Τα υπουργεία Αμυνας των δυτικών χωρών δείχνουν πλέον πιο πρόθυμα να αντιμετωπίσουν έναν νέο εχθρό: Την κλιματική αλλαγή. Τον Μάρτιο ο αμερικανός υπουργός Αμυνας Λόιντ Όστιν, έγραψε ότι «το μεταβαλλόμενο κλίμα αλλάζει το παγκόσμιο επιχειρησιακό περιβάλλον και το περιβάλλον ασφάλειας, επηρεάζοντας τις αποστολές, τα σχέδια και τις εγκαταστάσεις μας». Το Πεντάγωνο δημιούργησε μια «Ομάδα Εργασίας για το Κλίμα» μετά από εντολή του Προέδρου Τζο Μπάιντεν καθώς οι απειλές για το κλίμα πρέπει να θεωρηθούν μεγαλύτερη προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας.

Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αποστέλλουν παρόμοια μηνύματα. Στις 30 Μαρτίου το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας δημοσίευσε τη μελέτη «Στρατηγική Προσέγγιση για την Κλιματική Αλλαγή και την Αειφορία». Στον πρόλογο, ο αντιστράτηγος Richard Nugee, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας που συνέταξε τη μελέτη, έγραψε: «Ο χαρακτήρας του πολέμου αλλάζει γρήγορα. Ετσι και το κλίμα… Η επιτακτική ανάγκη δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη: το υπουργείο Αμυνας πρέπει να δράσει και θα δράσει τώρα». Πριν από λίγες μέρες, σε συνάντηση υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ συμφωνήθηκε η κλιματική αλλαγή να αποτελέσει πολύ μεγαλύτερη προτεραιότητα.

Τέτοιες συνομιλίες δεν μπορούν να συγκαλύψουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα: Δεν υπάρχει ιδέα του πόσο συμβάλλουν οι ίδιοι οι στρατοί στην αλλαγή του κλίματος. «Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι ότι δεν έχουμε αριθμούς», ανέφερε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg. Αυτή η έλλειψη δεδομένων οφείλεται στην ιστορική απροθυμία των ενόπλων δυνάμεων να αποκαλύψουν πληροφορίες που ενδέχεται να θέτουν όρια στη στρατιωτική δραστηριότητα.

Το πρωτόκολλο του Κιότο, που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1997, ήταν η πρώτη διεθνής συνθήκη για την κλιματική αλλαγή. Το πρωτόκολλο υποχρέωσε τις χώρες να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αλλά είχε ένα κενό: οι παγκόσμιες εκπομπές από στρατιωτικές δραστηριότητες εξαιρέθηκαν από τις υποχρεώσεις μείωσης των ρύπων. Δεν έγινε καν αναφορά σε αυτές. Αυτό το κενό δημιουργήθηκε μετά από αίτημα των ΗΠΑ, όπου ορισμένοι επέμειναν ότι ο υπολογισμός των εκπομπών και η δημοσίευσή τους θα μπορούσε να δημιουργήσει πίεση για τον περιορισμό των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της χώρας και, ως εκ τούτου, αντιπροσώπευε κίνδυνο για την ασφάλεια της. (Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ τελικά δεν επικύρωσαν το πρωτόκολλο). Η κλιματική αλλαγή, μάλλον, θεωρήθηκε ως μικρότερος κίνδυνος για τις ένοπλες δυνάμεις από τον μετριασμό της.

Η εξαίρεση αυτή καταργήθηκε με τη συμφωνία του Παρισιού του 2015. Ωστόσο, οι υπογράφοντες συμφώνησαν μεταξύ τους ότι ο καθένας θα αποφασίσει μεμονωμένα εάν θα θέσει συγκεκριμένους στόχους για τις ένοπλες δυνάμεις τους ή εάν θα διαχωρίσει τις στρατιωτικές εκπομπές στις εκθέσεις που κάνουν στο πλαίσιο της Σύμβασης για την αλλαγή του κλίματος του ΟΗΕ.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, συνήθως, ορισμένες στρατιωτικές εκπομπές συνυπολογίζονται με άλλα σύνολα, ενώ άλλες δεν υπολογίζονται καθόλου, εξηγεί ο Louise van Schaik, του ολλανδικού think tank Clingendael. Οι εκπομπές από κτίρια και οχήματα που χρησιμοποιούνται από τις ένοπλες δυνάμεις μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνονται στα στοιχεία που παρέχονται σχετικά με την κυβέρνηση ή τις μεταφορές. Και μόνο οι εγχώριες εκπομπές πρέπει να μετρηθούν και να αναφερθούν, επομένως αποκλείονται οι δραστηριότητες ένοπλων δυνάμεων στο εξωτερικό. Στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, το 70% της κατανάλωσης ενέργειας προέρχεται από τη μετακίνηση και τη χρήση στρατευμάτων και όπλων, κυρίως στο εξωτερικό.

Διάφορες ομάδες προσπάθησαν να εκτιμήσουν το επίπεδο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για τις οποίες είναι πράγματι υπεύθυνες οι ένοπλες δυνάμεις, σε αντιπαραβολή με τους αριθμούς που αναφέρουν. Τον Φεβρουάριο του 2021, μια έκθεση που ζητήθηκε από ομάδα μελών αριστερών κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προσπάθησε να επεξεργαστεί τις στρατιωτικές εκπομπές της ΕΕ, με βάση τις στρατιωτικές δαπάνες. Εκτίμησαν ότι το συνολικό αποτύπωμα για τις ένοπλες δυνάμεις της ΕΕ ήταν 24,8 εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα (tCO2e) το 2019 (συμπεριλαμβανομένων εκτιμώμενων εκπομπών από την στρατιωτική βιομηχανική παραγωγή). Αυτό είναι περισσότερο από τα τρία τέταρτα των εκπομπών για ολόκληρη τη Δανία. Το 2018, ωστόσο, οι 27 χώρες της ΕΕ απέδωσαν μόλις 4,5 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα σε στρατιωτικές δραστηριότητες – περίπου το 0,1% του συνόλου που εξέπεμψαν εκείνο το έτος. Η Γαλλία – το πιο στρατιωτικά ενεργό μέλος της ΕΕ – εκτιμήθηκε ότι ήταν υπεύθυνη για το ένα τρίτο των συνολικών στρατιωτικών εκπομπών της ΕΕ το 2019, αλλά δεν είχε αναφέρει απολύτως καμμία.

Ομοίως, για το 2017-18, το Υπουργείο Αμυνας της Βρετανίας ανέφερε ότι είχε εκπέμψει 942.283 τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα, που αποτελούσαν το ήμισυ των εκπομπών της κεντρικής βρετανικής κυβέρνησης. Μια έκθεση του Scientists for Global Responsibility – μια βρετανική ομάδα ακτιβισμού και έρευνας – διαπίστωσε ότι οι συνολικές άμεσες εκπομπές του Υπουργείου Αμυνας ήταν πιο κοντά στα 3 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα (εξαιρουμένων των εκπομπών από την παραγωγή εξοπλισμού ή αλυσίδων εφοδιασμού).

Αυτοί οι αριθμοί επισκιάζονται από εκτιμήσεις για την Αμερική, με το Πεντάγωνο να θεωρείται ο μεγαλύτερος θεσμικός καταναλωτής πετρελαιοειδών στον κόσμο. Έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 2019 από την καθηγήτρια Neta Crawford, πολιτικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, δείχνει ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Αμερικής εξέπεμψαν 59 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα το 2017. Συγκριτικά, οι συνολικές εκπομπές από όλες τις πηγές και τους τομείς για ολόκληρη την Ελβετία ήταν 44 εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα το 2018.

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί δυτικοί στρατοί έχουν υιοθετήσει καθαρότερες τεχνολογίες – συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρικών οχημάτων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Άλλοι πειραματίζονται με νέα καύσιμα για την αεροπορία: το ολλανδικό Υπουργείο Άμυνας, για παράδειγμα, σταδιακά μεταπίπτει στη χρήση βιοκαυσίμων (όπως και οι ΗΠΑ) και τα χρησιμοποιεί τώρα για να τροφοδοτεί όλα τα αεροσκάφη F-16 που εδρεύουν στη βάση του Leeuwarden. Ελλείψει διαφανών αναφορών εκπομπών ή στόχων, αυτό συχνά καταγράφεται ως απόδειξη των πράσινων διαπιστευτηρίων τους. Αλλά οι αλλαγές οφείλονται κυρίως στις επιταγές της αποτελεσματικότητας και της επιχειρησιακής συνέχειας.

Η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα για ενέργεια – που κάποτε περιγράφηκε από τον στρατηγό David Petraeus, πρώην διευθυντή της CIΑ, ως «η ψυχή των επιχειρησιακών δυνατοτήτων μας» – δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλεια και και τις αποστολές των ενόπλων δυνάμεων. Η μεταφορά καυσίμων σε απομακρυσμένες βάσεις απαιτεί συνήθως μακρές φάλαγγες στρατιωτικών οχημάτων, ευάλωτες σε εχθρικές επιθέσεις. Μεταξύ του 2001 και του 2010, για παράδειγμα, πάνω από τα μισά αμερικανικά θύματα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια αποστολών χερσαίων μεταφορών. Πολλές από αυτές τις αποστολές αφορούσαν την παράδοση καυσίμων σε απομακρυσμένες βάσεις – μια μελέτη του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Στρατού που δημοσιεύθηκε το 2009 εκτιμά ότι η μέση κατανομή φορτίου για τις συνοδείες στην περιοχή ήταν 50% καύσιμα. Τα ορυκτά καύσιμα είναι επίσης δαπανηρά: μεταξύ του 2010 και του 2018 οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις αγόραζαν περίπου 100 εκατομμύρια βαρέλια καυσίμου κάθε χρόνο, με ετήσια δαπάνη 8 – 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και η διασφάλιση της πρόσβασης στα καύσιμα προσθέτει ακόμα περισσότερο κόστος. Εκτιμάται ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Αμερικής ξοδεύουν περίπου 81 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως υπερασπίζοντας τον παγκόσμιο εφοδιασμό σε πετρέλαιο. Εκτός από το κόστος, η υιοθέτηση πράσινων τεχνολογιών σε πολιτικές αγορές θα οδηγήσει επίσης τις ένοπλες δυνάμεις να ακολουθήσουν το ίδιο μονοπάτι.

Παρά τις πιέσεις αυτές, οι περισσότεροι δυτικοί στρατοί δεν έχουν ακόμη μειώσει σημαντικά τις εκπομπές τους. Εν τω μεταξύ, η κλιματική αλλαγή διαμορφώνει όλο και περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν και τους κινδύνους για τους οποίους προσπαθούν να προετοιμαστούν. Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλεί την υποδομή: οι επιχειρήσεις στη μεγαλύτερη ναυτική βάση του κόσμου, στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια, διαταράσσονται τακτικά από πλημμύρες. Δυτικές χώρες με εδάφη σε μέρη ευαίσθητα σε ακραίες καιρικές συνθήκες – όπως η Καραϊβική τόσο για τη Βρετανία όσο και για την Ολλανδία και ο Ειρηνικός για τη Γαλλία – έχουν επίσης δημιουργήσει περισσότερες απαιτήσεις από τις ένοπλες δυνάμεις που εδρεύουν εκεί για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και αρωγής μετά από καταστροφές. Οι φόβοι για νέες γεωπολιτικές εντάσεις – που προκαλούνται από το λιώσιμο του πάγου στην Αρκτική, την αστάθεια που προκαλείται από τη μετανάστευση και την έλλειψη πόρων καθώς αυξάνονται οι θερμοκρασίες εντείνονται. Η Αμερική ενσωματώνει τώρα ρητά τέτοια σενάρια στη μοντελοποίηση, τις προσομοιώσεις και τα παιχνίδια πολέμου. Το ΝΑΤΟ συμφώνησε πρόσφατα να ξεκινήσει νέα έρευνα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της ασφάλειας.

Το αποτέλεσμα είναι ένα περίεργο μείγμα παραίτησης και επειγόντως απαιτούμενης δράσης. Η πρόσφατη στρατηγική της Βρετανίας για την κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα, δήλωσε με παρρησία ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας ετοιμάζονται για έναν «κόσμο με κλιματική αλλαγή μεταξύ +2 και 4 ° C» πάνω από τα προ-βιομηχανικά επίπεδα — δηλαδή, πάνω από το ανώτατο όριο των 2 ° C που έθεσε ως στόχο η συμωνία του Παρισιού. Αλλά το πόσο θα αυξηθεί η θερμοκρασία εξαρτάται από την πρόοδο στη μείωση των εκπομπών. Για να έχουμε αποτελέσματα απαιτείται ακρίβεια και διαφάνεια σχετικά με τις εκπομπές. Αυτό έρχεται επιτέλους από τις ίδιες τις στρατιωτικές δυνάμεις. Ο κ. Stoltenberg, για παράδειγμα, πρόσφατα ανακοίνωσε ότι θέλει τα μέλη της συμμαχίας του ΝΑΤΟ να δεσμευτούν σε σύνοδο κορυφής αργότερα φέτος να κάνουν τους στρατούς τους ουδέτερους άνθρακα έως το 2050 και το ΝΑΤΟ αναπτύσσει επί του παρόντος μια μεθοδολογία αναφοράς εκπομπών για να το διευκολύνει αυτό. Το Υπουργείο Αμυνας της Βρετανίας έχει επίσης υποσχεθεί να θέσει συγκεκριμένους στόχους για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Η έκθεση του αντιστράτηγου Nugee, για παράδειγμα, αναφέρει ότι το εκτεταμένο περιουσιολόγιο των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων – το Υπουργείο Αμυνας είναι ένας από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της χώρας, με υπόστεγα, σπίτια και στρατώνες – θα μειώσει τις εκπομπές κατά τουλάχιστον 30% έως το 2025.

Οι δυσκολίες εξισορρόπησης των επιθυμιών των ενόπλων δυνάμεων για αποτελεσματική μάχη με την ανάγκη μείωσης των εκπομπών θα συνεχιστούν. Ωστόσο, οι απόψεις αλλάζουν αργά. «Η κλιματική αλλαγή καθιστά τον κόσμο ένα πιο επικίνδυνο μέρος», λέει ο κ. Stoltenberg. «Και ως εκ τούτου έχει σημασία για το ΝΑΤΟ, και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε μέρος της λύσης στην υπερθέρμανση του πλανήτη». Νωρίτερα αυτό το μήνα, μιλώντας σε μια σύνοδο κορυφής για το κλίμα, ο κ. Austin χαρακτήρισε την κλιματική κρίση «υπαρξιακή» απειλή και δεσμεύθηκε ότι το Πεντάγωνο θα «κάνει ό,τι μπορεί» για να το μετριάσει.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Πρόσφατα Άρθρα