Εξόχως διχασμένη εμφανίζεται η γαλλική Αριστερά την ημέρα της κρίσιμης ψηφοφορίας για την παραμονή ή μη της κυβέρνησης Μπαϊρού στην εξουσία. Η μη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση θεωρείται δεδομένη από όλα τα κόμματα του Νέου Λαϊκού Μετώπου που δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 2024 (κατά τα πρότυπα της αντιφασιστικής συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων του Μεσοπολέμου) ως αντίβαρο της μετεωρικής ανόδου της γαλλικής Ακροδεξιάς υπό τη Μαρίν Λεπέν και τον φωτογενή και ευφραδή Ζορντάν Μπαρντελά.
Ο νέος διχασμός έχει να κάνει με το κρίσιμο ερώτημα αν είναι σκόπιμο να στηρίξουν τα κόμματα του Μετώπου μια νέα (συγ)κυβέρνηση με τους Κεντροδεξιούς υποστηρικτές του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν ή αν συμφέρει να ωθήσουν τα πράγματα προς νέες, πρόωρες εκλογές. Εν προκειμένω, όλα τα κόμματα του Μετώπου πλην του ιχυρότερου εκλογικά αλλά και πλέον σκληροπυρηνικού πολιτικά LFI, σκέπτονται να στηρίξουν μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας με το Κέντρο και τη Δεξιά. Η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν επιμένει στη διεξαγωγή νέων εκλογών προσδοκώντας ενίσχυση της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης.
Η ώρα των Σοσιαλιστών
Ακριβέστερα τα κόμματα που μετέχουν στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο (του LFI εξαιρουμένου), σκέφτονται ότι, δίχως να στηθούν και πάλι κάλπες, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να δώσει ο Μακρόν εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε έναν Αριστερό πολιτικό. Να έχει δηλαδή η επόμενη κυβέρνηση ως πυρήνα την Αριστερά και ως εκ τούτου να προωθήσει ξανά στη χώρα αριστερές πολιτικές, οκτώ χρόνια μετά τις κυβερνήσεις του Φρανσουά Ολάντ (2012-2017).
Το κόμμα από το οποίο οι πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι θα αναζητήσει τον επόμενο πρωθυπουργό ο Μακρόν είναι το Σοσιαλιστικό. Παρεμπιπτόντως πρέπει να αναφερθεί ότι στη Γαλλία δεν ισχύει αρχή της δεδηλωμένης και ως εκ τούτου «ο πρόεδρος μπορεί να διορίσει ως πρωθυπουργό και τον κηπουρό του», όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα.
«Οι Σοσιαλιστές έχουν αρχίσει να σκέφτονται σοβαρά το πρωθυπουργικό μέγαρο τις τελευταίες ημέρες. Αφού δοκίμασε έναν πρωθυπουργό της γκωλικής Δεξιάς και τώρα έναν Κεντρώο, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν έχει άλλη επιλογή από το να διευρύνει την κοινοβουλευτική του βάση. Και εφόσον δεν πρόκειται να στραφεί στην άκρα Δεξιά της Εθνικής Συσπείρωσης, το λογικό επόμενο βήμα θα ήταν να προσελκύσει την Αριστερά, κυρίως το Σοσιαλιστικό Κόμμα», γράφει ο Αντριάν Βαλά στη «Les Echos».
Θα προσθέταμε ότι ο ίδιος ο Μακρόν υπηρέτησε επί διετία (2014-2016) ως υπουργός Οικονομίας, Βιομηχανίας και Ψηφιακών Μέσων της δευτερης σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Εμανουέλ Βαλς, επί προεδρίας Ολάντ.
Σε θέση μάχης
«Ένας σοσιαλιστής πρωθυπουργός δεν θα ήταν περισσότερο μειοψηφία από τους δύο προηγούμενους», υποστηρίζουν πολλοί στη Γαλλία. Αλλά σχηματίζοντας κυβέρνηση με τους αριστερούς εταίρους τους στη Βουλή – την ομάδα των Πρασίνων και την ομάδα των Κομμουνιστών – οι Σοσιαλιστές θα κατάφερναν να συγκεντρώσουν μια βάση μόλις 121 βουλευτών στην Εθνοσυνέλευση, ούτε τους μισούς από τους 289 που θα χρειαζόταν για την πλειοψηφία.
Ο μεγαλύτερος σε εκλογική απήχηση εταίρος του Νέου Εθνικού Μετώπου, το κόμμα της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συνδράμει μια κυβέρνηση συνεργασίας της Αριστεράς με τα κόμματα της «επιρροής Μακρόν».
«Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος συμφωνει να κυβερνήσει χωρίς την καταφυγή στο άρθρο 49,3 του Συντάγματος, δίχως να καταφεύγει σε διατάγματα κατά παράκαμψη του Κοινοβουλίου, με αντάλλαγμα μια σιωπηρή συμφωνία ανοχής από το Κέντρο, επιτρέποντας στο Κοινοβούλιο να διαβουλεύεται και να τροποποιεί τα νομοσχέδια», γράφει ο ρεπόρτερ της «Les Echos».
Αυτό όμως «είναι αρκετό για να εξοργίσει την Ανυπότακτη Γαλλία», συμπληρώνει ο Αντριάν Βαλά, εξηγώντας ότι το κόμμα του Μελανσόν καταγγέλλει με κάθε ευκαιρία «ένα συνασπισμό με τους Μακρονιστές», πριν ακόμα αυτός σχηματιστεί.
Γέφυρες
Γέφυρες προς πάσα κατεύθυνση επιχειρούν εν τω μεταξύ να στήσουν οι Πράσινοι. Η πρώην υπουργός και γραμματέας του κόμματος Σεσίλ Ντιφλό και ο ευρωβουλευτής Νταβίντ Κορμάν προειδοποιούν την Αριστερά να ξεπεράσει όσα τη χωρίζουν και «να καταλήξει σε συμφωνία με το κεντρικό μπλοκ της πολιτικής σκηνής για να αποφύγει μια νέα διάσπαση και κυρίως την άνοδο στην εξουσία της Εθνικής Συσπείρωσης».
Αλλά και ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ πιστεύει ότι ο επόμενος πρωθυπουργός «θα πρέπει να κάνει προγραμματικούς συμβιβασμούς» για να εξασφαλίσει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Ο Ολάντ θεωρεί ότι η επόμενη κυβέρνηση «δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει ούτε την πολιτική που ακολουθούν από το 2017 οι κυβερνήσεις Μακρόν, αλλά ούτε και την πολιτική του Νέου Λαϊκού Μετώπου».
Προβληματισμοί
«Κάποιοι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν θα ασκούσαν βέτο ούτε αν διοριζόταν και πάλι ένας Μακρονιστής πρωθυπουργός, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα αναλάμβανε ανάλογη δέσμευση ότι δεν θα κυβερνούσε παρακάμπτοντας το Νομοθετικό Σώμα, προσφεύγοντας δηλαδή στο αρθρο 49,3», γράφει ο Βαλά της «Les Echos».
Άλλα στελέχη της Αριστεράς ωστόσο διαφωνούν με μια νέα συνεργασία της Αριστεράς με το Κέντρο ή/και τη Δεξιά. Ο γάλλος ρεπόρτερ αναφέρει τον βουλευτή της Génération Μπενζαμέν Λικά ο οποίος, αν και νεότατος στην ηλικία (μόλις 35 ετών), θυμάται πόσο ακριβά στοιχίζει στους Γάλλους Σοσιαλιστές (αλλά και στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες) η συνεργασία με την Κεντροδεξιά.
«Αν αρχίσουμε να χτίζουμε ένα κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα με τους Μακρονιστές, τότε θα επιταχύνουμε την άνοδο της Ακροδεξιάς στην εξουσία καθώς θα δώσουμε στον κόσμο την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», προειδοποιεί ο Μπενζαμέν Λικά.