Σε δρόμους… αντίθετους φαίνεται πως βαδίζουν ή, μάλλον καλύτερα πλέουν, οι κλάδοι των containerships και των LNG Carriers, εν μέσω των ταραγμένων γεωπολιτικών συνθηκών και της διάχυτης οικονομικής αβεβαιότητας.

Από τη μία πλευρά, οι ανάγκες πολλών χωρών, αλλά και βιομηχανιών για την προμήθεια φυσικού αερίου από όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις έχει ωθήσει την αγορά μεταφοράς LNG σε νέα εξαιρετικά υψηλά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι μέσες τιμές spot για ένα πλοίο, δύο ετών, χωρητικότητας 174.000 κυβικών μέτρων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 36% αυτήν την εβδομάδα και έφτασαν σε νέο υψηλό ρεκόρ των 297.500 δολαρίων την ημέρα, σύμφωνα με την Clarksons Research.

Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Jefferies, επισημαίνει ότι οι ναύλοι των πλοίων LNG συνεχίζουν να παρουσιάζουν ισχυρή ανοδική δυναμική λόγω μιας πολύ στενής λίστας διαθέσιμων πλοίων, προσθέτοντας ότι ο κλάδος είχε επωφεληθεί από την έντονη ζήτηση τόσο από την Ευρώπη όσο και από την Ασία για φορτία αμερικανικής προέλευσης.

Διαβάστε επίσης: Σημείο καμπής για το εμπόριο στις ΗΠΑ – «Πρωταθλητής» το λιμάνι της Νέας Υόρκης

Την ίδια ώρα, με δεδομένο ότι η Δύση και οι ανεπτυγμένες ασιατικές οικονομίες απομακρύνονται από τις παραδόσεις ρωσικού αερίου, η ζήτηση στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη αναμένεται να αυξηθεί συνολικά κατά 46,6 εκατομμύρια τόνους, με τη Γηραιά Ηπειρο να αντιπροσωπεύει το 85%. Το ρωσικό φυσικό αέριο αντιπροσώπευε το 45% των εισαγωγών της Ευρώπης πέρυσι, με το μεγαλύτερο μέρος του να προέρχεται μέσω αγωγών, ωστόσο μετά το κλείσιμο της στρόφιγγας από τον Πούτιν, υπάρχει ανάγκη για την προμήθεια επιπλέον 140 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Αξίζει να σημειωθεί πως τον περασμένο μήνα, το 70% όλων των φορτίων LNG πήγε στην Ευρώπη, συγκριτικά με ένα ποσοστό 38% μόλις ένα χρόνο πριν.

Κόστος αποστολής

Βέβαια, η αισιοδοξία από τον ταχύ ρυθμό ανάπτυξης της αγοράς LNG δεν αντικατοπτρίζει και την κατάσταση στον κλάδο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, όπου η μείωση των τιμών των ναύλων, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη αποκλιμάκωση των πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα απομακρύνει τα χαμόγελα των πλοιοκτητών.

Ειδικότερα, καθώς σταδιακά μειώνεται -ανά περιοχή- η συμφόρηση στα λιμάνια και αρχίζει η ζήτηση να επηρεάζεται από το γενικότερο κλίμα, οι ναύλοι των Containers μειώνονται από τα ιστορικά υψηλά της περιόδου της πανδημίας προς όφελος των εμπόρων και εν κατακλείδι των καταναλωτών.

Σύμφωνα με το Bloomberg, το κόστος αποστολής αγαθών από την Κίνα έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο σε περισσότερα από δύο χρόνια, καθώς η παγκόσμια οικονομία παραπαίει, μειώνοντας τα κέρδη – ρεκόρ για τις ναυτιλιακές εταιρείες. Ένα container 40 ποδιών από το μεγαλύτερο λιμάνι του κόσμου της Σαγκάης στο Λος Άντζελες κόστισε 3.779 δολάρια την περασμένη εβδομάδα, την πρώτη φορά που η τιμή spot ήταν κάτω από τα 4.000 δολάρια από τον Σεπτέμβριο του 2020, ενώ όπως τονίζεται αναμένονται και περαιτέρω μειώσεις.

Σε αυτή τη μείωση των ναύλων φαίνεται πως συμβάλλει μία σειρά από γεγονότα που πλήττουν τόσο τις ανεπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως ο αυξανόμενος πληθωρισμός, οι διαρκείς αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες και οι εμπορικές αναταράξεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Όπως τονίζουν αναλυτές, «η πτώση των ναύλων οφείλεται στη μείωση της ζήτησης παγκοσμίως και η συμφόρηση των λιμανιών έχει χαλαρώσει, επιτρέποντας την πιο αποτελεσματική λειτουργία των πλοίων». Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις, οι καλές μέρες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν ανεπιστρεπτί, καθώς μετά το 2023 θα αρχίσει να παραδίδεται μεγάλος αριθμός νεότευκτων πλοίων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει τον κλάδο σε κορεσμό.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Ναυτιλία
ΟΛΘ Α.Ε.: Αυξημένες επιδόσεις το 2023 με ρεκόρ διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων
Επιχειρήσεις |

Αυξημένες επιδόσεις το 2023 για τον ΟΛΘ - Σε «ΜΕΤΚΑ - ΤΕΚΑΛ» το έργο του 6ου προβλήτα

Στον τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων, σημειώθηκε αύξηση άνω του 12% (στα € 59,8 εκατ.), ενώ στους τομείς εκμετάλλευσης χώρων και επιβατικής κίνησης σημειώθηκαν αυξήσεις 18,2% και 31,3% αντίστοιχα