Όταν κάποιος γενναίος από το κυβερνών κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε να τον αμφισβητήσει για τον τρόπον με τον οποίο διαχειριζόταν την οικονομία και τη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει στον λαό, ο Ερντογάν τον αντιμετώπισε με συνοπτικές  διαδικασίες. «Λέτε ψέματα. Ξέρω πώς να διαχειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις καλύτερα από εσάς», απάντησε θυμωμένα ο Ερντογάν, σύμφωνα με τον συνομιλητή του Τούρκου προέδρου, ο οποίος είναι και μέλος του κόμματος: «Πιστεύει ακράδαντα ότι κάποιοι στο κόμμα και στην κυβέρνηση μεγαλοποιούν τα προβλήματα».

Ο Ερντογάν λαμβάνει προειδοποιητικά μηνύματα ότι η ιδιότυπη προσέγγισή του στη διαχείριση της τουρκικής οικονομίας των 765 δισ. δολαρίων δεν λειτουργεί. Παρόλο που η οικονομική ανάπτυξη φαίνεται καλή, θεωρητικά, δεν έχει μεταφραστεί, ακόμη, σε θέσεις εργασίας. Ο πληθωρισμός έφτασε σχεδόν στο 20%, τον Σεπτέμβριο, και το νόμισμα χάνει αξία. Πριν από μία δεκαετία κόστιζε περίπου 1,8 λίρες να αγοράσει κανείς ένα δολάριο, σήμερα κοστίζει σχεδόν 10.

Το πιο κρίσιμο για τον πρόεδρο, ο οποίος, την Τετάρτη, γιορτάζει τη 19η επέτειο από την άνοδό του στην εξουσία, είναι ότι η υποστήριξη για το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης  (AKP) έχει μειωθεί κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες από τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2018, φτάνοντας σε ιστορικά χαμηλά μεταξύ του 30 και 33%.

«Ο κύριος και σημαντικότερος λόγος είναι η οικονομία», λέει ο Ozer Sencar, επικεφαλής της εταιρείας δημοσκοπήσεων Metropoll. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Περίπου το 30% του εκλογικού σώματος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι πολίτες σταματούν να ψηφίζουν το AKP».

Η αντιπολίτευση στην Τουρκία δεν είχε σημειώσει ποτέ ξανά παρόμοια άνοδο. Ακόμα κι αν οι άλλοι τους κατηγορούν για ευσεβείς πόθους, είναι πεπεισμένοι ότι η αποτυχημένη οικονομία θα τους βοηθήσει να ρίξουν τον Ερντογάν από την εξουσία. Ο επόμενος γύρος εκλογών θα πραγματοποιηθεί το 2023, την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, αλλά ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι είναι αρκετά πιθανό να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, κατά το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.

«Δεν μένει πολύς καιρός», είπε, τον Οκτώβριο, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) της Τουρκίας. «Δείξτε υπομονή. Μπορεί να πεινάτε. Μπορεί να σας κόψουν το ρεύμα. Μπορεί να σας συλλάβουν, να σας βάλουν στη φυλακή, ακόμη και να σας βασανίσουν ή να σας κάνουν σωματικό έλεγχο. Λίγη υπομονή ακόμη. Δεν έμεινε πολύς καιρός».

Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος, περιτριγυρισμένος από συκοφάντες και διασυρόμενος από φήμες για την υγεία του, μοιάζει ανίκανος ή και απρόθυμος να ακούσει αυτούς που τον προτρέπουν να αλλάξει πορεία.

Τον Οκτώβριο, κατέπληξε ξανά τις αγορές, όταν η κεντρική τράπεζα μείωσε τα επιτόκια, εν μέσω ραγδαία αυξανόμενου πληθωρισμού και σε μία εποχή που οι κεντρικές τράπεζες, σε όλο τον κόσμο, αυξάνουν τα επιτόκιά τους. Η τολμηρή αυτή κίνηση του Ερντογάν προκάλεσε νέα βουτιά της λίρας, η οποία θεωρείται το βαρόμετρο της καλής οικονομικής κατάσταση της χώρας. Μέρες αργότερα, ο Τούρκος πρόεδρος διακινδύνευσε να προκληθεί η χειρότερη διπλωματική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, διατάζοντας την απέλαση 10 δυτικών Πρέσβεων, οι οποίοι είχαν ζητήσει την απελευθέρωση ενός φυλακισμένου φιλάνθρωπου. Εν τέλει, όμως, υποχώρησε στην απόφασή του αυτή, έπειτα από απειλές.

«Εσωτερική πολιτική, εξωτερική πολιτική και οικονομία, όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο», λέει πρώην υπουργός, ο οποίος δηλώνει απογοητευμένος από την πορεία των πραγμάτων, αλλά δεν έχει εγκαταλείψει το κόμμα. «Έχουμε ακόμη τη δυνατότητα να αλλάξουμε την κατάσταση. Ωστόσο, μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να το καταφέρει αυτό. Είναι στο χέρι του».

Οι επικριτές του Ερντογάν λένε ότι αυτά είναι ανοησίες, υποστηρίζοντας ότι ο Πρόεδρος δεν έχει πια τη δύναμη, τις ιδέες ούτε και τον χρόνο που χρειάζεται για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Αισιόδοξοι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης δηλώνουν ότι πνέουν άνεμοι αλλαγής. Οι γραφειοκράτες ανησυχούν, εν μέσω προειδοποιήσεων από τον Κιλιτσντάρογλου, ότι θα κληθούν να λογοδοτήσουν για τις αποφάσεις που λαμβάνουν σήμερα.

Σημαντικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων και μερικές που φημίζονται για τους δεσμούς τους με το AKP, έχουν αρχίσει να είναι επιφυλακτικές με το κεντροδεξιό κόμμα IYI, λέει ο Ουμίτ Οζλάλε, ένας από τους αντιπροέδρους του. «Είτε αντισταθμίζουν τον πολιτικό τους κίνδυνο είτε βλέπουν τέλεια ότι όλα πάνε στραβά και είναι έτοιμοι να δείξουν την υποστήριξή τους».

«Ανάπτυξη με κάθε κόστος»

Αν και εξακολουθεί να είναι τρομερός πολιτικός, ο Ερντογάν, σήμερα, δείχνει, συχνά, κουρασμένος και αδύναμος. Τον Ιούλιο, ενώ έστελνε μήνυμα με βίντεο στα στελέχη του κόμματός του, φαίνεται να τον παίρνει στιγμιαία ο ύπνος. Ενώ οι φήμες για την άσχημη κατάσταση της υγείας του φουντώνουν, οι βοηθοί του δημιούργησαν ένα βίντεο, τον περασμένο μήνα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που δείχνει τον 67χρονο πρόεδρο, ντυμένο με καπέλο του μπέιζμπολ και φωσφοριζέ γιλέκο, να παίζει μπάσκετ.

Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν ότι ο πρόεδρος εξακολουθεί να αντλεί ενέργεια από την επαφή του με τον κόσμο, ωστόσο, διαπράττει αρκετά συχνά, πλέον, λάθη. Πέρυσι, σε επίσκεψή του στην ανατολική πόλη της Μαλάτεια, είπε σε ψηφοφόρο του, που του εκμυστηρεύθηκε ότι δυσκολευόταν να ταΐσει την οικογένειά του, ότι υπερέβαλε. Η κίνησή του, το καλοκαίρι, κατά την επίσκεψή του σε περιοχή που καταστράφηκε από τις πυρκαγιές, να προσπαθήσει να παρηγορήσει τους κατοίκους, πετώντας τους φακελάκια με τσάι από το προεδρικό λεωφορείο του, χλευάστηκε ευρέως.

Ο Οζλάλε, του οποίου το κόμμα, IYI, χαίρει ιδιαίτερης αποδοχής στις δημοσκοπήσεις και θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση με το CHP, εάν η αντιπολίτευση κερδίσει την εξουσία, αναφέρει ότι η προεδρία του Ερντογάν δεν μπορεί, πλέον, να αντιμετωπίσει τα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα της χώρας. «Ο Ερντογάν είναι ο μόνος που παίρνει αποφάσεις», προσθέτει ο ίδιος. «Δεν έχει, όμως, καλό δίκτυο πληροφόρησης. Γερνάει και κουράζεται ευκολότερα.»

Ο πρόεδρος, ο οποίος, για χρόνια, κέρδιζε τις εκλογές, υποσχόμενος ευημερία για όλους, συνεχίζει να «καυχιέται» για την ανάπτυξη της χώρας. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Τουρκίας θα επεκταθεί κατά 9% φέτος – ποσοστό που την τοποθετεί πριν την Κίνα και ακριβώς μετά την Ινδία. Ωστόσο, ακόμη και η μεγαλύτερη ένωση επιχειρήσεων της χώρας, η Tusiad, η οποία συχνά επικρίνει τις πολιτικές του Ερντογάν, έχει προειδοποιήσει ότι η εμμονή της κυβέρνησης με την ανάπτυξη με οποιοδήποτε κόστος βλάπτει σημαντικά τη χώρα.

Η αύξηση των μισθών δεν κατάφερε να συμβαδίσει με τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό. Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα έχουν πληγεί περισσότερο από τη συνακόλουθη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Το ποσοστό φτώχειας, το οποίο μειώθηκε δραματικά, κατά τα πρώτα εντεκάμιση χρόνια εξουσίας του ΑΚΡ, άρχισε να αυξάνεται ξανά, το 201,9 μετά τη σοβαρή νομισματική κρίση που επέφερε ύφεση και την απώλεια 1 εκατομμυρίου θέσεων εργασίας.

«Αυτό μεταφράστηκε σε σχεδόν 1,5 εκατομμύρια επιπλέον φτωχούς, συνολικά 8,4 εκατομμύρια σε εθνικό επίπεδο, διαγράφοντας σχεδόν όλα τα κέρδη που επιτεύχθηκαν τα τρία χρόνια πριν από την οικονομική κρίση», προειδοποίησε μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας φέτος που προέβλεπε ότι η κατάσταση αυτή θα επιδεινωθεί από την πανδημία του κορωνοϊού.

Ο Ρεφέτ Γκουρκάινακ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ, στην Άγκυρα, αναφέρει ότι το να λένε στους πολίτες ότι η οικονομία ανθεί, ενώ επικρατεί η κατάσταση αυτή, είναι «προσβλητικό». «Βλέπουν στην καθημερινότητά τους την ανεργία, τον αχαλίνωτο πληθωρισμό και τη διάβρωση της αγοραστικής δύναμης και η ζωή τους, σαφώς, δεν βελτιώνεται – αντιθέτως, γίνεται πολύ χειρότερη».

Παρόλα αυτά, ο Ερντογάν βασίστηκε στη χρήση φθηνών πιστώσεων για την τόνωση της κατανάλωσης και του κατασκευαστικού τομέα, παρόλο που αυτό το μοντέλο προκάλεσε χρόνιο πληθωρισμό και αδύναμο νόμισμα και έκανε τη χώρα φτωχότερη. Οι νέες άμεσες ξένες επενδύσεις ανήλθαν σε μόλις 5,8 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι, σε σύγκριση με το ανώτατο όριο άνω των 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 2007.

Έχοντας εδραιώσει την επιρροή του στους θεσμούς της Τουρκίας, ο Ερντογάν συγκρούστηκε με την ονομαστικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, ζητώντας και παίρνοντας επανειλημμένα χαμηλότερα επιτόκια — τα οποία πιστεύει ότι, σε αντίθεση με την οικονομική ορθοδοξία, βοηθούν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ο συνδυασμός της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και των ραγδαίων αυξήσεων των τιμών έχει κάνει τη χώρα να κλυδωνίζεται από τις συνεχείς απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων.

Οι διεθνείς επενδυτές, τα χρήματα των οποίων καθίστανται αναγκαία για τη χρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους της Τουρκίας των 450 δισ. δολαρίων, ένιωσαν έναν στιγμιαίο ενθουσιασμό, πέρυσι, όταν ο Ερντογάν απέλυσε τον γαμπρό του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, μετά την καταστροφική διετή του θητεία ως υπουργός Οικονομικών. Ταυτόχρονα, χαιρέτησαν τον διορισμό του Νάτζι Άγκμπαλ, αναγνωρισμένο τεχνοκράτη, στα ηνία της κεντρικής τράπεζας. Ωστόσο, ο Άγκμπαλ άντεξε μόλις τέσσερις μήνες, πριν απολυθεί και αυτός από τον πρόεδρο – η τρίτη απόλυση διοικητή κεντρικής τράπεζας, σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ο διάδοχός του, Σαχάπ Καβτσιόγλου, είναι πρώην στέλεχος της κρατικής τράπεζας, ο οποίος, τον Σεπτέμβριο, άρχισε να μειώνει τα επιτόκια.

«Φαίνεται να είναι η μέρα της μαρμότας», λέει ο Joseph Mouawad, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, Carmignac. «Συνεχίζουμε να κάνουμε κύκλους: η τουρκική κεντρική τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια, ο Ερντογάν εκνευρίζεται, αλλάζει το προσωπικό, μειώνουν τα επιτόκια και, έπειτα, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, αλλάζει ξανά το προσωπικό και αυξάνει τα επιτόκια».

Ο Mouawad προειδοποιεί ότι, αυτή τη φορά, το πείραμα είναι «πιο επικίνδυνο» λόγω των αυξανόμενων τιμών ενέργειας που θα επιβαρύνουν τις δαπάνες εισαγωγής της Τουρκίας και λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων από τις παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες, που θα μπορούσαν να εκτρέψουν τα κεφάλαια από τις αναδυόμενες αγορές. «Θα μπορούσε να προκληθεί χαμηλή ανάπτυξη και υψηλός πληθωρισμός, το οποίο το χειρότερο σενάριο από όλα».

Διστάζουν να πουν την αλήθεια

Εξοργισμένα μέλη της κυβέρνησης και της επιχειρηματικής κοινότητας ισχυρίζονται ότι ο Ερντογάν, ο οποίος δεν δίνει καθόλου σημασία στους επικριτές του, έχει μία κακή αντίληψη των οικονομικών, αλλά, σπάνια, αμφισβητείται ακόμη και από τα μέλη του υπουργικού του συμβουλίου.

«Οι υπουργοί μάς λένε: “πρέπει να μιλήσετε στον πρόεδρο, ώστε να καταλάβει την κατάσταση που επικρατεί”», αναφέρει στέλεχος μεγάλου τουρκικού ομίλου. «Αλλά, γιατί να το κάνουμε κάτι τέτοιο; Αυτή είναι δική τους δουλειά».

Μέλη του κόμματος αναφέρουν ότι κάποιοι ανώτεροι σύμβουλοι του Ερντογάν αντιτίθενται στην εμμονή του με τη μείωση των επιτοκίων, αλλά δεν φαίνονται πρόθυμοι να εκφράσουν δημοσίως την αντίθεσή τους αυτή. «Ο πρόεδρος δεν θέλει να έχει ισχυρούς ανθρώπους γύρω του. Όλοι το ξέρουν αυτό», λέει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος. «Κανείς λοιπόν δεν είναι διατεθειμένος να πει την αλήθεια».

Άλλοι πιστεύουν ότι η προσέγγιση που ακολουθεί ο Πρόεδρος είναι καλά μελετημένη. Ο Μπουράκ Μπίλγκεχαν Οζπέκ, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο TOBB, στην Άγκυρα, λέει ότι τα χαμηλά επιτόκια και το φθηνό νόμισμα ωφελούν το δίκτυο των συνεργών, ειδικά εκείνους στον κατασκευαστικό και τον τουριστικό τομέα, που βοήθησαν στη στήριξη της κυβέρνησης του Ερντογάν.

Και προσθέτει ο ίδιος: «Ο σωστός όρος εδώ είναι επιβίωση… Δεν θέλει να έχει δυναμική οικονομία, δεν θέλει να κάνει την τουρκική οικονομία μεγάλη. Αυτό που θέλει είναι μία επαρκή οικονομία,  για να κερδίσει και τις επόμενες εκλογές».

Παρόλο που επικρατεί μία γενική απογοήτευση στο ΑΚΡ για την πορεία των πραγμάτων, δεν υπάρχει κάποιος από το κόμμα που να αμφισβητεί με εμφανή τρόπο τον Τούρκο πρόεδρο.

Ο Αλμπαϊράκ, ο οποίος είναι παντρεμένος με την κόρη του Ερντογάν και κάποτε εθεωρείτο ο εκλεκτός διάδοχός του, έχει εξαφανιστεί από την κοινή γνώμη. Ο Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο χαρισματικός και φιλόδοξος υπουργός Εσωτερικών, υπέστη ζημιά, έπειτα από μία σειρά πρόσφατων καταγγελιών για διαφθορά που έγιναν από εξόριστο αφεντικό της μαφίας. Ο Σοϊλού αρνείται τις κατηγορίες αυτές. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του σκληρού ηγέτη που εκπέμπει ο Ερντογάν και η ρητορική του που εμπνέει ακόμα και τους πιο σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές παραμένει, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, πιο δημοφιλής ακόμη και από το ίδιο το AKP.

Πόσοι αυταρχικοί παραιτήθηκαν;

Ενώ η αντιπολίτευση δηλώνει αισιόδοξη ότι φτάνουμε στο τέλος της εποχής Ερντογάν, πολλοί ξένοι παρατηρητές δηλώνουν πολύ πιο απογοητευμένοι. «Ονειρεύονται», υποστηρίζει Ευρωπαίος διπλωμάτης. «Πόσους αυταρχικούς μπορείτε να σκεφτείτε που μόλις παραιτήθηκαν;»

Οι δυναμικοί αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης λένε ότι η εκπληκτική ήττα του AKP στις δημοτικές εκλογές, στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, το 2019, δείχνει ότι ο Ερντογάν μπορεί να νικηθεί, αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώσουν τις δυνάμεις τους.

Διώχνουν τις ανησυχίες ότι στοιχεία του βαθέος κράτους της Τουρκίας – που περιλαμβάνει την υπηρεσία πληροφοριών, την αστυνομία, τον στρατό και τα εγκληματικά στοιχεία και έχει δεσμούς με τον υπερεθνικιστή εταίρο του συνασπισμού του Ερντογάν – θα μπορούσαν να στηρίξουν έναν άρρωστο πρόεδρο. «Όταν το πλοίο ξεκινά να βυθίζεται, όλοι θα πηδήξουν», αναφέρει ανώτερο στέλεχος ενός κόμματος της αντιπολίτευσης. «Δεν εννοώ μόνο στο AKP, αλλά και στη γραφειοκρατία και τον στρατό. Πιστεύετε ότι ο στρατός θα τον υποστηρίξει αν πέσει από την εξουσία; Όχι.»

Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Τούρκος ηγέτης φοβόταν τόσο πολύ μήπως χάσει στην Κωνσταντινούπολη που, μετά τη ισχνή νίκη του υποψήφιου της αντιπολίτευσης, Εκρέμ Ιμάμογλου, το 2019, κήρυξε τα αποτελέσματα ψευδή και ανάγκασε επανάληψη των εκλογών, για να χάσει και αυτή την ψήφο.

«Δείχνει πόσο μακριά είναι διατεθειμένος να φτάσει ο Ερντογάν για να κερδίσει εκλογές», λέει η Ασλί Αϊντιντασμπάς, ανώτερος συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Αυτό μας λέει ότι δεν θα είναι μόνο αυτό που θα συμβεί στην κάλπη, δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι αριθμών, αλλά θα υπάρξουν επίσης κάθε είδους πολιτικές πιέσεις και αντίσταση από τον Ερντογάν και τους εταίρους του στο συνασπισμό».

Κάποιοι ανησυχούν ότι θα μπορούσε να επιδιώξει να ακυρώσει τις εκλογές ή ότι η χώρα θα μπορούσε να περιέλθει σε ένα κύμα βίας όπως αυτό που ακολούθησε τις εκλογές του Ιουνίου 2015, όταν το AKP έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία για πρώτη φορά.

Μια εξίσου σημαντική ανησυχία είναι η ικανότητα της αντιπολίτευσης, η οποία ένωσε για πρώτη φορά τις δυνάμεις της για τις εθνικές εκλογές το 2018, να σπαταλήσει την ευκαιρία. Μέχρι στιγμής, η συμμαχία του αριστερού CHP, του δεξιού IYI, των Κούρδων και πολλών άλλων μικρότερων κομμάτων, η οποία δεν αρέσει ιδιαίτερα στο ΑΚΡ, έχει καταφέρει να παραμείνει ενωμένη, παρά τις επίμονες προσπάθειες του Ερντογάν να τη διαλύσει.

Ανησυχητικό για τα μέλη του συνασπισμού της αντιπολίτευσης είναι ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένας μεγάλος αριθμός αναποφάσιστων ψηφοφόρων, πολλοί από τους οποίους είναι απογοητευμένοι υποστηρικτές του ΑΚΡ, εξακολουθούν να μην τους εμπιστεύονται. «Φεύγουν από το AKP, αλλά δεν θεωρούν κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης “σπίτι” τους», λέει ο Σεντζάρ, ερευνητής. «Εάν η αντιπολίτευση δεν παρουσιάσει έναν αρκετά ισχυρό υποψήφιο, τότε θα δοθεί άλλη μία ευκαιρία στον Ταγίπ Ερντογάν να κερδίσει και πάλι τις εκλογές».

Το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο για τους 83 εκατομμύρια κατοίκους της Τουρκίας. «Όταν μια κυβέρνηση παραμένει η ίδια εδώ και 20 χρόνια, νομίζω ότι υπάρχει αναμφισβήτητο ιστορικό για το τι πρόκειται να προσφέρει», λέει ο Gurkaynak, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ. «Δεν νομίζω ότι αυτή η χώρα – ή οποιαδήποτε άλλη χώρα – μπορεί να αντέξει για πολλά χρόνια ακόμη την ίδια κυβέρνηση».

Πρόσφατα Άρθρα