπάνες υπηρεσιών.

Ηλικία για γεωγραφία

Η δημογραφική εκτίμηση έχει μεγάλη σημασία καθώς φαίνεται πως οι καταναλωτές που επλήγησαν περισσότερο απο την πανδημία ήταν οι νέοι (16-29 ετών) και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ οι ηλικιωμένοι δέχθηκαν το μικρότερο πλήγμα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατανάλωση υπηρεσιών δύσκολα θα ανακάμψει στα προ-πανδημίας επίπεδα, γιατό και οι ελπίδες για ισχυρή μελλοντική κατανάλωση είναι περιορισμένες, αν και ο τομέας ημι-διαρκών αγαθών, όπως ο ρουχισμός, μπορεί να καταγράψει σημαντική αύξηση ζήτησης.

Η αποταμίευση ήταν μεγαλύτερη στα υψηλότερα εισοδήματα, που τείνουν να αποταμιεύουν πιό πολύ και να ξοδεύουν λιγότερο, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς γρήγορη έναρξη της κατανάλωσης την επόμενη ημέρα. Ταυτόχρονα, στην άλλη άκρη, τα χαμηλότερα εισοδήματα τράβαγαν χρήματα απο τις αποταμιεύσεις για να πληρώσουν χρέη ή λογαριασμούς.

Οι προθέσεις των καταναλωτών να προχωρήσουν σε αγορές τους επόμενους 12 μήνες εξαρτάται άμεσα από την πρόθεσή τους να αποταμιεύσουν, καθώς η αβεβαιότητα παραμένει σημαντικός αποθαρρυντικός παράγων.

Συνολικά, η ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας βάσει εισοδήματος και ηλικίας δεν δείχνει προς μια σημαντική αύξηση καταναλωτικών δαπανών στο μέλλον. Σε γεωγραφική κατανομή, η εκτίμηση των καταναλωτών διαφέρει σημαντικά απο χώρα σε χώρα. Στη Σουηδία, Φινλανδία, Ολλανδία και Βουλγαρία οι εκτιμήσεις βρίσκονται λίγο κάτω απο τα προ-κρίσης επίπεδα, ενώ στην Ελλάδα, Πολωνία, Μάλτα, Ουγγαρία και Λετονία, ο δείκτης υποχώρησε περισσότερο απο 20 μονάδες κάτω από το επίπεδο του Φεβρουαρίου 2020.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή