Η Ελλάδα πληρώνει βαριά το τίμημα της αλλαγής του κλίματος. Με αυξανόμενες οικονομικές απώλειες – λόγω φυσικών καταστροφών που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων πυρκαγιών, πλημμυρών και καύσωνα -, η χώρα μας βρίσκεται στη δίνη της κλιματικής κρίσης. Η κορύφωση ήρθε το 2023, όταν οι ζημίες έφτασαν τα 26,8 εκατομμύρια ευρώ, επηρεάζοντας τη γεωργία, τον τουρισμό και τη στέγαση. Πρόκειται για τη χειρότερη χρονιά που έχει ποτέ καταγραφεί (από το 1980 κι έπειτα) καθώς μεγάλες πυρκαγιές κατέκαψαν περί τα 1,7 εκατ. στρέμματα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ολοκληρωμένη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) για την κατάσταση του περιβάλλοντος σε 38 χώρες, η οποία εκδίδεται ανά πενταετία και δημοσιεύθηκε χθες.
Τα κλιματικά φαινόμενα μειώνουν επίσης την παραγωγικότητα λόγω των επιπτώσεων στην υγεία από την κακή ποιότητα του αέρα και τις ακραίες θερμοκρασίες. Όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της έκθεσης η Ελλάδα επενδύει σε στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των πλημμυρών και ενός αστικού σχεδιασμού ανθεκτικό στις θερμοκρασιακές αλλαγές. Ωστόσο, σημειώνουν ότι απαιτούνται περισσότερα για την προστασία των ευάλωτων περιοχών, καθώς τα ακραία φαινόμενα συνεχίζουν να αυξάνονται.
Το οικονομικό βάρος στην τσέπη του πολίτη
Πιο συγκεκριμένα, το κόστος από τις ζημίες που επιφέρει η κλιματική κρίση, από το 2000 κι έπειτα, είναι υψηλό και έφτασε το 2023 στα 60 ευρώ/άτομο/έτος στην Ελλάδα. Εντούτοις, παραμένει χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (66,4 ευρώ ανά άτομο). Γενικότερα, ανάλογα με τις ετήσιες καταστροφές, το κόστος στην Ελλάδα από το 1990 κι έπειτα, κινείται πάνω από 30 ευρώ/άτομο σε ετήσια βάση με εξαίρεση την τριετία 2000, 2001, 2002 οπότε είχε περιοριστεί στα 15 ευρώ κατά κεφαλήν ετησίως.
Περιβαλλοντικοί φόροι: διπλάσιοι από τον μέσο όρο της ΕΕ
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις όσον αφορά και τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στην πορεία της προς τη βιωσιμότητα. Οι αυξανόμενες τουριστικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες θέτουν σημαντικές απειλές, όπως είναι η υποβάθμιση των παράκτιων ζωνών και η αυξημένη κατανάλωση νερού που εξαντλεί τους πόρους σε μικρά νησιά , ενώ η άναρχη γεωργία, οι μεταφορές, ο τουρισμός και η αλιεία απειλούν τη βιοποικιλότητα. Πάντως, νέοι νόμοι έχουν καταστήσει τις πράσινες επενδύσεις πιο προσιτές, με επίκεντρο τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) που έχουν πολλαπλασιαστεί.
Επίσης, έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2013 κι έπειτα το μερίδιο των περιβαλλοντικών φόρων στα συνολικά φορολογικά έσοδα, σε αντίθεση με την ελαφρώς αρνητική τάση του μέσου όρου της ΕΕ. Τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους στην Ελλάδα φτάνουν στο 10,1% επί των συνολικών φορολογικών εσόδων, δηλαδή σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο των 38 ευρωπαϊκών κρατών (5,1%) που εξετάζει η έρευνα του ΕΟΠ.
Ωστόσο, η αποτελεσματική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας παραμένει πρόκληση. Οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων αντιπροσώπευαν το 0,9% του ΑΕΠ το 2023, παραμένοντας υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 0,7%, αλλά έκτοτε έχουν μειωθεί .
Ανεβαίνει η ενεργειακή φτώχεια – Μια κοινωνική βόμβα
Όσον αφορά στον ενεργειακό τομέα, δίνονται εύσημα στη χώρα για την απολιγνιτοποίηση, την αύξηση των επενδύσεων σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την προώθηση της ιδιοκατανάλωσης. Επισημαίνεται όμως ότι η κατανάλωση ενέργειας παραμένει υψηλή, με τα νοικοκυριά και τον τομέα των μεταφορών να συμβάλλουν περισσότερο.
Όσο για τα προγράμματα τύπου «Εξοικονομώ» η έκθεση υπογραμμίζει ότι από το 2011, πάνω από 200.000 νοικοκυριά έχουν επωφεληθεί, επιτυγχάνοντας μειώσεις στο κόστος ενέργειας έως και 40%. Όμως τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα και ειδικά στις αγροτικές περιοχές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε αυτά τα προγράμματα.
Επιπλέον, περίπου το 19,2% των νοικοκυριών βιώνουν ενεργειακή φτώχεια (έναντι 10,6%, μέσος όρος ΕΕ). Πολλά νοικοκυριά εξακολουθούν να μην μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά, μια κατάσταση που δυσχεραίνεται από την αύξηση των τιμών της ενέργειας . Η ανισότητα εισοδήματος παραμένει μια πρόκληση για τη βιώσιμη ανάπτυξη
ΑΠΕ και προκλήσεις στην κατανάλωση
Η κλιματική κρίση αναδιαμορφώνει επίσης τα πρότυπα κατανάλωσης ενέργειας για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Καθώς η ανάγκη για θέρμανση μειώνεται και η ζήτηση για ψύξη αυξάνεται, οι ενεργειακές πολιτικές της Ελλάδας πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτές τις μεταβαλλόμενες ανάγκες, διασφαλίζοντας ότι το ενεργειακό σύστημα παραμένει ανθεκτικό και ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις.
Αυτή η μετατόπιση ασκεί πρόσθετη πίεση στο ενεργειακό σύστημα, με τις χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας να αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να διασφαλιστεί ότι τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτές τις μεταβαλλόμενες ενεργειακές απαιτήσεις χωρίς να αντιμετωπίσουν απαγορευτικό κόστος. Για αυτό, οι συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι, είναι σημαντικό να εξεταστεί η οικονομική απόδοση των επενδύσεων και να ενισχυθούν υγιείς οντότητες που είναι σε θέση να δανειστούν και να αποπληρώσουν τις επενδύσεις τους.
Η επανάσταση της ανακύκλωσης που ακόμα περιμένουμε
Η ευρωπαϊκή έκθεση ασκεί κριτική ως προς τη διαχείριση απορριμμάτων στην Ελλάδα, η οποία αντί να βελτιώνεται επιδεινώνεται. Όπως επισημαίνεται, το ποσοστό ανακύκλωσης των στερεών αστικών αποβλήτων μειώθηκε στο 17,3% το 2022, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση των συστημάτων χωριστής συλλογής και των σύγχρονων εγκαταστάσεων ανακύκλωσης.
Επίσης, στα απόβλητα συσκευασίας, η ανακύκλωση μειώθηκε από 54,1% το 2021 σε 43,4% το 2022. Αργή πρόοδος έχει σημειωθεί στα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, με 52.367 τόνους να έχουν υποστεί επεξεργασία το 2022 ενώ το ποσοστό ανάκτησης οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους φτάνει το 21,4% με την Ελλάδα να υστερεί κατά πολύ σε σχέση με την ΕΕ. Όπως υπογραμμίζεται, για να επιτύχει τους στόχους της ΕΕ για το 2030, η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρές μεταρρυθμίσεις πολιτικής, βελτιωμένες υποδομές, καινοτόμες πρακτικές διαχείρισης αποβλήτων, ευαισθητοποίηση του κοινού και αυστηρή εφαρμογή των ευθυνών των παραγωγών.
Απειλές για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης
Γενικότερα, στην έκθεση τονίζεται ότι η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος στις 38 χώρες που εξετάζονται αποτελούν άμεση απειλή για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, η οποία εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους. Αναφέρεται ακόμη ότι η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 εξαρτάται επίσης από την καλύτερη και υπεύθυνη διαχείριση της γης, των υδάτων και άλλων πόρων.
Η προστασία των φυσικών πόρων, ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής και η προσαρμογή σε αυτήν, καθώς και η μείωση της ρύπανσης θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών που εξαρτώνται από τη φύση, όπως η επισιτιστική ασφάλεια, η επάρκεια πόσιμου νερού και η αντιπλημμυρική προστασία. Η έκθεση καλεί σε εντατικοποίηση της εφαρμογής των πολιτικών και των πιο μακροπρόθεσμων δράσεων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.