Είναι παράδοξη η αύξηση της παιδικής θνησιμότητας σε μια από τις 7 πλουσιότερες χώρες στον κόσμο εφόσον αυτή ούτε σε πόλεμο βρίσκεται, ούτε σε κάποια βαθιά, χρόνια ύφεση. Αυτή είναι η περίπτωση της Γαλλίας και οι ειδικοί αποδίδουν το φαινόμενο στην όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Το αίτημα της αναδιανομής προκύπτει επίκαιρο στη γαλλική πολιτική σκηνή ενόψει της κατάθεσης του νέου προϋπολογισμού, από την έγκριση του οποίου εξαρτάται η επιβίωση (και) της νέας κυβέρνησης του Σεμπαστιάν Λεκορνί.
Η δημόσια συζήτηση εσχάτως περιστρέφεται γύρω από την πρόταση του οικονομολόγου καθηγητή Γκαμπριέλ Ζικμάν να φορολογηθούν με συντελεστή 2% όσοι κατέχουν προσωπική περιουσία άνω των 100.000 ευρώ. Το μέτρο υπολογίζεται ότι θα επιβαρύνει μόλις 1.800 φορολογούμενους, αλλά θα αποδίδει από 15 έως 25 δισ. ευρώ ετησίως συμβάλλοντας στη δημοσιονομική εξυγίανση δίχως να αναγκαστεί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε περαιτέρω περικοπές των κοινωνικών δαπανών που θα χαλάρωναν ακόμα περισσότερο το δίχτυ κοινωνικής προστασίας με συνέπειες σαν κι αυτή που κατεγράφη για την αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας.
Την πρόταση για φορολόγηση του μεγάλου πλούτου υιοθετεί σύσσωμη η Αριστερά (με κάποιους αστερίσκους στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος), αλλά η κυβερνώσα πολυκομματική Κεντροδεξιά εμφανίζεται από διστακτική έως απολύτως απορριπτική.
Μόλις το Σαββατοκύριακο ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του οίκου ειδών πολυτελείας LVMH Μπερνάρ Αρνό τάχθηκε λάβρος κατά του προτεινόμενου μέτρου με το επιχείρημα ότι «θα καταστρέψει τη φιλελεύθερη δημοκρατία στη χώρα». Δεν αποτελεί, ασφαλώς, είδηση η συγκεκριμένη τοποθέτηση του πλουσιότερου ανθρώπου στη Γαλλία (έως πρόσφατα και στον κόσμο, προτού τον προσπεράσει ο Λάρι Έλισον της Oracle, βάσει των καταγραφών του Forbes).
Είδηση θα ήταν αν ο Αρνό υποστήριζε τον φόρο Ζικμάν. Τουναντίον, είδηση είναι η δημόσια τοποθέτηση υπέρ της φορολόγησης των «υπερπλουσίων» από τον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πιερ Μοσκοβισί. Πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και στη συνέχεια επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ελληνικό δράμα της κρίσης χρέους την δεκαετία του 2010, ο Μοσκοβισί εκτίμησε ότι είναι «νόμιμο να ζητείται μια συμπληρωματική συνεισφορά από τους πολύ πλούσιους για να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά».
Ο Μοσκοβισί υπήρξε βέβαια στέλεχος και υπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αλλά μετά το διορισμό του στις Βρυξέλλες το 2014 έχει κρατήσει αποστάσεις από την κομματική διαμάχη στη χώρα του, γι’ αυτό και διορίστηκε το 2020 πρόεδρος ενός εκ των τριών μεγαλύτερων δικαστικών αρχών της Γαλλίας από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
«Δεν είναι πολύ»
Ο Μοσκοβισί με την ευκαιρία της ανακοίνωσης της αφυπηρέτησής του από το αξίωμα του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στα τέλη του έτους, είπε χαρακτηριστικά ότι οι πιο ευκατάστατοι Γάλλοι θα πρέπει «να συνεισφέρουν λίγο» για να χαλαρώσει δημοσιονομική μέγγενη, καθώς η εκτίναξη του ελλείμματος έχει στοχοποιήσει κατά κάποιον τρόπο τη Γαλλία στις διεθνείς αγορές ανεβάζοντας αισθητά το κόστος δανεισμού της χώρας.
Κληθείς να προσδιορίσει πόσο είναι αυτό το «λίγο» είπε ότι η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου αν κυμανθεί από 1% έως 2% «δεν θα είναι μεγάλη», ξεκαθαρίζοντας ότι το λέει αυτό παρότι για λόγους αρχής πιστεύει ότι η αύξηση των φόρων δεν είναι το ενδεδειγμένο μέσο για τη μείωση των ελλειμμάτων και ότι θα πρέπει να περιοριστούν και οι δαπάνες.
Ντροπιαστικό 17%
Η τοποθέτηση του Μοσκοβισί συνέπεσε λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση έρευνας στο ιατρικό περιοδικό «BMJ Medicine», σύμφωνα με την οποία τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πρωτοφανής αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας στη Γαλλία. Σύμφωνα με την έρευνα, την χρονιά που πέρασε γεννήθηκαν στη Γαλλία 663.000 παιδιά, αλλά καταγράφηκαν 2.700 θάνατοι βρεφών προτού κλείσουν το πρώτο έτος της ηλικίας τους.
«Πρόκειται για έναν αριθμό που σημαίνει συναγερμό, καθώς δείχνει ότι η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε από τους 3,5 θανάτους ανά 1.000 νεογέννητα, που ήταν το 2011, στους 4,1 θανάτους ανά 1.000 νεογέννητα το 2024», γράφει η Χαγιάτ Γκαζάν στη «Les Echos».
Είναι μια αύξηση της τάξεως του 17,14%, η οποία δεν περιποιεί τιμή για μια χώρα σαν τη Γαλλία, η οποία εξάλλου χάρη στο πολύ ισχυρό κοινωνικό κράτος και συγκεκριμένα χάρη στη μεγάλη στήριξη των γονέων με επιδόματα και που είχε διατηρήσει τα χρόνια της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης ήταν – έως πρόσφατα – η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν αντιμετώπιζε δημογραφικό πρόβλημα.
«Κοινωνικό μειονέκτημα»
«Η αύξηση των θανάτων των νεογέννητων, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, περιορίζεται στις πιο φτωχές κοινότητες της χώρας», σημειώνεται στην έρευνα.
Για να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, ερευνητές από το Inserm, το Πανεπιστήμιο Paris Cité, το Inrae, το Πανεπιστήμιο Paris Nord και το AP-HP ανέπτυξαν έναν δείκτη «κοινωνικού μειονεκτήματος» προσαρμοσμένο στην περιγεννητική περίοδο (σ.σ. από την 28η εβδομάδα της κύησης μέχρι την έβδομη εβδομάδα μετά τη γέννηση) για κάθε δήμο στην ηπειρωτική Γαλλία.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών, το ποσοστό ανεργίας, το ποσοστό των μεταναστών στην περιοχή, το ποσοστό των ενοικιαστών κατοικιών και τις μονογονεϊκές οικογένειες. Στη συνέχεια οι επιστήμονες διασταύρωσαν αυτόν τον δείκτη με το ποσοστό νεογνικής θνησιμότητας σε δύο χρονικές περιόδους: από το 2001 έως και το 2008 και από το μεταξύ 2015 έως και 2020.
Αφού ταξινόμησαν τις γεννήσεις σε πέντε ίσες ομάδες με βάση τον δείκτη «κοινωνικού μειονεκτήματος», οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν ότι η αύξηση της νεογνικής θνησιμότητας που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων επικεντρώθηκε αποκλειστικά στις λιγότερο ευνοημένες κατηγορίες, ιδιαίτερα στις δύο πιο μειονεκτούσες. Για τις άλλες τρεις, παρέμεινε σταθερή.
2.500 θάνατοι επιπλέον
«Εάν ολόκληρος ο γαλλικός πληθυσμός είχε τον ίδιο κίνδυνο νεογνικής θνησιμότητας με το πλουσιότερο 20%, εκτιμάται ότι περίπου το ένα τέταρτο των θανάτων (ή 2.496 θάνατοι νεογνών), θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί μόνο μεταξύ 2015 και 2020», υποστηρίζει ο Βικτόρ Σαρτιριούς, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Η μελέτη αποδίδει δίχως ενδοιασμούς την εκτίναξη της νεογνικής θνησιμότητας κατά περισσότερο απο 17% στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα. Δεν εξηγεί τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους επηρεάζει τους θανάτους των νεογνών το γεγονός ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Οι συγγραφείς της μελέτης απλώς διατυπώνουν μερικές υποθέσεις.
Αναφέρουν, για παράδειγμα, «χαρακτηριστικά που συνδέονται με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση», όπως το υπερβολικό βάρος των γυναικών που κυοφορούν, το κάπνισμα και την έκθεσή τους σε ρύπους. Αυτοί είναι παράγοντες που οδηγούν σε υψηλότερο κίνδυνο για να γεννηθούν τα παιδιά πρόωρα ή λιποβαρή με μικρότερες πιθανότητες για επιβίωση.
Οι ερευνητές σημειώνουν επίσης ότι στις συγκεκριμένες κατηγορίες των «κοινωνικώς μειονεκτούντων» επικρατούν σκέψεις και πεποιθήσεις που αποθαρρύνουν την καταφυγή σε ιατρική διακοπή της εγκυμοσύνης όταν το έμβρυο διαπιστώνεται ότι έχει κάποια πάθηση. Επιπλέον στη μελέτη υπογραμμίζεται η «κακή οργάνωση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης στις φτωχότερες περιοχές της χώρας».
Περιγεννητική φροντίδα
«Γνωρίζουμε ότι η πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και φροντίδα, όπως επίσης η ικανότητα των κατοίκων να συμμετέχουν στο εθνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, είναι μειωμένες στις οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές. Επιπλέον τα υψηλά ποσοστά πληρότητας σε μονάδες που φροντίζουν νεογνά σε κρίσιμη κατάσταση, σε συνδυασμό με την υποστελέχωση των μονάδων, θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν μια υπόθεση μεταξύ των αιτιών της βρεφικής θνησιμότητας που πρέπει να διερευνηθούν», εξηγεί ο Βικτόρ Σαρτιριούς.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη μελέτη, «υπάρχει η επείγουσα ανάγκη διεξαγωγής ελέγχων της παροχής περιγεννητικής φροντίδας σε κάθε περιοχή». Στη συνέχεια οι επιστήμονες προτείνουν την αναθεώρηση του συστήματος παροχής φροντίδας των ασθενών στις πιο ευάλωτες περιοχές. «Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει αύξηση των επιπέδων στελέχωσης, καλύτερη εκπαίδευση των φροντιστών και βελτίωση των υποδομών», εκτιμά η Τζενιφέρ Ζετλέν, η οποία επίσης συνυπογράφει την έρευνα.
«Η γαλλική κυβέρνηση έχει ενημερωθεί για τα προβλήματα αυτά και έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει, έως το 2026, ένα σύστημα μητρώου γεννήσεων που θα επιτρέπει την καλύτερη παρακολούθηση της περιγεννητικής υγείας καθώς και την αξιολόγηση των πρακτικών και της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας», σημειώνει η ρεπόρτερ της «Les Echos».