Από τα πρόσφατα στοιχεία των Αναλυτικών  Περιοδικών  Δηλώσεων (ΑΠΔ) των επιχειρήσεων στον  ΕΦΚΑ  προκύπτει  ότι το 26% των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης με  μέσο μηνιαίο  μισθό 430 ευρώ (μεικτά) και το υπόλοιπο 76% εργάζεται με πλήρη απασχόληση με μέσο  μηνιαίο  μισθό  1.251 ευρώ (μεικτά).

Προϋπολογισμός: Τι θα πάρουν εργαζόμενοι και συνταξιούχοι [πίνακας]

Έτσι, ο συνολικός μέσος  μηνιαίος  μισθός στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο επίπεδο των 1.038 ευρώ (μεικτά) για το έτος 2023. Το επίπεδο αυτό είναι κατά 4% αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο επίπεδο  του  μέσου μηνιαίου μισθού  κατά  το ίδιο διάστημα του 2022 και υπολείπεται κατά 26% από το επίπεδο του  μέσου   μηνιαίου μισθού του 2009 που ήταν 1.543 ευρώ (μεικτά), (Διάγραμμα 1). Κατά  συνέπεια,  η  κυβερνητική  δέσμευση  διαμόρφωσης  του  επιπέδου  του μέσου  μηνιαίου  μισθού  στο  επίπεδο  του  2009  προϋποθέτει,  εκ των ουκ άνευ,  την  άμεση  αποκατάσταση (μνημονιακή κατάργηση)  του  θεσμικού  πλαισίου  των  συλλογικών  συμβάσεων  εργασίας  και  των  συλλογικών  διαπραγματεύσεων.

Από  την  άποψη  αυτή  είναι  ενδιαφέρον να σημειωθεί  ότι  στο  80%  των  απασχολουμένων  δεν  έχει  σημειωθεί  καμία  αύξηση  στις  αμοιβές  τους  παρά  τις  διαδοχικές  αυξήσεις  του  κατώτατου  μισθού. Κι’ αυτό  επειδή  από τις  24  κλαδικές  συμβάσεις  εργασίας  που  υπογράφηκαν  το  2022  μόνο  σε  9  συμβάσεις  εργασίας   προβλέφθηκαν  αυξήσεις  των  αποδοχών (Το Βήμα, 17/9/2023). Επίσης, από το Διάγραμμα 1  προκύπτει ότι ο μέσος  μηνιαίος  μισθός των 1.038 ευρώ (μεικτά)  κατά το 2023  στην Ελλάδα  αποτελεί  το 42% του μέσου όρου των χωρών την Ευρωπαϊκής  Ένωσης (Ε.Ε-27). Δηλαδή, ο μέσος μηνιαίος  μισθός στην Ευρωπαϊκή  Ένωση  είναι περίπου 2,3 φορές υψηλότερος από τον μέσο μηνιαίο  μισθό της χώρας  μας.

Ο μέσος  μηνιαίος  μισθός στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, είναι υψηλότερος μόνο από την Πολωνία (1.030 ευρώ), την Ρουμανία (928 ευρώ), την Ουγγαρία (901 ευρώ) και την Βουλγαρία που είναι τελευταία με 738 ευρώ (μεικτά) μέσο μηνιαίο  μισθό. Παράλληλα, όπως  αποτυπώνεται   στο Διάγραμμα 2, η Ελλάδα παρουσιάζει τα δύο τελευταία έτη σημαντική μείωση της παραγωγικότητας αφού ο δείκτης της Eurostat για την παραγωγικότητα από το 105 που ήταν το 2020, μειώθηκε στο 102 το 2021 και στο 99 το 2022, ενώ  ταυτόχρονα  η  χώρα  μας  παρουσιάζει τις περισσότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα (41 ώρες), όταν η Ολλανδία που έχει τις λιγότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα (33 ώρες), ο δείκτης παραγωγικότητας το 2022 είχε τιμή 115.

Με  άλλα  λόγια  διαπιστώνουμε  ότι  η  χώρα  μας  κατά  τα δύο τελευταία έτη  παρουσίασε  επιδείνωση  του  διαρθρωτικού  προβλήματος  της  ελληνικής  οικονομίας, δηλαδή  της παραγωγικότητας  με  την  μείωση  του  επιπέδου της  κατά 3,2% και κατά 2,3% τα έτη 2021 και 2022 αντίστοιχα, όταν στη μελέτη του Ageing Working Group (AWG 2021) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων, αναφέρονταν  ότι η παραγωγικότητα  στην  Ελλάδα  θα αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό της  τάξης  του  1,5%.

Παράλληλα  επιβεβαιώνεται  ότι  η  ελληνική  οικονομία  παραμένοντας  προσκολλημένη     στα  παραδοσιακά  εργασιακά πρότυπα  των  δυσμενών  εργασιακών  σχέσεων  και  των  περισσότερων  ωρών  εργασίας  για την ανεπιτυχή, όπως  προκύπτει  εκ του  αποτελέσματος, βελτίωση  του  επιπέδου  της  παραγωγικότητας,  απομακρύνεται  σταδιακά  από  την επιλογή  των  ανεπτυγμένων  χωρών  της  Ευρώπης   της  μείωσης  των  ωρών εργασίας για την  αύξηση  του  επιπέδου  της  παραγωγικότητας  μέσω  της  βελτίωσης  της  ποιότητας  της  εργασίας. Αυτό σημαίνει  ότι  το  τεχνολογικο-παραγωγικό  και  καινοτομικό  κενό  που  οδηγεί  την  ελληνική  οικονομία  στην  επιδείνωση  του  επιπέδου  παραγωγικότητας  και  στη  παραγωγή  μη εμπορεύσιμων  διεθνώς   προϊόντων  και  υπηρεσιών  επιλέγεται  ανεπιτυχώς  να  καλυφθεί  με περισσότερες  ώρες  εργασίας.

Επιπλέον η  διατήρηση, σε  ονομαστικούς  και  πραγματικούς  όρους, του  μέσου  μισθού  σε  χαμηλά  επίπεδα  και  απώλειας,  κατά  την  σημερινή  πληθωριστική  περίοδο,  σημαντικού  τμήματος της  αγοραστικής  του  δύναμης,  της  πτώσης   της  παραγωγικότητας  και  της  αύξησης  των  ευέλικτων  μορφών  απασχόλησης  οι  οποίες  αυξάνονται συνεχώς κυρίως στις ηλικίες από 22 μέχρι 30 ετών (όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία του Ταμείου  Επικουρικής  Κεφαλαιοποιητικής  Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) στο οποίο είναι 280.000 ασφαλισμένοι με μέση ηλικία 23 ετών και μέσο μισθό 380 ευρώ), αναδεικνύουν  τους  έλληνες  εργαζόμενους  στην  Ευρωπαϊκή  Ένωση  να  αποτελούν  από την μία  πλευρά  τον «ισχυρό κρίκο»  σε  επίπεδο  περισσότερων  ωρών εργασίας και   από την άλλη  πλευρά να  αποτελούν τον «αδύνατο  κρίκο» σε  επίπεδο  κατά  κεφαλήν ΑΕΠ,  αγοραστικής  δύναμης  και  βιοτικού  επιπέδου.

Στις  συνθήκες  αυτές  ένας ασφαλισμένος στην χώρα  μας  θα δυσκολεύεται, μεταξύ  άλλων, να εξασφαλίσει τα 40 έτη  εργασίας και ασφάλισης που απαιτούνται για την πλήρη συνταξιοδότηση. Κατά  συνέπεια,  όσο  λιγότερο τεχνολογικο-παραγωγική και αναδιανεμητική θα είναι η ελληνική οικονομία, τόσο περισσότερο θα  χρηματοδοτείται από την μελλοντική  επιδείνωση  του  βιοτικού  επιπέδου  των νέων  γενεών, αναπαράγοντας  τον  φαύλο  κύκλο  της  διαγενεακής  ανισοκατανομής του εισοδήματος, αφού οι μελλοντικές συντάξεις αναμένεται να διαμορφωθούν σε ένα μέσο επίπεδο της τάξης των 850 ευρώ (μεικτά) κύρια και επικουρική, μειωμένη κατά 9% σε σχέση με τα 930 ευρώ (μεικτά) (κύρια και επικουρική) που εκτιμούσε στη μελέτη της η Ευρωπαϊκή  Επιτροπή  το 2021.

Σάββας Γ. Ρομπόλης Ομότιμου Καθηγητή  Παντείου Πανεπιστημίου

Βασίλειος  Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου  Πανεπιστημίου

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts