Το ισχυρότερο επιχείρημα κατά των κρυπτονομισμάτων ήταν ότι δεν είχαν αποδείξει ακόμη το τι μπορούσαν να κάνουν. Τώρα το ισχυρότερο επιχείρημα εναντίον τους μπορεί να είναι ότι έχουν γίνει πάρα πολύ καλά σε ένα κυρίως πράγμα: στην πρόκληση εγκλημάτων.

Δεν πήρε πολύ καιρό στους εγκληματίες να αναγνωρίσουν την «αξία» που είχε για αυτούς το πρώτο από τα ιδιωτικά ψηφιακά νομίσματα, το bitcoin, το οποίο κυκλοφόρησε το 2009. Ενώ η επιβολή του νόμου αποδεικνύεται ολοένα και πιο ικανή στην παρακολούθηση συναλλαγών bitcoin και, κατά καιρούς, στην κατάσχεση παράνομων χρημάτων, η ικανότητα πραγματοποίησης ψηφιακών πληρωμών, χωρίς χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές, διευκόλυνε δραστηριότητες όπως η πώληση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών στο διαδίκτυο ή και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Σε εφημερίδα του 2019, οι ερευνητές Sean Foley, Jonathan Karlsen και Tālis Putniņš εκτιμούσαν ότι το 46% των συναλλαγών bitcoin, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 2009 και Απριλίου 2017, αφορούσαν παράνομη δραστηριότητα.

Οι κερδοσκοπικές συναλλαγές έχουν αυξηθεί αρκετά από τότε, αλλά μία σειρά πρόσφατων επιθέσεων ransomware, κατά τις οποίες εγκληματίες του κυβερνοχώρου κλειδώνουν τα αρχεία θυμάτων και απαιτούν πληρωμή για την απελευθέρωσή τους, συχνότερα σε bitcoin, έχει αυξήσει το επίπεδο απειλής από εγκλήματα που διαπράττονται μέσω ψηφιακών νομισμάτων. Μια επίθεση τον περασμένο μήνα στην Colonial Pipeline Co. έκλεισε έναν σημαντικό αγωγό μεταφοράς βενζίνης στην Ανατολική Ακτή, ενώ μία δεύτερη επίθεση, στην JBS SA, διέκοψε, νωρίτερα αυτό το μήνα, τις δραστηριότητες ενός από τους μεγαλύτερους παραγωγούς κρέατος στις ΗΠΑ.

Δεν διακυβεύονται μόνο χρήματα. Όταν οργανισμοί, όπως νοσοκομεία, δέχονται επίθεση, ζωές ανθρώπων τίθενται σε κίνδυνο. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στη Wall Street Journal, ο Διευθυντής του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, συνέκρινε τις δυσκολίες που προκλήθηκαν από τον πρόσφατο καταιγισμό ransomware (σ.σ.  είδος κακόβουλου λογισμικού που χρησιμοποιείται για εκβιασμούς στο διαδίκτυο και απειλεί να δημοσιοποιήσει τα προσωπικά δεδομένα του θύματος ή να διακόψει την πρόσβασή του σε αυτά) με την πρόκληση που έθεσαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Το πρόβλημα με την επιβολή του νόμου είναι ότι, ακόμη και όταν μπορούν να εντοπιστούν οι εγκληματίες που κρύβονται πίσω από τις κυβερνοεπιθέσεις, οι κλοπές, οι οποίες κάποτε θα απαιτούσαν ανταλλαγή σάκων χρημάτων ή βαλιτσών με χρυσό, μπορούν τώρα να συμβούν εξ ολοκλήρου σε χώρες όπου οι ΗΠΑ δεν έχουν συνθήκη έκδοσης. Το FBI κατάφερε να ανακτήσει ένα μέρος των κρυπτονομισμάτων που πλήρωσε η Colonial Pipeline στην συμμορία ransomware DarkSide, αλλά, επειδή θεωρείται ότι η συμμορία δρα στη Ρωσία, τα μέλη της ενδέχεται να μην μπορούν να γίνουν προσιτά από τις αμερικανικές αρχές.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να ενισχυθεί η ψηφιακή ασφάλεια, ώστε να μπορούν οι χάκερ να κρατηθούν μακριά από θησαυροφυλάκια δεδομένων, καθώς τα διαθέσιμα συστήματα προστασίας πληροφοριών είναι πολύ περίπλοκα και με πολλά τρωτά σημεία για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, αυτό που θα βοηθούσε θα ήταν το να γίνει πιο δύσκολο για τους εγκληματίες του κυβερνοχώρου να λαμβάνουν πληρωμές με κρυπτογράφηση, μειώνοντας, έτσι, τα οικονομικά κίνητρα για επιθέσεις ransomware. Στο σημείο αυτό, η σύγκριση του Pέι με την 11η Σεπτεμβρίου εξηγεί πολλά. Μετά τις επιθέσεις, το 2001 Patriot Act εισήγαγε μια σειρά αυστηρότερων διατάξεων στον νόμο περί τραπεζικής μυστικότητας (Bank Secrecy Act) του 1970, με στόχο τη διακοπή της χρηματοδότησης των τρομοκρατικών δικτύων.

Ένας άμεσος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος θα ήταν η ευρεία απαγόρευση πληρωμών ή συναλλαγών σε κρυπτονομίσματα, όπως προσπάθησαν να κάνουν οι αρχές στην Κίνα. Όμως, δεδομένης της σημαντικής οικονομικής συμμετοχής τους, καθώς τα κρυπτονομίσματα έχουν συνολική αξία 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το coinmarketcap.com, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι υπάρχει η πολιτική βούληση των ΗΠΑ να προβεί σε τέτοιες αλλαγές. Τουλάχιστον όχι ως πρώτο βήμα.

Αλλά υπάρχουν και άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να λάβουν οι αρχές των ΗΠΑ, τα οποία θα μπορούσαν, επίσης, να μειώσουν τη βιωσιμότητα της χρήσης κρυπτονομισμάτων στο εμπόριο ή, τουλάχιστον, να αυξήσουν το κόστος χρήσης τους.

Μια προσέγγιση θα μπορούσε να ήταν το να γίνει πιο δύσκολη η χρήση ή η μεταφορά των κρυπτονομισμάτων μόλις κλαπούν, όπως, για παράδειγμα, οι βαλίτσες γεμάτες με 1 εκατομμύριο δολάρια σε μετρητά που είναι δύσκολο να δαπανηθούν χωρίς να εντοπισθούν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προτείνει να υιοθετήσει την ίδια απαίτηση για κρυπτογράφηση που έχουν όλες οι επιχειρήσεις όταν πληρώνονται περισσότερα από 10.000 $ σε μετρητά, αναφέροντάς την στην Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων.

Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν, επίσης, να ενισχύσουν τις αρμοδιότητες παρακολούθησης. Εξετάζονται ήδη ορισμένα μέτρα. Αναφερόμενο εν μέρει σε «επιταγές εθνικής ασφάλειας», το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ πρότεινε, πέρυσι, πρόσθετο έλεγχο σε μεταφορές κρυπτονομισμάτων, ώστε να αποφευχθούν οι συναλλαγές χωρίς τον έλεγχο από κάποια τράπεζα ή από κάποιον υποκείμενο σε ρυθμίσεις χρηματοπιστωτικό ενδιάμεσο. Η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force — FATF), ένας παγκόσμιος οργανισμός καθορισμού προτύπων για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, πρότεινε, πρόσφατα, νέες κατευθυντήριες γραμμές για την επέκταση των απαιτήσεων ασφάλειας σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα κρυπτονομισμάτων.

Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να κάνουν ένα τμήμα των συναλλαγών κρυπτονομισμάτων, μεταξύ άλλων και του bitcoin, λίγο λιγότερο ανώνυμο και αποκεντρωμένο, μια προοπτική που δεν θα γίνει εύκολα αποδεκτή. Οι αυξημένοι κανονισμοί θα μπορούσαν, επίσης, να κάνουν τις νόμιμες συναλλαγές πιο δύσκολες, μειώνοντας τη «γοητεία» των κρυπτονομισμάτων.

Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα κρυπτονομίσματα μπορεί να είναι ότι τέτοιες κανονιστικές προσπάθειες είναι πιθανό να αποβούν αναποτελεσματικές για τον περιορισμό των επικίνδυνων συναλλαγών, τον δρόμο για τις οποίες μάς έδειξαν τα ίδια τα κρυπτονομίσματα.

Στην περίπτωση αυτή, τα εγκλήματα θα μπορούσαν να γίνουν πιο βίαια και οι αυστηροί περιορισμοί περισσότερο ευπρόσδεκτοι από την πολιτική ηγεσία.

Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο