Το πρωί μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ εξαντλημένοι διασώστες έψαχναν για επιζώντες σε ερείπια κρυμμένα στον καπνό, οι Νεοϋορκέζοι άρχισαν να προετοιμάζονται και για τις επόμενες επιθέσεις. Ο τελικός απολογισμός θυμάτων έφτασε τις 2.743 – σχεδόν όλοι τους από τη Νέα Υόρκη. Η Αμερική θα ξεκινήσει αργότερα δύο μακροχρόνιους, δαπανηρούς πολέμους ως απάντηση στις εν λόγω επιθέσεις. Τρόπον τινά, η χώρα είναι χειρότερη τώρα από ό,τι ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001, πιο ανήσυχη, περισσότερο πολωμένη, λιγότερο εύκολο να της δείξει κανείς εμπιστοσύνη. Η Νέα Υόρκη, όμως, ως πόλη, βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Η αναβίωση του Κάτω Μανχάταν λειτούργησε ως καταλύτης για την ανοικοδόμηση όχι μόνο της περιοχής που καταστράφηκε εκείνη την ημέρα, αλλά και πολλών άλλων.

Όπως ακριβώς ο καπνός, η στάχτη και η σκόνη εξαπλώνονταν πέρα από το σημείο της επίθεσης, έτσι, ακριβώς και «άνθηση» των οικοδομών εξαπλώθηκε από το Τριμπέκα, μέχρι την Τσέλσι, για να φτάσει, τελικά, σε πέντε δήμους σε παραμελημένες γειτονιές, όπως η Τζαμάικα και το Φλάσινγκ του Κουίνς , στο Σαν Τζωρτζ του Στέιτεν Άιλαν και κατά μήκος της ακτής του Μπρούκλιν. Η Νέα Υόρκη έφτασε σε σημείο να είναι «ισχυρότερη από ποτέ», λέει ο Νταν Ντόκτοροφ, πρώην αντιδήμαρχος. Λίγοι θα είχαν προβλέψει αυτό το αποτέλεσμα, ενώ ένα «βαθούλωμα» 16 στρεμμάτων καιγόταν για ολόκληρους μήνες. Αλλά για όσους Νεοϋορκέζους συγκλονίστηκαν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η ανοικοδόμηση αυτή της πόλης, θεωρήθηκε ένας τρόπος να μην αφήσουμε την τρομοκρατία να κερδίσει.

Αυτό που ακολούθησε ήταν ο οραματισμός ενός νέου Κάτω Μανχάταν, μίας από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές περιοχές της Αμερικής. Στο παρελθόν, μόνο 23.000 άνθρωποι ζούσαν στην περιοχή. Άδειαζε κάθε βράδυ, καθώς οι εργαζόμενοι στα γραφεία, οι οποίοι εργάζονταν, κυρίως, στον τομέα των οικονομικών, σε ασφαλιστικές ή στον κλάδο των ακινήτων, γυρνούσαν σπίτι. Το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, που, τώρα, το θυμούνται με θλίψη, δεν αγαπήθηκε αρκετά όταν παρέμενε όρθιο. Το συγκρότημα έκλεισε τους δρόμους, αποκόπτοντας τη γύρω γειτονιά.

Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης, τότε Ρεπουμπλικάνος, εξελέγη δήμαρχος δύο μήνες μετά τις επιθέσεις, οι οποίες εν μέρει συνέβαλαν στην εκλογή του: Οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίζου, συνήθως, στις δημοτικές εκλογές, όταν η Δημοκρατική πόλη περνάει κρίση. Κάλεσε τις επιχειρήσεις να κάνουν ό,τι μπορούν και να παραμείνουν στην αγορά. «Δεν είναι ώρα να φύγουμε από τη Νέα Υόρκη», είπε στην εναρκτήρια ομιλία του. Μερικές πήγαν στο κοντινό κέντρο της πόλης, όπως η χρηματιστηριακή επιχείρηση Κάντορ Φιτζέραλντ, από την οποία έφυγαν 658 άτομα – κάθε υπάλληλος από τον 101ο έως τον 105ο όροφο του Βόρειου Πύργου. Τα νέα της γραφεία δεν ξεπερνούσαν σε ύψος την υψηλότερη σκάλα πυροσβεστικής. Μόνο μερικές επιχειρήσεις εγκατέλειψαν την πόλη εντελώς. Κάποιες, απλώς, απείλησαν να φύγουν από την πόλη, μεταξύ των οποίων και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Το να δραστηριοποιούνται, πλέον, οι εταιρείες στο κέντρο της πόλης δεν αποτέλεσε απλώς μία πράξη πατριωτισμού, αλλά και προσωπικού συμφέροντος. Όπως αποδείχθηκε, η χρονική στιγμή ήταν τυχαία. Κι άλλες αμερικανικές πόλεις θα δώσουν νέα πνοή στους αστικούς πυρήνες τους, τα επόμενα 20 χρόνια. Ωστόσο, αυτό ήταν κάτι που δεν το γνώριζαν τότε. Πολλές εταιρείες που παρέμειναν στο Μανχάταν επωφελήθηκαν από νέα οικονομικά κίνητρα. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενέκρινε 8 δισ. δολάρια σε ομόλογα, ένα είδος φοροαπαλλαγής. Έδωσε, επίσης, στη Νέα Υόρκη ένα πακέτο βοήθειας 20,5 δισ. δολαρίων. Ο Τζορτζ Πατάκι, ο κυβερνήτης, διόρισε τον Τζον Γουάιτχεντ, πρώην συμπρόεδρο της Goldman Sachs, να ηγηθεί της Lower Manhattan Development Corporation, η οποία είχε αναλάβει να ηγείται σε project σχετικά με την αναβίωση της περιοχής, όπως η ανοικοδόμηση του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Μερικές φορές, το έργο αυτό έμοιαζε απελπιστικό. Σχεδόν όλοι συμφώνησαν ότι η περιοχή έπρεπε να ανοικοδομηθεί. Είχαν, όμως, διαφορετικές ιδέες για το τι θα πρέπει να χτιστεί και πού, από ποιον και με ποιανού τα χρήματα.

Οι διαφωνίες μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών, προγραμματιστών και πολιτικών καθυστέρησαν το έργο για χρόνια. Ωστόσο, το 2006 ολοκληρώθηκε το πρώτο κτίριο γραφείων, το 7 World Trade Center, μαζί με έναν υποσταθμό ηλεκτρικής ενέργειας στους κάτω ορόφους του. Το μνημείο άνοιξε το 2011 και το One World Trade Center – χτισμένο σε ύψος 1.776 ποδιών – ολοκληρώθηκε το 2014. Το Oculus, τερματικός σταθμός και εμπορικό κέντρο που αψηφά τη βαρύτητα, ολοκληρώθηκε το 2016. Δύο ακόμη ουρανοξύστες και ένα κέντρο τέχνης είναι εν εξελίξει, ενώ  μία ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, η οποία καταστράφηκε, επίσης, εκείνη την ημέρα, θα ανοίξει ξανά το επόμενο έτος.

Τα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου αποδείχθηκαν μια εποχή γεμάτη φιλοδοξίες, κάτι που η Νέα Υόρκη είχε να δει εδώ και δύο γενιές. Το μετρό επεκτάθηκε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Άλλα έργα, όπως το High Line (μια παρωχημένη εμπορευματική διαδρομή που μετατράπηκε σε δημόσιο χώρο) και το Hudson Yards (ένα τεράστιο έργο αναδιαμόρφωσης στο West Side του Μανχάταν), μπορεί να μην είχαν συμβεί ποτέ, χωρίς την ανοικοδόμηση του Κάτω Μανχάταν. Για να τονώσει την ανάπτυξη, ο Μπλούμπεργκ επαναχάραξε το 40% της πόλης, κάτι που θα ήταν περισσότερο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, χωρίς την κρίση που πέρασε η Νέα Υόρκη και την επακόλουθη αίσθηση αλληλεγγύης. Παράλληλα, η τόνωση άλλων κάδων, όπως η τεχνολογία και η βιοτεχνολογία, διαφοροποίησε περαιτέρω και ενίσχυσε την οικονομία της πόλης.

Το Κάτω Μανχάταν δεν βασίζεται, αποκλειστικά, στον τομέα των χρηματοοικονομικών. Πριν από την 11η Σεπτεμβρίου οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αντιπροσώπευαν το 60% της απασχόλησης. Το μερίδιό τους μειώθηκε στο ένα τρίτο πριν ο κορωνοϊός αλλάξει τα δεδομένα.

Και δεν συνέβαλαν σε αυτό μόνο οι επιχειρήσεις. Ο πληθυσμός του Κάτω Μανχάταν υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ του 2001 και του 2020, όπως και ο αριθμός των οικιστικών μονάδων. Πολλά από τα παλιά κτίρια γραφείων έχουν, τώρα, μετατραπεί σε πολυκατοικίες. Τα παιδιά αποτελούν, σήμερα, το 17% του πληθυσμού. Χτίστηκαν νέα σχολεία για να φιλοξενήσουν τις νέες οικογένειες. Ήρθαν και τουρίστες. Πριν από το 2001, μόνο έξι ξενοδοχεία εξυπηρετούσαν την περιοχή. Τουλάχιστον μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημίας, 37 ξενοδοχεία προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην περιοχή.

Ίσως να μην είχε συμβεί τίποτα από αυτά, εάν δεν είχε αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας, το οποίο ξαφνικά εξαφανίστηκε στις 11/9. Το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, στο  αντιτρομοκρατικό τμήμα  του οποίου προστέθηκαν 1.000 αστυνομικοί, και το οποίο συνεργάστηκε στενά με το FBI και τη CIA για να αναπτύξει νέες ικανότητες, πρέπει να πάρει κάποια εύσημα για την αποκατάσταση αυτή. Όταν έγιναν οι τρομοκρατικές στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, αστυνομικοί από το τμήμα της Νέας Υόρκης έσπευσαν στο σημείο. Το τμήμα διαθέτει και υπεύθυνους διαχείρισης πληροφοριών σε 18 ακόμη πόλεις. Ο Ρέι Κέλι, αστυνομικός επίτροπος του Μπλούμπεργκ για 12 χρόνια, θεωρεί ότι το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης απέτρεψε 16 επιθέσεις υπό την επίβλεψή του. Η εγκληματικότητα μειώθηκε επίσης, αν και αμφισβητούνται τα αίτια αυτής της βελτίωσης.

Τους τελευταίους 18 μήνες, καθώς ο κορωνοϊός εξαπλώθηκε στην πόλη, πολιτικοί και ειδικοί επικαλούνταν συνεχώς τη φράση: « Ξεπεράσαμε τις δυσκολίες της 11ης Σεπτεμβρίου. Θα ξεπεράσουμε και τις δυσκολίες της πανδημίας». Δεν θα ήταν συνετό να το θεωρήσουμε αποκλειστική επιτυχία της Νέας Υόρκης, δεδομένου του πόσο απροσδόκητη ήταν η αναβίωση της πόλης όταν η περιοχή του Κάτω Μανχάταν ήταν «θαμμένη» στις στάχτες. Ωστόσο, υπάρχουν περισσότερα θλιβερά παρελθοντικά γεγονότα που πρέπει, επίσης, να σκεφτούμε. Η Νέα Υόρκη χρειάστηκε πολύ περισσότερο – 25 χρόνια – για να ανακάμψει από τη λευκή πτήση και τη μείωση στην παραγωγή τη δεκαετία του 1970. Στη συνέχεια, εγκατέλειψαν την πόλη 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι και δεκάδες εταιρείες Fortune 500. «Το ερώτημα που ποκύπτει είναι», όπως αναφέρει και ο Ντοκτόροφ, «θα είναι σαν την 11η Σεπτεμβρίου ή θα είναι όπως τη δεκαετία του 1970;»

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα