Ένας από τους παράγοντες που τα στρατεύματα της Ρωσίας δεν έχουν ηττηθεί στην Ουκρανία, είναι η φθορά του αδύναμου αριθμητικά αντιπάλου λόγω της παράτασης του πολέμου. Γι’ αυτό όμως καθοριστικό ρόλο παίζει η λειτουργία της οικονομίας που αντέχει στον πόλεμο των κυρώσεων. Καθοριστικό παράγοντα όμως σε αυτό παίζει ο άσσος του Κρεμλίνου, η Κίνα.
Υπενθυμίζεται ότι τον Οκτώβριο η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε νέες κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, τη Rosneft και τη Lukoil, ώστε να αναγκάσει τη Μόσχα να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όπως, όπως αναφέρουν οι Έρικα Ντάουνς. ερευνήτρια στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια και Ρίτσαρντ Νεφιου, πρώην συντονιστής των ΗΠΑ για την παγκόσμια καταπολέμηση της διαφθοράς, παρότι οι κυρώσεις μπορούν δυνητικά να πλήξουν τη ρωσική οικονομία, το πόσο μεγάλη ζημιά θα προκαλέσουν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το Πεκίνο.
Αν η Κίνα δεν εισάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία, πώς θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της;
«Η Κίνα αγόρασε σχεδόν το μισό από το πετρέλαιο που εξήγαγε η Ρωσία το 2024, παρακάμπτοντας τις υφιστάμενες αμερικανικές κυρώσεις. Και οι νέες κυρώσεις από μόνες τους θα κάνουν ελάχιστα για να ωθήσουν την Κίνα να μειώσει σημαντικά τις αγορές της» αναφέρουν οι δύο ειδικοί σε ανάλυσή τους στο Foreign Affairs.
Για να είναι αποτελεσματικές οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι ΗΠΑ χρειάζονται τη συνεργασία της Κίνας. Όμως η εξασφάλιση αυτής της συνεργασίας δεν θα είναι εύκολη.
«Πως θα καλύψουμε τις ανάγκες μας;»
Η Ρωσία, αναφέρεται στην ανάλυση, παίζει κρίσιμο ρόλο στο ενεργειακό σύστημα της γειτονικής της Κίνας, προμηθεύοντάς την σχεδόν με ένα στα πέντε βαρέλια πετρελαίου που εισάγει -περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα- συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους του πετρελαίου που φτάνει στην Κίνα μέσω αγωγών.
Ερωτηθείς τον περασμένο Φεβρουάριο ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι αν θα μείωνε τις αγορές ρωσικής ενέργειας για να πιέσει τη Μόσχα είπε αποστομωτικά: «Αν η Κίνα δεν εισάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία, πώς θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες της και να διασφαλίσει τις ανάγκες των 1,4 δισεκ. ανθρώπων της;».
Βέβαια, οι δύο ειδικοί, υπογραμμίζουν ότι οι Κινέζοι δεν αγνοούν πλήρως τις αμερικανικές κυρώσεις, καθώς δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την πρόσβασή τους στο σύστημα του αμερικανικού δολαρίου. Σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης εμπορίου Kpler, οι εισαγωγές ρωσικού αργού από την Κίνα τον τρέχοντα μήνα αναμένεται να μειωθούν έως και κατά 800.000 βαρέλια την ημέρα — πτώση 40% σε σχέση με τον μηνιαίο μέσο όρο των δύο εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως κατά τους πρώτους δέκα μήνες του έτους.
Παρακάμπτουν τις κυρώσεις
Ωστόσο, οι Ντάουνς και Νέφιου προσθέτουν ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους αγοραστές πιθανότατα θα επιστρέψουν στις αγορές ρωσικού πετρελαίου. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό για τα διυλιστήρια teapot. Αυτά λειτουργούν με πολύ μικρά περιθώρια κέρδους και μπορούν να εξασφαλίσουν εκπτώσεις σε φορτία που υπόκεινται σε κυρώσεις· εξαρτώνται λοιπόν από το ρωσικό πετρέλαιο υπό καθεστώς κυρώσεων για την επιβίωσή τους. Αν οι νέες κυρώσεις τους επιτρέψουν να πάρουν ακόμη μεγαλύτερες εκπτώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αυξήσουν τις αγορές τους. Το ίδιο ισχύει και για μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες και διυλιστήρια που αντιμετωπίζουν περιορισμούς, όπως το τεράστιο πετροχημικό συγκρότημα Yulong Petrochemical, στο οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις από το Ην. Βασίλειο και την ΕΕ.
«Πιθανότατα θα συνεχίσει τις αγορές, καθώς το ρωσικό πετρέλαιο που προμηθεύεται μεταφέρεται μέσω αγωγών, κάτι που είναι δυσκολότερο να παρακολουθήσουν ξένες κυβερνήσεις σε σύγκριση με τις παραδόσεις διά θαλάσσης».
Το να κυνηγά η Ουάσιγκτον κάθε μεμονωμένο παραβάτη των αμερικανικών κυρώσεων θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο
Οι κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες της Κίνας έχουν αναστείλει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου που μεταφέρεται διά θαλάσσης, οι οποίες εκτιμάται μεταξύ 250.000 και 500.000 βαρελιών ημερησίως. «Ωστόσο, η κρατική PetroChina εξακολουθεί να λαμβάνει τουλάχιστον 800.000 βαρέλια τη μέρα από τη Rosneft μέσω αγωγών. Ένα μέρος αυτού του πετρελαίου έχει πληρωθεί εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, αλλά δεν είχε παραδοθεί στην Κίνα πριν από την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας. Επομένως, ορισμένες ποσότητες μπορεί να έχουν αγοραστεί κατά παράβαση των κυρώσεων» σημειώνουν.
Ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα
Ακόμη κι αν οι ΗΠΑ αποφάσιζαν σοβαρά να διακόψουν τη ροή ρωσικού πετρελαίου προς την Κίνα, η Ουάσιγκτον θα δυσκολευόταν να στοχοποιήσει κάθε εμπλεκόμενο φορέα. Οι έμποροι φορτίων υπό κυρώσεις έχουν βελτιώσει πολύ τις μεθόδους τους για να δυσκολεύουν την επιβολή αμερικανικών περιορισμών.
Το Ιράν, για παράδειγμα, που βρίσκεται υπό αμερικανικές κυρώσεις στον τομέα του πετρελαίου εδώ και πάνω από μια δεκαετία, χρησιμοποιεί «σκιώδη στόλο» και μεταφορτώσεις πλοίο με πλοίο στα ανοιχτά της Μαλαισίας και άλλων χωρών, για να φέρει ιρανικό πετρέλαιο στην Κίνα. Αντίστοιχα, το υγροποιημένο φυσικό αέριο από το Arctic LNG 2 καταλήγει σε ένα μόνο λιμάνι, που λειτουργεί από την κρατική εταιρεία PipeChina, στην πόλη Μπέιχαϊ της νοτιοδυτικής Κίνας.
Το Πεκίνο πιθανόν υπολόγισε ότι, συγκεντρώνοντας όλες τις παραδόσεις σε ένα λιμάνι, μειώνει τον αριθμό των κινεζικών οντοτήτων που κινδυνεύουν να υποστούν κυρώσεις από την Ουάσινγκτον. Ίσως υπολογίζει επίσης ότι οι ΗΠΑ δεν θα στοχοποιήσουν μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις όπως η PipeChina.
«Το να κυνηγά η Ουάσιγκτον κάθε μεμονωμένο παραβάτη των αμερικανικών κυρώσεων θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο. Όμως οι ΗΠΑ θα μπορούσαν μάλλον να σταματήσουν αυτή την καταστρατήγηση, εάν έκαναν παραδειγματική τιμωρία σε μια χούφτα εταιρειών και τραπεζών. Στην Κίνα υπάρχει μια παροιμία: «σκότωσε την κότα για να φοβηθεί ο πίθηκος» — τιμώρησε έναν, ώστε να αποτρέψεις τους άλλους από το να κάνουν το ίδιο. Ως τώρα, αντί να στοχοποιεί τις «κότες», η Ουάσινγκτον κυνηγά «κουνούπια» —τα διυλιστήρια teapot και τα μεμονωμένα πλοία και πλοιοκτήτες. Αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να αποτρέψει το Πεκίνο από το να εισάγει πετρέλαιο υπό κυρώσεις. Για να δημιουργήσει πραγματική αίσθηση κινδύνου, η Ουάσινγκτον θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην επιβολή κυρώσεων σε κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συναλλάσσονται, έστω και έμμεσα, με τη Rosneft και τη Lukoil».
Δυστυχώς, όμως, οι δύο αναλυτές διαπιστώνουν ότι υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η Ουάσινγκτον θα προχωρήσει σε τέτοιες ενέργειες. «Τόσο η κυβέρνηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση Μπάιντεν έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την πίεση προς την Κίνα για τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, δίνοντας προτεραιότητα σε άλλα συμφέροντα, όπως η δυνατότητα απόκτησης κινεζικών σπάνιων γαιών» σημειώνουν θυμίζοντας πως «ο Τραμπ φαίνεται να προτιμά να διαφυλάξει τη «φανταστική σχέση» του -όπως την αποκαλεί- με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ παρά να καταπνίξει τις ρωσικές εξαγωγές».
Πηγή: In.gr







































