Τους πρώτους τρεις μήνες της πανδημίας, η Shawnie Bennett, μια ανύπαντρη μητέρα από το Όκλαντ της Καλιφόρνια, έχασε τη δουλειά της και τον αδερφό της, ο οποίος πέθανε από κορωνοϊό. Η θλίψη έκανε τα lockdown ακόμη πιο δύσκολα, συν του ότι έπρεπε, παράλληλα, να βοηθάει και την οχτάχρονη κόρη της, Xa’viar, με την τηλεκπαίδευση. Τον Νοέμβριο, η κα Bennett έγραψε την κόρη της στα διαδικτυακά μαθήματα που παρέδιδε μία ομάδα γονέων στην περιοχή της και προγραμμάτισαν να έχει μάθημα κάθε Σάββατο πρωί. Ένα τεστ της, αυτό τον μήνα, έδειξε ότι οι δεξιότητές της στην ανάγνωση βελτιώνονται με γρήγορους ρυθμούς.

Τα μαθήματα κάθε Σαββατοκύριακο είναι μία υπηρεσία που παρέχεται, μεταξύ πολλών άλλων διαδικτυακών υπηρεσιών, τον τελευταίο χρόνο, από το The Oakland Reach, μία ομάδα υποστήριξης. Λιγότερο από το ένα τρίτο των μαύρων και καφέ παιδιών στο Όκλαντ έχουν αποκτήσει τις δεξιότητες ανάγνωσης που θα έπρεπε να είχαν βάσει της τάξης τους, αναφέρει η Lakisha Young, συνιδρυτής αυτής της ομάδας υποστήριξης. Για πέντε χρόνια η ομάδα της ασκεί πιέσεις για βελτιώσεις στον τομέα της εκπαίδευσης. Ωστόσο, όταν η μάθηση μετατοπίστηκε από τις τάξεις στο Διαδίκτυο, άρχισε να προσλαμβάνει καθηγητές για να συνεργάζονται απευθείας με παιδιά. Η κα. Young πιστεύει ότι οι οικογένειες που έχουν επωφεληθεί από αυτή την πρωτοβουλία θα απαιτούν περισσότερα από τα σχολεία στο μέλλον. Η τοπική περιφέρεια έχει ήδη βρει τα χρήματα, για να υιοθετήσει και να επεκτείνει μέρος των εργασιών της ομάδας της. Προσθέτει, ακόμή, ότι η πανδημία ήρθε την «κατάλληλη» στιγμή «ώστε να δημιουργήσουμε όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε».

Οι μεγάλες κρίσεις ήταν, συνήθως, αυτές που άλλαζαν το σχολείο προς το καλύτερο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε τον Νόμο Μπάτλερ στη Βρετανία, ο οποίος αύξησε τα έτη υποχρεωτικής εκπαίδευσης και κατήργησε τα δίδακτρα για πολλά κρατικά σχολεία. Μετά τον τυφώνα Κατρίνα, που πλημμύρισε τη Νέα Ορλεάνη, αξιωματούχοι προέβησαν σε σαρωτικές σχολικές μεταρρυθμίσεις. Εννέα χρόνια αργότερα, τα ποσοστά αποφοίτησης είχαν αυξηθεί κατά 9-13 ποσοστιαίες μονάδες.

Ο κορωνοϊός διέκοψε την εκπαίδευση σε κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί. Μέχρι τα μέσα Απριλίου του 2020, περισσότερο από το 90% των μαθητών παγκοσμίως δεν μπορούσαν να προσέλθουν στις αίθουσες διδασκαλίας. Το κλείσιμο διήρκεσε μήνες, γεγονός που επέφερε αρνητικά αποτελέσματα στην εκμάθηση (βλ. διάγραμμα 1), την ασφάλεια και την ευημερία. Ωστόσο, καθώς οι νέοι σε πλούσιες χώρες – στους οποίους επικεντρώνεται το παρόν άρθρο – επιστρέφουν στις τάξεις, οι μεταρρυθμιστές ελπίζουν ότι η κρίση θα οδηγήσει σε αλλαγές που θα κάνουν τα σχολεία πιο αποτελεσματικά, ευέλικτα και δίκαια.

Οι επικριτές των σύγχρονων σχολείων υποστηρίζουν ότι τα σχολεία έχουν μετά δυσκολίας αλλάξει από τον 19ο αιώνα, τότε που η εκπαίδευση από τις αίθουσες ενός δωματίου μεταφέρθηκε σε μεγάλα ιδρύματα, όπου οι μαθητές ξεκίνησαν να χωρίζονται σε τάξεις βάσει της ηλικίας τους. Αυτό είναι υπερβολικό. Ωστόσο, τα παραδοσιακά σχολικά μοντέλα έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτικά, προσθέτει ο Larry Cuban, ιστορικός εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Αναφέρει, ακόμη, ότι οι γονείς εκτιμούν περισσότερο τη μεθοδικότητα «παλιού» σχολείου που ήταν χωρισμένο σε τάξεις μα βάση τον παλιό μοντέλο διδασκαλίας. «Το θέλουν και τους αρέσει, παρόλο που παραπονιούνται».

Ωστόσο, ακόμη και πριν την πανδημία, είχαμε τους λόγους να αναρωτηθούμε εάν τα σχολεία του πλούσιου κόσμου είχαν ξεκινήσει να «χάνουν την αξία τους». Σε μελέτες του ΟΟΣΑ που διεξήχθησαν σε πλούσιες χώρες του κόσμου, μια διακυβερνητική ομάδα κατέληξε στο ότι τα παιδιά, στο σύνολό τους, δεν πετυχαίνουν καλύτερες βαθμολογίες σε σχέση με πριν από δύο δεκαετίες, παρόλο που οι δαπάνες ανά μαθητή έχουν αυξηθεί (οι αναλυτές κατέληξαν, επίσης, ότι εκείνοι με τις χαμηλότερες βαθμολογίες έχουν κρατήσει τα σχολεία κλειστά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως δείχνει το γράφημα 2). Πολλοί μαθητές βαριούνται. Το 2017, οι δημοσκόπηση Gallup κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο το ένα τρίτο των λυκαειόπαιδων στην Αμερική έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον για τα μαθήματά τους.

Ο κορωνοϊός και το κλείσιμο των σχολικών μονάδων ανάγκασαν τους δασκάλους να στραφούν εντός λίγων ορών στην τηλεκπαίδευση, χρησιμοποιώντας διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες διδασκαλίας. Σημειώθηκαν, επίσης, σημαντικές αλλαγές με αφαιρέσεις μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία, μεταξύ άλλων, ακύρωσαν σημαντικές εξετάσεις. Για ένα χρονικό διάστημα το 2020, πολλά αμερικανικά σχολεία απέφυγαν εντελώς τις βαθμολογήσεις, χρησιμοποιώντας στη θέση τους απλές ενδείξεις όπως «πέρασες» ή  «κόπηκες» (“pass” or “fail”).

Για τη συντριπτική πλειοψηφία των οικογενειών στην Αμερική, η τηλεκπαίδευση ήταν «κάτι μεταξύ απογοήτευσης και καταστροφής», αναφέρει ο Justin Reich από το  Εργαστήριο Διδακτικών Συστημάτων στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT). Δεδομένα από όλο τον κόσμο υποδηλώνουν ότι, κατά μέσο όρο, τα παιδιά φέτος έχουν μάθει πολύ λιγότερα από ό,τι συνήθως. Μέχρι τον Μάρτιο του 2021 οι μαθητές δημοτικού στην Αγγλία είχαν μείνει σχεδόν τρεις μήνες πίσω στην ύλη. Το περασμένο καλοκαίρι, τεστ σε μαθητές στο Βέλγιο έδειξαν παρόμοιες καταστάσεις. Μελέτη μαθητών στην Ολλανδία έδειξε ότι, κατά τη διάρκεια οκτώ εβδομάδων τηλεκπαίδευσης, το πρώτο εξάμηνο του 2020, ο μέσος μαθητής δεν έμαθε τίποτα καινούριο.

Τα παιδιά που ήταν ήδη σε μειονεκτική θέση έχουν υποφέρει περισσότερο. Η ολλανδική μελέτη έδειξε ότι η απώλεια μάθησης ήταν περισσότερη από 50% για όσα παιδιά είχαν γονείς με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Μέχρι το φθινόπωρο του 2020, τα οκτάχρονα και εννιάχρονα στο Οχάιο είχαν μείνει πίσω στα Αγγλικά κατά περίπου ένα τρίτο ενός έτους μάθησης, σε σύγκριση με τα παιδιά των προηγούμενων ετών. Οι βαθμολογίες των μαύρων μαθητών μειώθηκαν κατά 50% περισσότερο από αυτές των λευκών.

Το σχολείο έχει καταρρεύσει

Το κλείσιμο του σχολείου ανέδειξε τη σημασία της εκπαίδευσης για την ψυχική και σωματική υγεία των παιδιών. Οι νέοι στην Ιταλία έτρωγαν λιγότερο υγιεινά όταν έκλεισαν οι σχολικές μονάδες. Οι αναφορές για κακοποίηση παιδιών έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό και αυτό γιατί οι δάσκαλοι, που ήταν συχνά οι πρώτοι που το διαπίστωναν, δεν έχουν δει τους μαθητές τους αυτοπροσώπως.

Ο Yoshinaga Sakura, δάσκαλος σε γυμνάσιο στο Numazu της κεντρικής Ιαπωνίας, αναφέρει ότι, όταν έκλεισαν τα σχολεία, μερικά παιδιά έμειναν μόνα τους στο σπίτι, επειδή οι γονείς τους έπρεπε να πηγαίνουν στη δουλειά. Πιστεύει ότι οι περιπτώσεις αυτοτραυματισμού αυξήθηκαν. Ο Euan Morton, δάσκαλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Μελβούρνη στην Αυστραλία, υποστηρίζει ότι ορισμένα παιδιά που διδάσκονται μέσω τηλεκπαίδευσης φαίνονται λιγότερο ώριμα στη συμπεριφορά και τη στάση τους από όσο θα περίμενε κανείς: «Η κοινωνική τους ανάπτυξη δεν συνάδει με την ακαδημαϊκή τους ανάπτυξη».

Ωστόσο, υπάρχουν και ευχάριστα νέα. Σύμφωνα με μελέτες, η κρίση έχει ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ των δασκάλων και γονέων. Η ενίσχυση αυτού του δεσμού είχε ως συνέπεια την αύξηση της παρακολούθησης των μαθημάτων και, κατά συνέπεια, και τη βελτίωση της απόδοσης των μαθητών. Περισσότεροι από τους μισούς διευθυντές σχολείων στην Αμερική, με γνώμονα τους οποίους διεξήχθη, πρόσφατα, έρευνα από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, δήλωσαν ότι ήρθαν σε στενότερη επαφή με τους γονείς από ό,τι πριν από το κλείσιμο των σχολικών μονάδων. «Δεν έχω μιλήσει ποτέ ξανά τόσο πολύ με τους γονείς», αναφέρει η Katerine Dionne, δασκάλα δημοτικού στο Κονέκτικατ.

Η κρίση έχει κάνει την υιοθέτηση τεχνολογικών εργαλείων σημαντική σε ένα επάγγελμα το οποίο στρεφόταν με πολύ αργούς ρυθμούς στη νέα αυτή τάση. Η μόνη εναλλακτική μας ήταν να στραφούμε στη βοήθεια των υπολογιστών, προσθέτει η Victoria Richmond, διευθύντρια δημοτικού σχολείου στη νοτιοανατολική Αγγλία. Τώρα που τα παιδιά  επιστρέφουν στις τάξεις, τα tablets που έδωσε το σχολείο της σε όλους τους μαθητές καθίστανται χρήσιμα για την παροχή ζωντανής μετάφρασης μαθημάτων σε μαθητές των οποίων μητρική δεν είναι η Αγγλικήη. Η Stephanie Downey Toledo της περιοχής Central Falls στο Rhode Island αναφέρει ότι η κρίση έχει επιταχύνει τις επενδύσεις των σχολείων της στη τεχνολογία κατά μια δεκαετία. Ένα από τα σχολεία της περιοχής έχει εγκαταστήσει έναν πομπό στην οροφή του, ο οποίος μεταδίδει ευρυζωνικά σε κατοικίες που δεν διαθέτουν καλή σύνδεση στο Ίντερνετ. Εν τω μεταξύ, οι επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου σε εταιρείες εκπαιδευτικής τεχνολογίας υπερδιπλασιάστηκαν από 7 δισ. δολάρια το 2019 σε περίπου 16 δισ. δολάρια το 2020, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, HolonIQ.

Μερικά παιδιά, τουλάχιστον, φαίνεται να αποδίδουν καλύτερα στην ηλεκτρονική διδασκαλία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ταλαιπωρούνται από άγχος ή έχουν πέσει θύματα bullying. Μερικοί μαθητές, που ντρέπονται να μιλήσουν στην τάξη, αποκτούν πιο εύκολα το θάρρος να συμμετάσχουν στο μάθημα μέσω βιντεοκλήσεων και συνομιλιών. Ο Jal Mehta από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ πιστεύει ότι τηλεκπαίδευση πιθανότατα βοήθησε όσα παιδιά έχουν κίνητρο και απολαμβάνουν τη διαδικασία της μάθησης, αλλά «θεωρούν κουραστικές τις κοινωνικές πτυχές της εκπαίδευσης». Η Neema Avashia, δασκάλα στη Βοστώνη, αναφέρει ότι η παρακολούθηση μερικών μαθητών αυξήθηκε όταν το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι μαθητές ήταν να ενεργοποιήσουν τον υπολογιστή. Η τηλεκπαίδευση διευκόλυνε την παρακολούθηση των μαθημάτων ακόμα και όταν οι μαθητές ήταν λίγο αδιάθετοι, αναφέρει η Lila Conte, 12χρονη εργαζόμενη από το Bronx.

Το κλείσιμο του σχολείου έχει αυξήσει, όμως, και την ανισότητα. Ακόμη και πριν την πανδημία, οι 16χρονοι από τις φτωχότερες οικογένειες της Αγγλίας υστερούσαν ακαδημαϊκά κατά περίπου 18 μήνες σε σχέση με τους πλουσιότερους συνομηλίκους τους. Η διαφορά στις επιδόσεις στα μαθηματικά, μεταξύ όσων ήταν και όσων δεν ήταν καλοί στο συγκεκριμένο μάθημα, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Παρακολουθώντας τους δασκάλους να προσπαθούν με κάθε τρόπο να παρέχουν φορητούς υπολογιστές, κλειδιά προστασίας διαδικτυακής πρόσβασης WiFi και γεύματα σε φτωχούς μαθητές, έδωσε μία ευρύτερη εικόνα στους υπόλοιπους για το πώς η μειονεκτική θέση πολλών μαθητών τούς επηρεάζει να επωφεληθούν από το σχολείο.

Είναι η κατάλληλη στιγμή να ρωτήσουμε πώς αυτή η κατάσταση μπορεί να βελτιώσει τα σχολεία στο μέλλον. Οι εμπειρίες του κορωνοϊού θα επιβεβαιώσουν, πιθανώς, τις απόψεις των μεταρρυθμιστών  που  υποστηρίζουν ότι τα σχολεία πρέπει να κάνουν περισσότερα για να ενισχύσουν την αντοχή των παιδιών ώστε να αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικότερο τρόπο τις κρίσεις. Οι μαθητές που τα είχαν όλα έτοιμα από τους δασκάλους τους πριν την πανδημία, δυσκολεύθηκαν περισσότερο κατά την τηλεκπαίδευση, υποστηρίζει ο Andreas Schleicher από τον ΟΟΣΑ. Συνεχίζει αναφέροντας ότι τα σχολεία πρέπει να βοηθούν τα παιδιά να μαθαίνουν μόνα τους, αποτελώντας, έτσι, ένα τρόπο προετοιμασίας για ένα μέλλον στο οποίο η τεχνολογική πρόοδος θα αναγκάζει τους επαγγελματίες να αναβαθμίζουν συνεχώς τις δεξιότητές τους στον κλάδο εργασίας τους.

Τι μάθατε στο σχολείο σήμερα;

Ο κ. Schleicher υποστηρίζει ότι η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες κάθε παιδιού είναι απαραίτητη για την κάλυψη των κενών. «Εφαρμόζουμε ακριβώς το ίδιο μοντέλο εκπαίδευσης σε κάθε μαθητή… οπότε γιατί εκπλησσόμαστε όταν τα μαθησιακά αποτελέσματα είναι σε συνάρτηση με το κοινωνικό υπόβαθρο του κάθε μαθητή;»  Υποστηρίζει, ακόμη, ότι σε πάρα πολλά μέρη τα σχολεία είναι «αποτελεσματικά γιγαντιαία συστήματα διαλογής που δεν έχουν σχεδιαστεί για να διευκολύνουν την ατομική ανάπτυξη του εκάστοτε μαθητή». Ο Paul Reville από το Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι τα σχολεία πρέπει να απομακρυνθούν από το «εργοστασιακό μοντέλο», το οποίο προσφέρει σε κάθε μαθητή παρόμοια μαθήματα για παρόμοιο χρονικό διάστημα, και να κατευθυνθούν προς ένα «ιατρικό μοντέλο» – στο οποίο θα θεωρείται δεδομένο από την αρχή ότι οι μαθητές θα χρειαστούν διάφορα είδη βοήθειας, για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτά τα μοντέλα βοήθειας μπορεί να περιλαμβάνουν την επίλυση προβλημάτων εκτός σχολείου που εμποδίζουν τους μαθητές να παρακολουθούν τα μαθήματα και να μάθουν ενώ βρίσκονται στο σχολείο.

Πριν την πανδημία, μια μικρή αλλά αυξανόμενη ομάδα αμερικανικών σχολείων απέρριπτε τις παραδοσιακές δομές υπέρ των «πολύβαθμων συγκροτημάτων» που συνδυάζουν παιδιά από τάξεις δύο ή τριών ετών. Σύμφωνα με ένα παραδοσιακό μοντέλο, τα παιδιά σημειώνουν πρόοδο κάθε χρόνο, ακόμη και εάν η πρόοδός τους σε ορισμένα μαθήματα είναι πιο αργή. Λίγοι και σπάνια μπορεί να χρειαστεί να επαναλάβουν την ίδια τάξη. Τα πιο ευέλικτα συστήματα στοχεύουν στο να διευκολύνουν να δώσουν στους μαθητές, που δυσκολεύονται σε συγκεκριμένα μαθήματα, τον χρόνο και τη βοήθεια που χρειάζονται, καθώς και την ελευθερία να προχωρήσουν γρηγορότερα μόλις ξεπεράσουν ό,τι τους δυσκολεύει και τους κρατάει πίσω. Η πανδημία μπορεί να οδηγήσει σε έναν τέτοιο πείραμα, εάν κάνει το κατεστημένο λιγότερο ανθεκτικό. Ακόμα και πριν το κλείσιμο των σχολείων, ορισμένες αμερικανικές αίθουσες διδασκαλίας περιλάμβαναν μαθητές των οποίων τα επίπεδα ολοκληρωθείσας εκπαίδευσης κάλυπταν επτά τάξεις, σύμφωνα με την εφαρμογή ΝWEA, μία εφαρμογή που παρέχει τεστ σε μαθητές. Οι διαφορές είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ευρύτερες, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο για τους εκπαιδευτικούς να διδάξουν την ίδια ύλη σε ολόκληρη τάξη.

Οι προσπάθειες να βοηθήσουν τα παιδιά να καλύψουν τα κενά τους αποτελούν την πρώτη μεγάλη ευκαιρία να τεθούν τα θεμέλια για ένα καλύτερο σύστημα. Αξιωματούχοι σε πολλές χώρες στοιχηματίζουν ότι περισσότερες μικρότερες ομάδες μαθητών θα βοηθήσουν όσους παλεύουν να καλύψουν όσα κενά έχουν. Τα στοιχεία που υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό είναι ακράδαντα. Πρόσφατη μελέτη στη Βρετανία έδειξε ότι 12 ώρες διδασκαλίας θα μπορούσαν να ενισχύσουν σε τέτοιο βαθμό τις μαθηματικές δεξιότητες ενός μικρού παιδιού όσο και τρεις μήνες συμβατικής εκπαίδευσης. Μεγάλο μέρος των 3 δισεκατομμυρίων λιρών που η κυβέρνηση έχει επενδύσει στην κάλυψη κενών των μαθητών στην Αγγλία προορίζεται για τη διδασκαλία (αυτό είναι μόνο ένα κλάσμα από αυτό που λένε πολλοί  ότι χρειάζεται, στις 2 Ιουνίου ο «υπεύθυνος για την κάλυψη κενών των μαθητών» παραιτήθηκε αφού πρώτα αρνήθηκε να δώσει περισσότερα χρήματα).

Θα αποκτήσετε εξαιρετικές επιδόσεις

Οι μαθητές που προσπαθούν σκληρά θα ωφεληθούν περισσότερο, εάν τα διευρυμένα προγράμματα διδασκαλίας αποτελέσουν βασικό συστατικό των εκπαιδευτικών συστημάτων. Ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα διδασκαλίας στο Match Charter Public School στη Βοστώνη παρέχει ένα μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο, παρεχόταν καθημερινή διδασκαλία μαθηματικών σε όλα τους μαθητές τεσσάρων διαφορετικών τάξεων. Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε ήδη πριν την πανδημία. Το συγκεκριμένο σχολείο λειτουργεί περισσότερο κατά τη διάρκεια της σχολικής ημέρας από ό, τι είναι συνηθίζεται στη γειτονιά του, οπότε το Match κατάφερε βάλει αυτές τις επιπλέον ώρες διδασκαλίας στα μαθητών του, χωρίς να χρειάζεται να λείψουν από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητά τους.

Ωστόσο, καμία βοήθεια δεν θα ωφελήσει τα παιδιά, εάν τα προβλήματα που τα ταλανίζουν εκτός σχολείου τραβούν την προσοχή τους ή τα εμποδίζουν να παρακολουθούν στο μάθημα. Το City Connects, ένας οργανισμός στην Ιρλανδία και την Αμερική, δίνει ένα χρήσιμο παράδειγμα για το πώς τα σχολεία, που διαθέτουν τα κατάλληλα χρήματα, μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό. Ενθαρρύνει τα σχολεία να δημιουργήσουν προγράμματα υποστήριξης για κάθε μαθητή, τα οποία δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στις εκπαιδευτικές δυσκολίες των μαθητών τους, αλλά τους βοηθάνε να αντιμετωπίσουν τα συναισθηματικά ή τα προβλήματα υγείας τους ή και το χάος που μπορεί να επικρατεί στο σπίτι τους. Τα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται από εκπαιδευμένους «συντονιστές»- περίπου ένας για κάθε 400 μαθητές. Διατηρούν μια βάση δεδομένων που τους βοηθά να συνδέουν γρήγορα τους μαθητές με υπηρεσίες, όπως, αναφορικά, τράπεζες τροφίμων και ρούχων, φροντίδα ψυχικής υγείας και επιδοτούμενες οφθαλμολογικές εξετάσεις. Η Mary Walsh, επικεφαλής στο City Connects, προσθέτει ότι οι τοπικές κυβερνήσεις και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις προσφέρουν, συχνά, χρήσιμες υπηρεσίες, αλλά οι οικογένειες δεν γνωρίζουν γι ‘αυτές ή δεν ασχολούνται για πολύ με την πολλή χαρτούρα που απαιτείται για να εξασφαλισθεί η παροχή των υπηρεσιών αυτών.

Το Reach Academy, σχολείο στο Feltham στο δυτικό Λονδίνο, έχει δημιουργήσει ένα «Παιδικό Κέντρο», το οποίο βοηθάει οικογένειες μαθητών να λύσουν προβλήματα όπως αυτά που σχετίζονται με τη στέγαση ή την απασχόληση. Οι σταδιακές βελτιώσεις στα σχολικά προγράμματα δεν θα «εξαλείψουν τα εμπόδια που εμποδίζουν τους νέους να τα καταφέρουν στο σχολείο», λέει ο Ed Vainker, συνιδρυτής του σχολείου αυτού. Πιστεύει ότι τα σχολεία έχουν την πλεονεκτική θέση να συντονίζουν τις προσπάθειες των υπαρχόντων τοπικών οργανισμών και να βοηθήσουν στην προσέλκυση πόρων από διαφόρους τομείς.

Τι γίνεται με την τεχνολογία; Ο κ. Reich από το MIT πιστεύει ότι η πανδημία θα δώσει τέλος στις «τρελές ιστορίες» που υπερβάλλουν για το πόσο γρήγορα και σε τι βαθμό η εκπαιδευτική τεχνολογία μπορεί να μεταμορφώσει την εκπαίδευση. Ελπίζει, ωστόσο, ότι θα ενθαρρύνει τους δασκάλους τις να χρησιμοποιούν αποτελεσματικότερα.

Ο Thomas Arnett από το Ινστιτούτο Christensen,  αμερικανική δεξαμενή σκέψης, αναφέρει ότι, πολύ πριν από τον κορωνοϊό, οι εκπαιδευτικοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι η ύλη για μία ολόκληρη τάξη στην αρχή των μαθημάτων μπορεί να διδαχθεί και μέσω βίντεο, που θα παρέχονται εκ των προτέρων. Αυτή η αλλαγή θα ελαχιστοποιούσε τον χρόνο των εκπαιδευτικών που αφιερώνουν στην τάξη και θα μεγιστοποιήσει το χρόνο που θα μπορούσαν να ξοδέψουν βοηθώντας τους μαθητές να εφαρμόσουν γνώσεις που έχουν ήδη αποκτήσει. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για όσους μένουν πίσω στην ύλη. Θα μπορούσε, επίσης, να επιτρέψει την συνέχεια στην κατανομή δραστηριοτήτων, στην οποία ορισμένα σχολεία προέβησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα με αυτή την κατανομή δραστηριοτήτων, ορισμένοι ιδιαίτερα μεταδοτικοί καθηγητές έκαναν βίντεο που θα μπορούσαν να μοιραστούν με όλους τους μαθητές τους, ενώ άλλοι είχαν αφοσιωθεί στο να βοηθήσουν τους μαθητές .

Πολλά παιδιά θα μπορούσαν να ωφεληθούν εάν η πανδημία κάνει ευρέως γνωστό το ότι οι μαθητές δεν εξυπηρετούνται από μια ενιαία προσέγγιση στο σχολείο, όπως και εάν κατευθύνει την προσοχή της πολιτείας στη χρηματοδότηση για τη βελτίωση  των εναλλακτικών μοντέλων. Ακόμη και πριν από τον κορωνοϊό, περισσότερα από 30 αμερικανικά κράτη επέτρεπαν σε παιδιά που ένιωθαν ότι δεν έπαιρναν αυτό που χρειάζονται από τα συμβατικά σχολεία να εγγράφονται σε διαδικτυακά μαθήματα χρηματοδοτούμενα από την κυβέρνηση. Αλλά ο Gary Miron από το Πανεπιστήμιο του Δυτικού Μίσιγκαν, αναφέρει ότι αυτά τα παιδιά απογοητεύτηκαν από τις πολιτικές των μεγάλων εταιρειών που διεύθυναν τα συγκεκριμένα προγράμματα. Υποστηρίζει ότι οι δημόσια σχολεία θα έκαναν καλύτερη δουλειά. ‘Ερευνα που πραγματοποιήθηκε πέρυσι από τη RAND, δεξαμενή σκέψης, έδειξε ότι το ένα πέμπτο των σχολείων στην Αμερική σκέφτονταν να συνεχίσουν να προσφέρουν την επιλογή τηλεκπαίδευσης ακόμη και μετά την πανδημία.

Ακολούθησε τον δικό σου δρόμο

Και εάν η πανδημία καταλήξει να παρέχει σε περισσότερους εργαζόμενους γονείς την ευελιξία για με το πού και το πότε θα κάνουν τη δουλειά τους, μπορεί να αυξηθεί η όρεξη για δημιουργία νέων μοντέλων σχολικής εκπαίδευσης. Μαθητές γυμνασίου και λυκείου στο Springs Studio for Academic Excellence, δημόσιο σχολείο στο Κολοράντο, χρειάστηκε  να παρακολουθούν δια ζώσης μαθήματα στο σχολείο δύο ή τρεις περίπου ημέρες την εβδομάδα (δίνοντας τη δυνατότητα σε μερικούς να εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, για παράδειγμα, ή και να ξεκινήσουν κάποιο άθλημα). Ενώ τις υπόλοιπες μέρες παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα. Ο David Knoche, διευθυντής, πιστεύει ότι, με το μοντέλο αυτό, οι μαθητές του κερδίζουν περισσότερο χρόνο για τους ίδιους από ότι θα έκαναν εάν αναγκάζονταν να παρακολουθούν διά ζώσης μαθήματα όλη την εβδομάδα. Ο χρόνος που περνούν μαθαίνοντας μόνοι τους ελευθερώνει χρόνο από τους δασκάλους, ώστε να προσφέρουν περισσότερη βοήθεια στα παιδιά που την χρειάζονται.

Θεωρητικά, τέτοια μοντέλα δεν απαιτούν πάντα από τα παιδιά να χρειάζονται την παρουσία ενός γονέα στο σπίτι. Τα σχολεία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εποπτευόμενους χώρους για ανεξάρτητη μελέτη. Ο Noam Gerstein,  ιδρυτής της Bina από το Ισραήλ, ένα νέο διαδικτυακό δημοτικό σχολείο με έδρα το Βερολίνο, πιστεύει ότι ορισμένες μεγάλες εταιρείες θα καταλήξουν να πληρώσουν για την παροχή τηλεκπαίδευσης στα παιδιά των υπαλλήλων τους, ως προνόμιο του προσωπικού. Προβλέπει ότι οι εταιρείες θα δημιουργούν χώρους στα κτίριά τους για τηλεκπαίδευση των παιδιών. Θεωρεί, ακόμη, ότι οι γονείς μπορεί να χαίρονται να περνούν χρόνο με τα παιδιά τους κατά τις ώρες εργασίας, στο διάλλειμα τους για γεύμα, για παράδειγμα.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να είστε απαισιόδοξοι για το πόσο γρήγορα και σε πόσο μεγάλο βαθμό τα σχολεία θα μπορέσουν να ανακάμψουν από την πανδημία. Οι εκπαιδευτικοί είναι εξαντλημένοι. Οι σχέσεις μεταξύ συνδικάτων και αρχών έχουν χειροτερεύσει. Οι κυβερνήσεις σφίγγουν τα λουριά τους. Οι γονείς, οι οποίοι έπρεπε να κάνουν μαγικά για να συνδυάσουν την εργασία τους με την εποπτεία και εκπαίδευση παιδιών τους, είναι απελπισμένοι να βρουν κάποιον να παραδώσουν τα παιδιά για περισσότερο χρόνο, όχι για λιγότερο. Ωστόσο, αυτή η γρήγορη μετάβαση στην τηλεκπαίδευση έχει δείξει ότι τα σχολεία είναι ικανά για φοβερούς μετασχηματισμούς. Οι μεταρρυθμίσεις, που κάποτε φάνταζαν τρομακτικές, τώρα έχουν γίνει εύκολες.

Στο Όκλαντ, η κα Bennett επέλεξε να μην στείλει την κόρη της στο σχολείο, όταν η περιοχή άνοιξε τις σχολικές της μονάδες για όσα παιδιά ήθελαν να παρακολουθούν τα μαθήματα δια ζώσης. Ανησυχεί ακόμα για την πανδημία. Εντούτοις, είναι αποφασισμένη ότι η Xa’viar θα επιστρέψει στο σχολείο τον Αύγουστο, με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς. Η κόρη της αξίζει να είναι με τους φίλους και τους δασκάλους της, λέει η κ. Bennett: να είναι «σε ένα μέρος που θα αισθάνεται ότι είναι ασφαλής και όπου θα νιώθει ότι την αγαπούν»

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα