Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η χώρα έμοιαζε με έρημη γη. Σχεδόν όλες οι βιομηχανικές δομές είχαν ισοπεδωθεί από αεροπορικές επιδρομές, οι υποδομές είχαν καταστεί άχρηστες και οι μεγάλες πόλεις είχαν βομβαρδιστεί. Οι δυνάμεις της Ρωσίας κατέλαβαν τα ανατολικά, με εκατομμύρια ανθρώπους να φεύγουν μακριά από τη βαναυσότητά τους. Αλλά η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας ανέκαμψε δυναμικά μετά το 1945, με αυτό που σύντομα ονομάστηκε Wirtschaftswunder (οικονομικό θαύμα).

Σε αντίθεση με τη ναζιστική Γερμανία, η Ουκρανία δεν είναι ο επιτιθέμενος, και μπορεί ίσως ακόμη και να βγει νικήτρια. Ωστόσο, η ανοικοδόμηση θα είναι ένα έργο επικών διαστάσεων. Ο πόλεμος του Βλαντιμίρ Πούτιν έχει μέχρι στιγμής στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες αθώους και έχει εκτοπίσει εκατομμύρια, έχει καταστρέψει σπίτια και νοσοκομεία, γέφυρες και λιμάνια. Εφόσον δεν διαφαίνεται τέλος στις εχθροπραξίες, σίγουρα θα ακολουθήσουν περισσότερες καταστροφές. Αξιωματούχοι και οικονομολόγοι αξιολογούν τη ζημιά και, αντλώντας μαθήματα από τη Γερμανία και αλλού, σκέφτονται πώς να διαχειριστούν την κατοπινή ανάκαμψη.

Ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας Οικονομικής Πολιτικής (CEPR), ένα δίκτυο οικονομολόγων, υπολόγισαν το συνολικό κόστος της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας στην περιοχή των 200-500 δισεκατομμυρίων ευρώ (220 δις-540 δισεκατομμύρια δολάρια), περίπου σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ίδιας της κυβέρνησης. Ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει η ανοικοδόμηση και οι μεταρρυθμίσεις που τη συνοδεύουν θα είναι εξίσου σημαντικός με τα χρήματα που θα δαπανηθούν. Αν γίνει σωστά, θα μπορούσε να μεταμορφώσει μια οικονομία που κάποτε είχε αιχμαλωτιστεί από ολιγαρχικά συμφέροντα σε κάτι πιο ανοιχτό και δυναμικό.

Η επούλωση των πληγών της ουκρανικής οικονομίας από τον πόλεμο είναι μια δύσκολη υπόθεση. Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Μελετών της Βιέννης (WIIW), μια δεξαμενή σκέψης, εκτιμά ότι οι πληγείσες περιοχές μαζί αποτελούν περίπου το 29% της ουκρανικής παραγωγής. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ένας από τους δείκτες δραστηριότητας, είναι μειωμένη κατά περίπου ένα τρίτο σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Σύμφωνα με έρευνα της κεντρικής τράπεζας, το 30% των επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα έχουν σταματήσει να παράγουν εντελώς και ένα άλλο 45% έχουν μειώσει την παραγωγή τους. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 45% φέτος.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να περιορίσει τη ζημιά όπου μπορεί. Η βοήθεια από τη Δύση, περίπου 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι στιγμής, έχει διατηρήσει τα δημόσια οικονομικά εν ζωή. Στους αγρότες δόθηκαν 20 δισεκατομμύρια εθνικού νομίσματος (675 εκατομμύρια δολάρια) για να συνεχίσουν να εργάζονται στα χωράφια τους. Οι κατασκευαστές μπορούν να υποβάλουν αίτηση για βοήθεια για μετεγκατάσταση εντός της Ουκρανίας. Με τη Ρωσία να αποκλείει την κύρια εξαγωγική οδό της Ουκρανίας μέσω της Μαύρης Θάλασσας, η κυβέρνηση συνεργάζεται με την ΕΕ για να διευκολύνει τις χερσαίες συναλλαγές. Αναφέρει ότι το 80% των εξαγωγών μπορεί ακόμα να εξαχθεί από τη χώρα.

Ακόμα κι έτσι, η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο περιοχών θα έχει βαρύ τίμημα. Τρεις βασικοί στόχοι βρίσκονται μπροστά. Ο ένας είναι ο καθαρισμός των πληγεισών περιοχών από νάρκες ξηράς και άλλα εκρηκτικά απομεινάρια. Παρόλο που η πλήρης έκταση αυτού του είδους της «μόλυνσης» δεν είναι καθόλου σαφής, η εμπειρία του παρελθόντος δίνει μια αίσθηση του κόστους που συνεπάγεται. Πριν από αυτόν τον πόλεμο, το υπουργείο Άμυνας της Ουκρανίας έθεσε το κόστος της αποναρκοθέτησης της περιοχής του Ντονμπάς, στην οποία εισέβαλε η Ρωσία το 2014, σε 650 εκατομμύρια ευρώ. Μια προσπάθεια αποναρκοθέτησης της κλίμακας του Ιράκ θα κόστιζε περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια εντός χρονικού ορίζοντα δεκαετίας. Τα οικονομικά οφέλη της αποναρκοθέτησης θα μπορούσαν να είναι μεγάλα. Η Μοζαμβίκη κάποτε σε μεγάλο βαθμό σπαρθεί με νάρκες. Μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι η ώθηση στην οικονομία από την αποναρκοθέτησή της χώρας, η οποία διήρκεσε για πάνω από δύο δεκαετίες, έφτασε περίπου στο 20% του ΑΕΠ.

Η τροφή και η στέγη θα έχει μεγαλύτερο κόστος. Ως παραγωγός σιτηρών και άλλων γεωργικών προϊόντων, η Ουκρανία πιθανότατα θα είναι σε θέση να ταΐσει όσους έχουν ανάγκη. Αλλά ο αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται: τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ήταν 7,1 εκατομμύρια (άλλα 4,5 εκατομμύρια έχουν εγκαταλείψει τη χώρα). Ένας ιχνηλάτης [προσφύγων] που συνέταξε η Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου υπολογίζει την αξία των κατεστραμμένων κατοικιών στα 29 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ένα αντικείμενο με μεγαλύτερο κόστος εξακολουθεί να είναι η ανοικοδόμηση κατεστραμμένων υποδομών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Η Σχολή του Κιέβου υπολογίζει ότι η καταστροφή σε οτιδήποτε, από εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανικές μονάδες μέχρι γέφυρες και δρόμους μέχρι στιγμής υπερβαίνει τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια (βλ. διάγραμμα 1). Όμως, η απώλεια παραγωγής, η έλλειψη συντήρησης και οι ελλείψεις επενδύσεων σημαίνουν ότι ακόμη και η υποδομή που εξακολουθεί να στέκεται θα χρειαστεί αναβάθμιση. Μια άλλη μελέτη του WIIW διαπιστώνει ότι, μετά την εισβολή στο Ντονμπάς το 2014, αυτή η υποτίμηση, μέχρι το τέλος του 2019, αποτέλεσε το 60% των απωλειών υποδομής που σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η εκτίμηση του πρωθυπουργού για κόστος 119 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις υποδομές και τη βιομηχανία αυτή τη φορά μπορεί επομένως μην πέφτει έξω.

Η ανασυγκρότηση θα απαιτήσει σχέδιο, χρηματοδότηση και μια διαδικασία για την κατανομή χρημάτων σε έργα. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας έχει δημιουργήσει ένα ταμείο ανάκαμψης και τα υπουργεία υποβάλλουν προτάσεις για το τι χρειάζεται ανοικοδόμηση. Καθώς το υπουργείο Οικονομικών χάνει έσοδα περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων το μήνα, θα χρειαστούν κάποια χρήματα για τη στήριξη των δημόσιων οικονομικών. Η ανασυγκρότηση απλά θα επιβαρύνει και άλλο. Η κυβέρνηση, η οποία είναι ήδη υπερχρεωμένη, μπορεί να αποδειχθεί ανίκανη να δανειστεί ή να αποπληρώσει τα δάνειά της. Φαίνεται πιθανό ότι θα χρειαστεί συνδυασμός ελάφρυνσης του χρέους και επιχορηγήσεων.

Η χρηματοδότηση θα πρέπει να προέλθει από δυτικές κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς και ιδιώτες επενδυτές. (Μια πρόταση χρήσης παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει στο τραπέζι, αλλά φαίνεται απίθανο, εκτός εάν αποφασιστεί ως μέρος μιας ειρηνευτικής διευθέτησης.) Η χρηματοδότηση επιχορηγήσεων, ειδικά από την ΕΕ, δεν είναι πρωτόγνωρη: Η Πολωνία, με πληθυσμό παρόμοιο σε μέγεθος με αυτόν της Ουκρανίας, έλαβε 106 δισ. ευρώ για την γεωργία και επενδύσεις μεταξύ 2014 και 2020. Η χρηματοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να λάβει τη μορφή επιδοτούμενων δανείων, όπως από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ), η οποία έχει επενδύσει περίπου 18 δισ. δολάρια στην Ουκρανία όλα αυτά τα χρόνια.

Το επόμενο ερώτημα είναι η κατανομή των χρημάτων. Αυτό είναι ένα δύσκολο έργο σε μια οικονομία που εδώ και πολύ καιρό κυριαρχείται από διαπλεκόμενα συμφέροντα. Η Ουκρανία έχει κάνει τη διαδικασία υποβολής προσφορών πιο ανταγωνιστική από το 2014, αλλά οι συμβάσεις αυτή τη φορά θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Το CEPR προτείνει τη χρήση συμφωνιών-πλαισίων—μόνιμες συμβάσεις με εταιρείες για την παράδοση ενός συγκεκριμένου προϊόντος σε σταθερή τιμή—και ανοικτών συμβάσεων που, ακόμη και χωρίς διαγωνισμούς, διασφαλίζουν τη διαφάνεια.

Το τελικό στάδιο της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας θα περιλαμβάνει βοήθεια προς την οικονομία της ώστε αυτή να ανθίσει μακροπρόθεσμα. Το 2019 το κατά κεφαλή ΑΕΠ, σε πραγματικούς όρους, ήταν χαμηλότερο από ό,τι ήταν κατά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης – μια απόδειξη-κόλαφος της μακροχρόνιας έλλειψης μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Πολλές από τις 1.500 κρατικές επιχειρήσεις της Ουκρανίας που λειτουργούν είναι ζημιογόνες ή ελάχιστα κερδοφόρες. Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, το ΔΝΤ είχε προτρέψει την κυβέρνηση να ενισχύσει το πλαίσιο κατά της διαφθοράς και το κράτος δικαίου.

Η πολιτική υποστήριξη των Ουκρανών για επίπονες μεταρρυθμίσεις και ο έλεγχος της μεταπολεμικής επενδυτικής διαδικασίας θα είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της ανοικοδόμησης. Μπορεί να βοηθήσει το γεγονός ότι η κυβέρνηση φαίνεται να βλέπει τη διαδικασία ως μια ευκαιρία να κάνει την οικονομία πιο σύγχρονη και ανταγωνιστική (και τον βιομηχανικό της τομέα πιο πράσινο).

Οι ανοικοδομήσεις του παρελθόντος, εν τω μεταξύ, υποδηλώνουν ότι η επιτυχία θα μπορούσε επίσης να προέλθει από τη στενότερη ολοκλήρωση με την Ευρώπη, όπως συνέβη με τη Δυτική Γερμανία πριν από δεκαετίες. Η ταχεία ανάπτυξη της Πολωνίας αποδίδεται επίσης συχνά στην ενσωμάτωση: στα 15 χρόνια μετά την ένταξή της στην ΕΕ, το κατά κεφαλή ΑΕΠ της αυξήθηκε περισσότερο από 80%.

Η Ουκρανία είχε ήδη στραφεί προς τα δυτικά. Το μερίδιο των εξαγωγών της προς την ΕΕ αυξήθηκε από περίπου 30% το 2014 σε 36% το 2020, ενώ το μερίδιο προς τη Ρωσία μειώθηκε από 18% σε 5,5% (βλ. διάγραμμα 2). Ένας τρόπος για να ενθαρρύνουμε τις μεταρρυθμίσεις θα ήταν να τις καταστήσουμε ως προϋπόθεση για περαιτέρω ενσωμάτωση στις ευρωπαϊκές αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού — ας πούμε, μέσω μιας πορείας προς την ένταξη στην ΕΕ. «Το ωραίο της ένταξης είναι ότι θα δημιουργήσει συναίνεση στην Ουκρανία σχετικά με το καταληκτικό σημείο μιας επώδυνης διαδικασίας μεταρρυθμίσεων και θα κλειδώσει την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων», υποστηρίζει η BΜπεάτα Γιαβόρτσικ της EBRD.

Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο. Η μεταρρύθμιση των εδραιωμένων θεσμών απαιτεί πολιτική βούληση. Όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο περισσότερη ζημιά προκαλείται στην Ουκρανία και τόσο πιο δύσκολο γίνεται το έργο της ανοικοδόμησης. Και βέβαια κανένα ποσό που θα δαπανηθεί δεν θα αντισταθμίσει ποτέ τη φρίκη του πολέμου. Ωστόσο, ο προσεκτικός σχεδιασμός θα μπορούσε, τουλάχιστον, να εξασφαλίσει ένα φωτεινότερο, πλουσιότερο μέλλον.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα