Μετά από ένα χρόνο υπάρχουν πολλά για τα οποία πρέπει να θρηνήσουμε. Τους νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Τους ζωντανούς, που διασκορπίστηκαν σε όλη την Ευρώπη για να γλυτώσουν από ρωσικούς πυραύλους. Τους φτωχούς του κόσμου, που αγωνίζονται να αγοράσουν ψωμί. Όμως, απευθυνόμενος στο έθνος του αυτή την εβδομάδα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν αμετανόητος.

Οι σύμμαχοι της Ουκρανίας μπορούν να συγχαρούν τους εαυτούς τους που έκαναν τα αναλογούντα για να αντιμετωπίσουν την ανελέητη επίθεση του κ. Πούτιν — αν και, με το θάρρος και την αποφασιστικότητά της, η ίδια η Ουκρανία αξίζει τα περισσότερα εύσημα. Έχουν συγκλίνει σε δύο αρχές: ότι η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει και ότι εναπόκειται στον Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι να ορίσει τι σημαίνει νίκη. Όταν επισκέφθηκε το Κίεβο την Τρίτη, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατέστη ζωντανή απόδειξη της δέσμευσης της Αμερικής.

Ωστόσο, ακόμη και οι πιο αξιόλογες αρχές έχουν τον τρόπο να φθείρονται, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο κ. Πούτιν. Πιστεύει ότι η Δύση θα κουραστεί και, με την πιθανότητα ενός νέου Αμερικανού προέδρου το 2025 και ισχυρότερης υποστήριξης από την Κίνα, μπορεί να έχει δίκιο. Η ομιλία του αυτή την εβδομάδα κατέστησε σαφές ότι κινητοποιεί τη Ρωσία για έναν πόλεμο που – θερμός ή ψυχρός – θα μπορούσε να διαρκέσει ολόκληρη γενιά.

Στις μάχες και στα μακρά χρόνια βαριά ένοπλης αντιπαράθεσης που έπεται στη συνέχεια, η Ουκρανία θα επικρατήσει μόνο όταν ο Πούτιν -ή, πιθανότατα, ο διάδοχός του- καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περαιτέρω επιθετικότητα θα τον αποδυνάμωνε σοβαρά στο εσωτερικό. Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να σηματοδοτήσουν την αποφασιστικότητά τους στη Ρωσία και να προετοιμάσουν τους δικούς τους ανθρώπους για την αντιπαράθεση που ακολουθεί. Γι’ αυτό θα πρέπει να σηματοδοτήσουν τον δεύτερο χρόνο του πολέμου υπερβαίνοντας τις γενικότητες και δεσμευόμενοι σε ένα αξιόπιστο σχέδιο για έναν μακροχρόνιο αγώνα.

Το πρώτο καθήκον είναι να κατανοήσουμε τι διακυβεύεται. Ορισμένοι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να τρέφουν την πεποίθηση ότι μια ειρηνευτική συμφωνία θα μπορούσε να επαναφέρει τον κόσμο στην προ της 23ης Φεβρουαρίου 2022 κατάστασή του. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση είναι εγκλωβισμένες σε διαπάλη μεταξύ ανταγωνιστικών συστημάτων. Η Δύση πιστεύει ότι η κυρίαρχη Ουκρανία πρέπει να είναι ελεύθερη να γίνει ένα ευημερούν, δημοκρατικό έθνος. Ο Πούτιν αρνείται την ύπαρξη της Ουκρανίας και λέει ότι ο ρωσικός πολιτισμός βρίσκεται σε πόλεμο με τη Δύση. Είναι ένας πόλεμος που θα δοκιμάσει την αποφασιστικότητα και τη δύναμη και των δύο πλευρών.

Το δεύτερο καθήκον είναι να αποκτηθεί το πλεονέκτημα στο πεδίο της μάχης. Οι εαρινές επιθέσεις της Ρωσίας και της Ουκρανίας θα δείξουν εάν και οι δύο πλευρές μπορούν να καταλάβουν έδαφος. Η επίθεση της Ρωσίας έχει ήδη ξεκινήσει και δεν φαίνεται να καταλαμβάνει έδαφος. Η ουκρανική αναμένεται πιθανά τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Ο δηλωμένος στόχος του ουκρανικού στρατού είναι να αποκαταστήσει τα σύνορα του 1991 με την κατάληψη της Κριμαίας και των τεσσάρων επαρχιών που προσάρτησε ο Πούτιν τον Σεπτέμβριο.

Θα πρέπει να πάρει ό,τι μπορεί. Ο στρατηγικός λόγος για αυτό είναι ότι μια «κουτσουρεμένη» Ουκρανία θα ήταν φτωχή και δύσκολα θα μπορούσε να αμυνθεί. Τα ανατολικά και νότια της χώρας είναι πηγές ορυκτών και γεωργικών προϊόντων και διαθέτουν βιομηχανικά κέντρα. Η ανεμπόδιστη πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα παρέχει ασφαλή διέλευση για τις ουκρανικές εξαγωγές. Ο πολιτικός λόγος είναι ότι όσο περισσότερα εδάφη αφήνουν οι ρωσικές δυνάμεις, τόσο πιο ξεκάθαρο είναι ότι ο πόλεμος ήταν μάταιος – και τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τον Πούτιν ή τον διάδοχό του να δικαιολογήσουν την εκ νέου εισβολή στην Ουκρανία με νέο στρατό.

Πρέπει οι φιλοδοξίες της Ουκρανίας να περιλαμβάνουν την Κριμαία; Κατ’ αρχήν ναι. Βρίσκεται εντός των αναγνωρισμένων συνόρων της χώρας. Ελέγχει την πρόσβαση στις ακτές της Ουκρανίας. Είναι επίσης το έδαφος που ο κ. Πούτιν επιθυμεί περισσότερο – και ως εκ τούτου του οποίου η απελευθέρωση θα προσδιόριζε καλύτερα στην ήττα του. Στην πράξη, η Κριμαία θα είναι δύσκολο να ανακαταληφθεί. Ο κ. Πούτιν μπορεί να εκτοξεύσει αξιόπιστη απειλή για χρήση πυρηνικών όπλων. Ο κ. Ζελένσκι θα έπρεπε καλύτερα να είναι σίγουρος για την επιτυχία: μια αποτυχημένη επίθεση θα μπορούσε να καταλήξει να συσπειρώσει τους απλούς Ρώσους πίσω από τον ηγέτη τους.

Όσο ισχυρότερη είναι η εδαφική θέση της Ουκρανίας, τόσο ισχυρότερη θα είναι στον ψυχρό πόλεμο μετά το τέλος των μαχών. Αυτό θα μπορούσε να επιθτευχθεί με επίσημη ειρηνευτική συμφωνία, αλλά πιθανότατα με απλή κατάπαυση του πυρός, όπως η 70χρονη αντιπαράθεση μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο κ. Πούτιν δεν θα τα παρατήσει έτσι απλά, οπότε η Ουκρανία θα απαιτήσει αξιόπιστες εγγυήσεις για την ασφάλειά της.

Στην ιδανική περίπτωση, αυτό θα συνεπαγόταν την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Είναι δύσκολο να αποτραπεί ο κ. Πούτιν, γιατί η Αμερική δεν θέλει να ξεκινήσει πόλεμο με τη Ρωσία — και δικαίως. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ μειώνει τον κίνδυνο, «ρίχνοντας το μπαλάκι» στον κ. Πούτιν. Δεσμεύει τα μέλη του εκ των προτέρων να αντιμετωπίζουν επίθεση σε ένα μέλος ως επίθεση εναντίον όλων. Εάν ο κ. Πούτιν εισέβαλλε, θα ήταν αυτός που θα επέλεγε έναν πόλεμο υπερδυνάμεων.

Στην πρόσφατη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο, πολλές χώρες δήλωσαν ότι ήταν υπέρ – ακόμη και η Γαλλία μπορεί να είναι ανοιχτή στην ιδέα. Ωστόσο, η ένταξη στο ΝΑΤΟ απαιτεί συναίνεση. Αν αυτό είναι ανέφικτο, η Ουκρανία θα χρειαζόταν διμερείς εγγυήσεις και πολλά όπλα, έτσι ώστε να μοιάζει με ένα ευρωπαϊκό Ισραήλ, ώστε να καταστεί πολύ δύσπεπτος στόχος για να έχει νόημα άλλη ρωσική εισβολή.

Ό,τι κι αν συμβεί, η ανάγκη της Ουκρανίας για όπλα θα διαρκέσει για τουλάχιστον μια δεκαετία και πιθανώς περισσότερο. Απλώς τώρα εκτοξεύει περίπου τόσες οβίδες σε ένα μήνα όσες μπορεί να βγάλει η Αμερική σε ένα χρόνο. Η ανοιξιάτικη εκστρατεία της χρειάζεται πυρομαχικά, ανταλλακτικά, συστήματα αεράμυνας, πυροβολικό μεγάλης εμβέλειας και, τελικά, αεροσκάφη. Μετά τον πόλεμο, θα απαιτήσει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο όπλων ποιότητας ΝΑΤΟ.

Οι πολιτικοί επιμένουν ότι έχουν αφυπνιστεί σε αυτές τις ανάγκες, αλλά αργούν να δράσουν. Πρέπει να αλλάξουν την οπτική τους. Οι δυτικές χώρες πρέπει να αποδεχθούν ότι δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά επίπεδα παραγωγής όπλων εν καιρώ ειρήνης—όχι μόνο για να υποστηρίξουν την Ουκρανία αλλά και για να αμυνθούν. Οι απειλές αφθονούν. Πρέπει να σηματοδοτήσουν έναν μακροπρόθεσμο ανεφοδιασμό σε πυρομαχικά, να επενδύσουν σε δυναμικό απότομης αύξησης και να κάνουν περισσότερες προμήθειες σε ολόκληρη τη συμμαχία, ώστε να δημιουργήσουν ισχυρή βιομηχανία.

Ο μακροχρόνιος αγώνας

Οι δυτικές δυνάμεις μπορούν επίσης να σηματοδοτήσουν τη δέσμευσή τους για οικονομική στήριξη με πολυετείς προϋπολογισμούς. Αυτό έχει σημασία γιατί, εάν η ουκρανική οικονομία δεν ευδοκιμήσει, τότε ούτε η δημοκρατία θα ευδοκιμήσει. Σταδιακά, η άμυνα της χώρας θα εξασθενούσε.

Η αρωγή είναι προφανώς απαραίτητη. Δεδομένου ότι η Αμερική έχει παράσχει τη μερίδα του λέοντος σχετικά με όπλα, πολλά από αυτά θα πρέπει να προέρχονται από την Ευρώπη. Αλλά το ιδιωτικό κεφάλαιο είναι επίσης απαραίτητο, και αυτό θα εισρεύσει στην Ουκρανία μόνο εάν φανεί ότι είναι καλό μέρος για επενδύσεις.

Όπως και στο Ισραήλ και στη Νότια Κορέα, που και οι δύο έχουν ευδοκιμήσει παρά την επί δεκαετίες εχθρότητα των γειτόνων τους, ο μεγαλύτερος πόρος της Ουκρανίας είναι ο λαός της. Σε όλο αυτόν τον πόλεμο, έδειξαν ότι είναι επιχειρηματικοί και δημιουργικοί. Είναι ζωτικής σημασίας, όταν τελειώσουν οι μάχες, οι γυναίκες και τα παιδιά που έφυγαν δυτικά να μην παραμείνουν εκεί, αλλά να επιλέξουν να ενωθούν ξανά με τους συντρόφους τους.

Και η Ουκρανία πρέπει να ξεπεράσει μια ιστορία διαφθοράς και πολιτικής σήψης. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η υπόσχεση για ένταξη στην ΕΕ. Η διαδικασία ένταξης προσφέρει καθεστώς εξυγίανσης για τα θεσμικά όργανα μιας χώρας. Εφόσον η υποψηφιότητα της Ουκρανίας αντιμετωπίζεται με καλή πίστη από τα μέλη της ΕΕ, θα μπορούσε να είναι μεταμορφωτική. Οι επίσημες διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση θα ξεκινήσουν το 2023.

Καθώς ο πόλεμος μπαίνει στο δεύτερο έτος του, κάποιοι ρωτούν αν η Ουκρανία αξίζει όλη αυτή την προσπάθεια. Δεν είναι πιο επείγουσα η κρίση κόστους ζωής; Ή κλιματική αλλαγή; Φανταστείτε εάν τα χρήματα που δαπανώνται για όπλα να μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.

Είναι σωστό να μετανιώνουμε για τον πόλεμο, αλλά δεν είναι συνετό να ευχόμαστε απλώς να απομακρύνει την επιθετικότητα του κ. Πούτιν. Ρωσική νίκη στην Ουκρανία θα οδηγούσε τον κόσμο σε ζοφερό μονοπάτι όπου η ισχύς αποτελεί δίκαιο και τα σύνορα χαράσσονται δια της βίας. Μπορεί να επισπεύσει την επόμενη, ακόμη χειρότερη, αντιπαράθεση στην Ευρώπη. Και θα βάθυνε την ευρέως διαδεδομένη αίσθηση ότι η δυτική ισχύς, και οι οικουμενικές αξίες που υποστηρίζει, βρίσκονται σε απότομη πτώση.

Η νίκη της Ουκρανίας, αντίθετα, θα έφερνε ελπίδα ότι μια κυρίαρχη δημοκρατία δεν χρειάζεται να υποκύψει στον πολύ μεγαλύτερο, δικτατορικό γείτονά της. Θα δημιουργούσε έναν κόσμο που θα αναθαρρούσε από την αποφασιστικότητα και το θάρρος του κ. Ζελένσκι και του ουκρανικού λαού.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα