Παρά την υγειονομική κρίση, η οποία έφερε κλυδωνισμούς και στην Ελλάδα φαίνεται πως η ελληνική οικονομία σημείωσε πρόοδο σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της.

Η μεταρρυθμιστική πολιτική που ακολουθήθηκε ακόμη και μέσα στην πανδημία φαίνεται ότι έφερε αποτελέσματα, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην άνοδο των επενδύσεων.

Είναι βέβαιαο ότι χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά, ούτως ώστε να συνεχιστεί αυτή η ανοδική πορεία και μετά το τέλος της πανδημίας.

Άλλωστε, όπως ανέφερε έκθεση της ΤτΕ, η οποία δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνιο, «η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων».

Όπως αναφέρει στον «ot.gr», ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Βέττας, «το ζητούμενο, πλέον, για να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε περίοδο ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης είναι η σταδιακή αλλά σημαντική άνοδος της ανταγωνιστικότητας, πρωτίστως μέσα από βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ενώ, στο βαθμό που θα είναι απαραίτητη η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αυτό να γίνει με αύξηση της παραγωγικότητας και όχι με μείωση αμοιβών», για να προσθέσει με νόημα ότι «η αύξηση της παραγωγικότητας με τη σειρά της, μπορεί να στηριχθεί αφενός σε άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων, περιοχή όπου το κενό εξακολουθεί να είναι μεγάλο».

Βεβαια, αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με έρευνα της EY, μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας που δημιούργησε η πανδημία, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 77% το 2020, σε μια χρονιά που πανευρωπαϊκά μειώθηκαν κατά 13%, ενώ η χώρα μας βρίσκεται μέσα στους 10 ελκυστικότερους επενδυτικούς προορισμούς της Ευρώπης, αμέσως μετά τις ισχυρότερες οικονομίες της ηπείρου. Παράλληλα, μία στις πέντε επενδύσεις το 2020 στην Ελλάδα (18%), κατευθύνθηκε στην έρευνα και ανάπτυξη, έναντι 5% την τελευταία εικοσαετία και 10% στην Ευρώπη. Ένας στους τέσσερις επενδυτές (26%) εκτιμά ότι η ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια θα βασιστεί στην ψηφιακή οικονομία

Πού οφείλεται η βελτίωση

Την ίδια ώρα, κατά τρεις θέσεις βελτιώθηκε η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή καταρτίζεται από το ΙMD (Institute for Management Development), με την Ελλάδα στη φετινή επετηρίδα (η οποία αφορά τις πολιτικές και την πορεία της χώρας το 2020) να καταλαμβάνει την 46η θέση μεταξύ 64 χωρών, από την 49η πέρυσι. Η προσαρμοστικότητα της κυβερνητικής πολιτικής στις έκτακτες ανάγκες που προκάλεσε η πανδημία, οι μεταρρυθμίσεις, αλλά από την άλλη και η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων υπό τις αντίξοες συνθήκες που επικράτησαν πέρυσι είναι οι βασικοί λόγοι για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα σε μία διετία η θέση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί συνολικά κατά 12 θέσεις.

Ωστόσο, δεν λείπουν και τα «αγκάθια» όπως το χρέος (62η η Ελλάδα), η πιστοληπτική ικανότητα (57η θέση) και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (63η, στην προτελευταία θέση). Άλλωστε, εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι η Ελλάδα, παρά τη βελτίωση της θέσης της στην παγκόσμια κατάταξη, παραμένει σε χαμηλή θέση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και συγκεκριμένα στην 21η θέση (μεταξύ 26 χωρών, καθώς δεν συμμετέχει στην επετηρίδα του IMD η Μάλτα).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι προκλήσεις που σύμφωνα με το IMD καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση το 2021. Αυτές είναι: εισαγωγή ειδικών μέτρων για να περιοριστούν οι κοινωνικές και οι οικονομικές συνέπειες από την πανδημία, διεύρυνση εθνικής παραγωγικής βάσης μέσα από την προώθηση βιομηχανικών επενδύσεων, διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση, εισαγωγή ειδικών προγραμμάτων για τον μετασχηματισμό των εγχώριων βιομηχανικών κλάδων προς την 4η βιομηχανική επανάσταση και επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα.

Τις πρώτες τρεις θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη του IMD κατέλαβαν η Ελβετία, η Σουηδία και η Δανία, ενώ στις τρεις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Νότια Αφρική, η Αργεντινή και η Βενεζουέλα.

Στα αρνητικά σημεία στέκεται και ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών Παύλος Ραβάνης. Όπως αναφέρει στον «ot.gr» ο ίδιος «σημαντικά εμπόδια παραμένουν η υψηλή φορολόγηση, για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις η έλλειψη ρευστότητας, η πρόσβαση στην χρηματοδότηση και η απουσία χρηματοδοτικών εργαλείων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Αναφορικά με το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον, ο κ. Ραβάνης στέκεται στο ότι η «περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, αποτελεί αδήριτη ανάγκη, να επανέλθει στην προτεραιότητα της αναπτυξιακής πολιτικής η μεταποίηση και η βιομηχανία».

Βέττας: Αύξηση παραγωγικότητας χωρίς μείωση αμοιβών

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας ήταν η πραγματική βάση της βαθιάς δεκαετούς κρίσης που βίωσε η ελληνική οικονομία, ακόμη πριν αυτή εκφραστεί και σε επίπεδο δημοσίου ταμείου και χρηματοδότησης. Το πρόβλημα συσσωρευόταν επί δεκαετίες. Ειδικότερα, η αύξηση των μισθών κατά τα χρόνια πριν το 2008 ήταν έντονη – ενώ, προφανώς, η αύξηση των εισοδημάτων, και ιδίως των μισθών, αποτελεί κεντρικό στόχο κάθε οικονομικής πολιτικής, οι αυξητικές τάσεις εκείνης της περιόδου δεν στηρίχθηκαν σε αντίστοιχη άνοδο της παραγωγικότητας, αλλά σε διευρυνόμενο δημόσιο δανεισμό από το εξωτερικό.

Τα τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής διόρθωσαν σε μεγάλο βαθμό το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και, κατά αντανάκλαση, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό, όμως, συνέβη σε υπερβολικό βαθμό μέσω της βαθιάς ύφεσης και όχι στον επιθυμητό βαθμό μέσω δομικών προσαρμογών. Έτσι, η κύρια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας εκφράστηκε με μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και αυτή κυρίως μέσω μείωσης των μισθών, και λιγότερο με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Το ζητούμενο, πλέον, για να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε περίοδο ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης είναι η σταδιακή αλλά σημαντική άνοδος της ανταγωνιστικότητας, πρωτίστως μέσα από βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ενώ, στο βαθμό που θα είναι απαραίτητη η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αυτό να γίνει με αύξηση της παραγωγικότητας και όχι με μείωση αμοιβών. Η αύξηση της παραγωγικότητας με τη σειρά της, μπορεί να στηριχθεί αφενός σε άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων, περιοχή όπου το κενό εξακολουθεί να είναι μεγάλο, αλλά και με βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας ώστε οι παραγωγικοί πόροι, εργασία και κεφάλαιο, να κατευθύνονται κατάλληλα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνθεση και η δυναμική του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό διορθωθεί μέσα από τη δεκαετή κρίση και δέχτηκε σε εκείνο το διάστημα την ευνοϊκή συνεισφορά της δυναμικής τομέων και κλάδων που αύξησαν τις εξαγωγές τους. Όμως, και σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε προγράμματα, το μέρος της διόρθωσης του ισοζυγίου που επιτεύχθηκε λόγω μείωσης των εισαγωγών ήταν υπερβολικά μεγάλο. Αυτό δημιουργεί το ερώτημα κατά πόσο βγαίνοντας και από τη νέα ύφεση, και λαμβάνοντας υπόψη τα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, μπορεί να υπάρχει ένα συστηματικά υγιές εξωτερικό ισοζύγιο.

Είναι αναπόφευκτο πως οι εισαγωγές καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών, και ασφαλώς ενέργειας, θα έχουν αυξητική τάση στο επόμενο διάστημα και καθώς η οικονομία θα αναπτύσσεται. Για να είναι, λοιπόν, η δυναμική μεγέθυνσης βιώσιμη και να μην υποσκάπτεται από το εξωτερικό ισοζύγιο, θα είναι απαραίτητη η αύξηση των εξαγωγών τόσο σε αγαθά όσο και σε υπηρεσίες, ενώ εξίσου μεγάλης σημασίας είναι και η υποκατάσταση εισαγωγών. Η τρέχουσα δυναμική συγκεκριμένων κλάδων και επιχειρήσεων επιτρέπει αισιοδοξία, αλλά η τελική πορεία εξαρτάται από τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής στην πράξη.

Ραβάνης: Κλειδί το μοντέλο «ανοιχτής καινοτομίας»

Παρά την πρωτόγνωρη κρίση λόγω της πανδημίας και των σκληρών lockdowns, ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας και η μεταποίηση, άντεξαν στις σφοδρές πιέσεις από το περιβάλλον δραστηριοποίησής τους, προσαρμοζόμενες ταχύτατα στα νέα δεδομένα, ενισχύοντας έτσι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2021, η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει άνοδο τριών (3) θέσεων εν μέσω μάλιστα της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με τα στοιχεία του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας. Ειδικότερα, η χώρα πλέον βρίσκεται στην 46η θέση της σχετικής κατάταξης, από την 49η θέση που βρισκόταν πέρυσι, μεταξύ 64 χωρών.

Ωστόσο, μετά το πέρας της κρίσης, το νέο επιχειρηματικό περιβάλλον θα είναι διαφορετικό. Θα φέρει νέες ισορροπίες στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Με τις διαφαινόμενες τάσεις, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν πιο έντονα ανταγωνισμό στις αγορές που στοχεύουν.

Ενώ οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν αξιοσημείωτη δυναμική στη διερεύνηση του επιχειρηματικού τους ορίζοντα, σημαντικά εμπόδια παραμένουν η υψηλή φορολόγηση, για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις η έλλειψη ρευστότητας, η πρόσβαση στην χρηματοδότηση και η απουσία χρηματοδοτικών εργαλείων προσαρμοσμένων στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Από την επιτυχή προσαρμογή των επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα, θα κριθεί τελικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας. Δηλαδή, το κατά πόσο ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, θα υπάρχουν στις ανοιχτές αγορές. Στις ανταγωνιστικές αγορές, η ικανότητα των επιχειρήσεων και επιχειρηματιών θα είναι πιο σημαντικοί παράγοντες, παρά το εθνικό περιβάλλον. Κρίσιμης σημασίας είναι η στρατηγική των επιχειρήσεων.

Στην προσπάθεια, θα συμβάλλει η συνεχής εισαγωγή σειράς καινοτομιών, ή ακόμα και απλών προσαρμογών. Η καινοτομική δραστηριότητα μπορεί να αντλήσει ιδέες από την διεθνή αγορά και την ελληνική παράδοση, αλλά και να στηριχθεί στη δημιουργικότητα των Ελλήνων. Δεδομένης της επιχειρηματικής πρακτικής, είναι πιο εφικτό για τις ελληνικές επιχειρήσεις να ακολουθήσουν ένα μοντέλο «ανοιχτής καινοτομίας», παρά ένα μοντέλο με οδηγό την Έρευνα και Ανάπτυξη. Ο Ελληνισμός, ήταν πάντα ανοιχτός στην προσαρμογή και διάδοση ιδεών.

Στο νέο πλαίσιο, οι δημόσιες πολιτικές μπορεί να συμβάλλουν περισσότερο αν εστιασθούν στη στήριξη της ανοιχτής καινοτομίας και διαφορετικότητας. Στην καλλιέργεια της κουλτούρας δημιουργίας και επιχειρηματικότητας, με διεθνοποίηση των πλαισίων αναφοράς και σύγκρισης.

Συνολικά, για την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, αποτελεί αδήριτη ανάγκη, να επανέλθει στην προτεραιότητα της αναπτυξιακής πολιτικής η μεταποίηση και η βιομηχανία. Μόνον με σημαντικές επενδύσεις και με κατάλληλα προγράμματα υποβοήθησης της μεταποίησης για την αντιμετώπιση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και για τον ψηφιακό της μετασχηματισμό, μπορούν να παραχθούν και να διατεθούν στην παγκόσμια αγορά διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts