Η τρίτη και τελευταία τηλεμαχία των τριών βασικών υποψηφίων για την καγκελαρία στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής στη Γερμανία δεν επιφύλαξε κάποια έκπληξη. Ο Όλαφ Σολτς, επικεφαλής του SPD και υπουργός Οικονομικών στην απερχόμενη κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού», επικράτησε όπως και στις προηγούμενες δύο, αυξάνοντας τις πιθανότητές του για να διασφαλίσει την πρωτιά.

Αντιθέτως, ο κύριος αντίπαλός του, Άρμιν Λάσετ, κινήθηκε για μια ακόμη φορά «στα ρηχά». Έτσι, η Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU) ελπίζει πλέον σε ένα μικρό θαύμα για να αντιστρέψει την εικόνα και να βρεθεί εκείνη πρώτη μόλις κλείσουν οι κάλπες και καταμετρηθούν οι ψήφοι.

Μπροστά στη διαφαινόμενη συντριβή – υπενθυμίζεται ότι στις εκλογές του 2017 η Ένωση είχε συγκεντρώσει ποσοστό 32,9% και τώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως θα χάσει κάπου δέκα μονάδες! –  ορισμένοι έχουν αρχίσει ήδη να αναζητούν τους υπεύθυνους ή, αν προτιμάτε, τους αποδιοπομπαίους τράγους. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο παλαίμαχος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος πλέον είναι πρόεδρος της απερχόμενης Bundestag.

Σόιμπλε: Φταίει η Μέρκελ!

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πρώην υπουργό Εσωτερικών και Οικονομικών – ο οποίος στο παρελθόν έχει διεκδικήσει την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών αλλά έχει… ατυχήσει καθώς βρήκε μπροστά του την Ανγκελα Μέρκελ – η νυν καγκελάριος φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη σημερινή, προεκλογική εικόνα του κόμματος.

Αιτία, όπως λέει, είναι η απόφαση την οποία έλαβε το 2018 να εγκαταλείψει την ηγεσία του κόμματος, αλλά να διατηρήσει τη θέση της ως επικεφαλής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. «Είμαι βαθιά πεισμένος ότι αυτά πρέπει να κρατούνται με το ίδιο χέρι: Η προεδρία του κόμματος και η καγκελαρία. Αυτό δεν συνέβαινε τα τελευταία τρία χρόνια και, για τον λόγο αυτό, δεν υφίσταται το προνόμιο που θα απολάμβανε όποιος κατείχε τα δύο αξιώματα», δήλωσε ο Σόιμπλε σε συνέντευξή του με την εφημερίδα Tagesspiegel.

Όπως είναι προφανές, αναφέρθηκε στην κακή δημόσια εικόνα του Λάσετ, τον οποίο είχε στηρίξει απέναντι στον Βαυαρό Χριστιανοκοινωνιστή, Μάρκους Ζέντερ, στη διαδικασία για το χρίσμα της CDU-CSU. Το είχε κάνει, όμως, αναγκαστικά, καθώς δικός του εκλεκτός ήταν ο Φρίντριχ Μέρτς, ο οποίος έμεινε εκτός της τελικής μονομαχίας.

Καθώς ο Λάσετ βρίσκεται «στο πλευρό της επί χρόνια επιτυχημένης καγκελαρίου», δεν είναι σε θέση σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία να πει ούτε «θα τα κάνουμε όλα νέα» ούτε όμως ότι «θα συνεχίσουμε απλώς την ίδια πορεία». Κι αυτό, σύμφωνα με τον Σόιμπλε, αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα για το κόμμα, «που ενδεχομένως δεν έχουν συνειδητοποιήσει όλοι» – προφανώς ούτε η Μέρκελ.

Επιτέλους ρεβάνς;

Δεν είναι λίγες, πάντως, οι… κακές γλώσσες που θεωρούν ότι έχοντας ηττηθεί σε όλες τις σημαντικές μάχες που έχει δώσει απέναντι στην Μέρκελ, ο Σόιμπλε επιδιώκει να πάρει ρεβάνς, πλήττοντας την υστεροφημία της. Είναι κάτι, άλλωστε, που φαίνεται πως είχε στο μυαλό του αρκετό καιρό πριν – απόδειξη το γεγονός ότι το 2018 είχε δηλώσει πως η Μέρκελ «δεν είναι πλέον αδιαμφισβήτητη».

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως και ο ίδιος με τη στάση του έχει κάνει πολλούς εχθρούς στην Ένωση. Ένας από αυτούς είναι, όπως εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, ο Ζέντερ. «Το να εξαπολύει κανείς επίθεση τώρα στην Μέρκελ είναι κάτι που βρίσκω λάθος και πολύ κακό», είπε ο Βαυαρός ηγέτης, σχολιάζοντας τις δηλώσεις Σόιμπλε – έστω κι αν δεν αναφέρθηκε ευθέως σε αυτόν.

Η στάση του έχει λογική, η οποία δεν εδράζεται μόνο στις προσωπικές του διαφορές με τον πρόεδρο της Bundestag. Εάν θέλει να εμφανιστεί ως «σωτήρας» της Ένωσης μετεκλογικά, ειδικά στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα προγνωστικά περί συντριβής, οφείλει να κρατήσει στο πλευρό του όλους τους «μερκελιστές». Τόσο απλά.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα
Ανδρουλάκης: Το ΠΑΣΟΚ ήρθε για να γίνει κυβέρνηση
Επικαιρότητα |

«Πρέπει να συζητάμε με την Τουρκία, αλλά χωρίς αυταπάτες» , λέει ο Νίκος Ανδρουλάκης.

Ο Νικος Ανδρουλάκης άσκησε κριτική στη Νέα Δημοκρατία λέγοντας ότι «καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες», ενώ το περιβάλλον για ελληνοτουρκικό διάλογο δεν ήταν ευνοϊκό