H Mιανμάρ έχει γίνει η μεγαλύτερη χώρα – παραγωγός οπίου στον κόσμο, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ. Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η βουτιά της παραγωγής στο Αφγανιστάν, από τότε που η κυβέρνηση των Ταλιμπάν απαγόρευσε την καλλιέργεια ναρκωτικών πέρυσι.

Σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC)   η καλλιέργεια οπίου στο Αφγανιστάν μειώθηκε σε όλη τη χώρα σε μόλις 10.800 εκτάρια (26.700 στρέμματα) το 2023 από 233.000 εκτάρια το προηγούμενο έτος, μειώνοντας την προσφορά κατά 95% στους 333 τόνους.

Αφγανιστάν: Κατακόρυφη μείωση της παραγωγής οπίου

Αυτό ασκεί πίεση στους αγρότες της εμπόλεμης χώρας, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι εξαρτώνται από τη γεωργία και η αξία των εξαγωγών παπαρούνας έχει κατά καιρούς ξεπεράσει την αξία όλων των επίσημων εξαγόμενων προϊόντων, επισημαίνει το UNODC.

Η πορεία για να φτάσει η Μιανμάρ στην κορυφή της παραγωγής οπίου είχε ξεκινήσει από το 2022. Το περασμένο έτοςς σχεδόν διπλασιάστηκε η παραγωγή οπίου στη Μιανμάρ και ανήλθε σε 795 τόνους το 2022, φτάνοντας σε υψηλό  επίπεδο εννέα ετών, όταν το 2021 η παραγωγή ήταν 423 τόνοι, σύμφωνα με στοιχεία του UNODC.

Πρόκειται για την πρώτη έρευνα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που επιβλήθηκε το Φεβρουάριο του 2021, που πέρα από ποσοτικά στοιχεία αποκαλύπτει ποιοτικά στοιχεία όπως είναι οι εξελιγμένες γεωργικές πρακτικές και η συγκέντρωση της καλλιέργειας οπιούχου παπαρούνας.

Το πραξικόπημα βύθισε μεγάλο μέρος της Μιανμάρ σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που συνεχίζεται ακόμη.

Προβληματική η οικονομία

Η αύξηση της παραγωγής οφείλεται, σύμφωνα με το περιφερειακό εκπρόσωπο της UNODC, Τζέρεμι Ντάγκλας «στις διαταραχές της οικονομίας, της ασφάλειας και της διακυβέρνησης που ακολούθησαν τη στρατιωτική ανάληψη της εξουσίας. Οι αγρότες σε απομακρυσμένες συχνά ευάλωτες σε συγκρούσεις περιοχές στο βόρειο Σαν και στις παραμεθόριες πολιτείες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιστρέψουν στο όπιο»

Η αύξηση της παραγωγής ήταν πιο έντονη στο Βόρειο Σαν, όπου σύφμωνα με τα στοιχεία υπάρχουν πολύ υγιή, οργανωμένα και πυκνά χωράφια παπαρούνας, ενώ χρησιμοποιούνται εξελιγμένες γεωργικές πρακτικές. Στην Πολιτεία Σαν, η οποία αντιπροσωπεύει το 84% της συνολικής εκτιμώμενης έκτασης καλλιέργειας παπαρούνας, η παραγωγή περίπου διπλασιάστηκε σε περίπου 670 τόνους σε σύγκριση με το 2021.

Συνήθως, τα περισσότερα χωράφια οπιούχου παπαρούνας που εντοπίστηκαν στη Μιανμάρ στο παρελθόν ήταν μικρά, ελάχιστα οργανωμένα και μακριά από χωριά και δρόμους, με σχετικά χαμηλή πυκνότητα καλλιέργειας σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες νόμιμες καλλιέργειες.

Οι εκτάσεις καλλιέργειας οπιούχου παπαρούνας το 2022 αυξήθηκαν κατά το ένα τρίτο σε 40.100 εκτάρια, σύμφωνα με την έκθεση. Οι μέσες αποδόσεις οπίου έχουν επίσης αυξηθεί στην υψηλότερη τιμή από τότε που το UNODC άρχισε να παρακολουθεί την καλλιέργεια το 2002.

Η περιοχή, που είναι στα σύνορα Μιανμάρ, Ταϋλάνδης και Λάος, γνωστή με την ονομασία το Χρυσό Τρίγωνο, υπήρξε ιστορικά σημαντική πηγή παραγωγής οπίου και ηρωίνης. Η Μιανμάρ είναι δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός οπίου χώρα μετά το Αφγανιστάν

Η αύξηση της παγκόσμιας τιμής της ηρωίνης είναι επιπλέον παράγοντας για την αύξηση της παραγωγής, καθώς η ρητίνη του οπίου χρησιμοποιείται για την παραγωγή της ηρωίνης. Επιπλέον αποτελεί τα βάση για άλλα οπιούχα ναρκωτικά όπως η μορφίνη και η κωδεΐνη.

Η οικονομία της χώρας ωστόσο δεινοπαθεί. Η απότομη οικονομική συρρίκνωση άφησε την οικονομία της Μιανμάρ εξαιρετικά αδύναμη μετά την πανδημία. Επιπλέον, η χούντα εκτιμάται ότι συνέβαλε στο να οδηγηθούν τα αγροτικά νοικοκυριά να βασίζονται περισσότερο στο όπιο, με αποτέλεσμα την επέκταση και την εντατικότερη καλλιέργεια παπαρούνας και την αντιστροφή των πτωτικών τάσεων της περιόδου 2014-2020.

«Στο τέλος της ημέρας, η καλλιέργεια οπίου έχει να κάνει πραγματικά με την οικονομία και δεν μπορεί να επιλυθεί με την καταστροφή των καλλιεργειών, η οποία απλώς κλιμακώνει τα τρωτά σημεία», σημειώνει ο Ντάγκλας. «Χωρίς εναλλακτικές λύσεις και οικονομική σταθερότητα, είναι πιθανό η καλλιέργεια και η παραγωγή οπίου να συνεχίσει να επεκτείνεται»

Ωστόσο, η αξία στο χωράφι αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού εισοδήματος από την παραγωγή και εξαγωγή οπιούχων. Η εκτιμώμενη αξία της οικονομίας των οπιούχων της Μιανμάρ κυμαινόταν μεταξύ 660 εκατομμυρίων και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αντιπροσωπεύοντας το 1-3% του ΑΕΠ της Μιανμάρ το 2021.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή