Την ευθύνη της υλοποίησης της επιλογής (υποστηριζόταν από την πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού συστήματος) της ένταξης της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) έλαχε να αναλάβει εξολοκλήρου το ΠΑΣΟΚ καθώς τα επτά πρώτα (από τα δέκα) χρόνια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης της χώρας (1994-2000), συνέπεσαν με την προετοιμασία για την κρίσιμη αξιολόγηση κατά το 1999 και το 2000.

Υπενθυμίζω ότι η έναρξη της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τον Ανδρέα Παπανδρέου συνέπεσε με την έναρξη του δεύτερου σταδίου της πορείας προς την ένωση αυτή και, κυρίως, με την έναρξη της εφαρμογής από την 1η Νοεμβρίου 1993 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία καθιέρωσε μερικά βασικά κριτήρια που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση σύγκλισης και σταθερότητας της οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης των κρατών – μελών της, όπως: σταθερότητα των τιμών (ο χαμηλότερος πληθωρισμός δεν μπορεί να υπερβαίνει περισσότερο από 1,5 εκατοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο των τριών κρατών μελών με τα σταθερότερα επίπεδα τιμών), σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών (το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού το 3% του ΑΕΠ) και άλλα. Τα πρώτα τρία χρόνια (1994-1996) την ευθύνη είχε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου και τα υπόλοιπα τέσσερα πάλι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ υπό τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος, στη συνέχεια, διαχειρίστηκε την ελληνική οικονομική τα πρώτα τρία χρόνια εισαγωγής και εφαρμογής του στη χώρα μας του ενιαίου νομίσματος (2001-2003).

Δείτε ακόμη: 20 χρόνια ευρώ – Μια 30ετής «Οδύσσεια» στην ανέμελη πορεία προς την Ευρώπη!

Έναν ακριβώς μήνα από την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης του Μάασττριχτ και την ανάληψη της ευθύνης της χώρας για ικανοποίηση των παραπάνω βασικών κριτηρίων ένταξης της Ελλάδος στην ΟΝΕ, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος είχε κερδίσει νωρίτερα τις εκλογές του ίδιου έτους, σε μιαν εμπνευσμένη ομιλία του στο Υπουργικό Συμβούλιο, στις 2 Δεκεμβρίου 1993, έκανε μια μπόλικη αυτοκριτική για τις κυβερνήσεις του και σκληρή κριτική για εκείνη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που διαδέχθηκε, για «την άσχημη οικονομική κατάσταση και την πορεία της χώρας» που παρέλαβε, προέβη σε πολλά εύστοχα σχόλια και διαπιστώσεις για τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση και απαρίθμησε πολλές αυτοδεσμεύσεις και προτάσεις προς όλους για να «απαλλαγούμε από το βάρος του δημοσίου χρέους», όπως τόνισε, «δίνοντας πρωταρχική σημασία στην αναπτυξιακή προσπάθεια».

Στη συνέχεια, προτρέποντας «να αφήσουμε το παρελθόν και τις συνήθειες που μας κληρονόμησε πίσω μας», τόνισε ότι στο χέρι μας είναι να βαδίσουμε προς την εξέλιξη, την πρόοδο, την ευημερία, μαζί με άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Και καλώντας «τους πάντες, κόμματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κοινωνικούς φορείς και προπάντων τους πολίτες να ακούσουν το μήνυμα και να βοηθήσουν, ο καθένας από τη θέση του, στην ανόρθωση αυτού του τόπου», τόνισε:

-«Ναι, χρειάζονται θυσίες. Θα τις κάνουμε όλοι μαζί. Δίκαια». -«Ναι, χρειάζεται εργασία και προσπάθεια. Θα την καταβάλουμε όλοι μαζί». -«Ναι, χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Θα το συνειδητοποιήσουμε όλοι μαζί» -«Ναι, χρειάζεται, κυρίως, συλλογικότητα για να ξεπεράσουμε τα αδιέξοδα».

Και, καλώντας πάλι στη «μάχη ολόκληρο τον ελληνικό λαό», τόνισε ότι «οφείλουν όλοι να αγωνισθούν ξέροντας ότι : «είτε το Έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε η υπερχρέωση θα αφανίσει το Έθνος», υποσχόμενος ότι «εμείς, ως εντολοδόχοι της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, θα κάνουμε το καθήκον μας με αισιοδοξία και σιγουριά για να προστατέψουμε το μέλλον του λαού, για να προστατέψουμε το μέλλον της Ελλάδας….»

Αμ δε! Δάσκαλε που δίδασκες! Διότι, ούτε ο ίδιος ως πρωθυπουργός έως το 1996, ούτε οι διάδοχοί του (Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας) εφάρμοσαν αυτές τις φωτισμένες οδηγίες και προτάσεις για «να προστατέψουν το μέλλον του λαού και το μέλλον της Ελλάδος». Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου «φόρτωσε» στο χρέος σε τρία χρόνια άλλα 37,3 δισ. ευρώ, έναντι 30,6 δισ. ευρώ με τα οποία επεβάρυνσε σε τρία πάλι χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τον οποίο στην ίδια ομιλία κατήγγειλε ως βασικό υπεύθυνο της υπερχρέωσης το 1992 και το 1993!!! Περιττό να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από τον παρατιθεμενο πίνακα 1, αυτός ο διαζευτικός χρησμός από τότε επαληθεύεται μόνο ως προς το δεύτερο σκέλος, καθώς το χρέος τρώει συνεχώς τη χώρα και φορτώνει με βάρη 10 περίπου δισ. ευρώ κατά μέσον όρο ετησίως τη σημερινή και την επόμενη γενιά έως το 2070 (έως τώρα, διότι το αύριον ουκ έσσετ΄ άμεινον, όπως θα έλεγε και ο Θεόκριτος!), αφού όλοι οι επόμενοι πρωθυπουργοί – κυβερνήσεις – κόμματα το “φούσκωναν” συνεχώς με μεγαλύτερα ποσά και έφτασε αισίως τα 350 δισ. ευρώ το 2021, αλλά, χωρίς το “κούρεμα” της ιδιωτικής περιουσίας κατά 163 περίπου δισ. ευρώ το 2012, από τα οποία διατέθηκαν μόνο 52 περίπου δισ. ευρώ, θα βρισκόταν σήμερα στα 400 δισ. ευρώ.

Δραστική μείωση του χρέους από το ευνοϊκό περιβάλλον και τις θυσίες, αλλά…

Κι ενώ, λοιπόν, το βασικό κριτήριο ένταξης στην ΟΝΕ κατά την αξιολόγηση του 1999 ήταν η συρρίκνωση του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, γινόταν το αντίθετο και ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε δισ. ευρώ. Έτσι, κατά την πρώτη τριετία (1994-1996) της δεύτερης διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, το χρέος, όπως προκύπτει από τον παρατιθέμενο πίνακα 1, αυξήθηκε κατά 37,3 δισ. ευρώ ή κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 1993 (από 60,5 δισ. ευρώ στα 97,8 δισ. ευρώ ή από 110,1% του ΑΕΠ σε 111,3% του ΑΕΠ), ενώ έπρεπε να είχε μειωθεί κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες ή στο 100,2% του ΑΕΠ ή στα 88 δισ. ευρώ!

Αυτή η μείωση θα προερχόταν εξολοκλήρου, όπως προκύπτει από τον πίνακα 1, από την επίτευξη ικανοποιητικών «ματωμένων» πρωτογενών πλεονασμάτων (κυμαίνονταν μεταξύ 2,6% του ΑΕΠ το 1996 και 6% του ΑΕΠ) και από το προκλητικά ευνοϊκό ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον (αποκρατικοποιήσεις, υψηλή αύξηση του ΑΕΠ, σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού κλπ), αλλά, δυστυχώς, όπως και τα προηγούμενα και τα επόμενα χρόνια, αυτή η σημαντική συμβολή παραγόντων στη μείωση του χρέους απορροφούνταν σχεδόν εξολοκλήρου από την κατάρα της συντήρησης σε λειτουργία σφόδρα ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Κατά την τριετία του Ανδρέα Παπανδρέου όχι μόνο απορρόφησαν τη μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες που προκάλεσαν η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων και η μεταβολή του ΑΕΠ και των επιτοκίων , αλλά πρόσθεσαν και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες ή 10 περίπου δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, η συμφορά αυτή, η οποία εμφανίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος με τον οικονομικό όρο «Προσαρμογή ελλείμματος – χρέους» προέρχεται από δαπάνες λειτουργίας δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών (ανάληψη χρεών, καταπτώσεις εγγυήσεων δανείων, μεταβιβάσεις, κεφαλαιοποιήσεις τόκων κλ), μολονότι την ίδια περίοδο εξασφαλίσθηκαν και έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, που μειώνουν το χρέος. Αντίθετα, οι επιχορηγησεις και η ανάληψη υποχρεώσεων των δημόσιων επχιειρήσεων και οργανισμών δεν επηρεάζουν το έλλειμμα (ωραιοποίηση!), αλλά αυξάνουν το χρέος, όπως επιτάσσει η Eurostat!

Προσθήκη άλλων 27 δισ. ευρώ στο χρέος κατά την τετραετία (1997-2000)!

Δυστυχώς, η ίδια και εντονότερη απογόητευση προκύπτει και από τη διαχείριση της οικονομίας λίγο πριν από την αξιολόγησή της με βάση τα κριτήρια του Μάαστριχτ το 1999. Δηλαδή, κατά την περίοδο αυτή (1997-2000) ο Κώστας Σημίτης πρόσθεσε στο ήδη υψηλό χρέος άλλα 27 δισ. ευρώ, μολονότι, όπως αναφέρθηκε και επιμόνως επεσήμαινε η Τράπεζα της Ελλάδος στις ετήσιες εκθέσεις της ήδη από το 1993, το ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον ήταν προκλητικότατα ευνοϊκό για δραστική μείωσή και όχι αύξησή του! Διότι, όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στη σημαντική μεταβολή του χρέους ήταν πάλι ευνοϊκότατοι, όπως το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, τα υψηλά σχετικά έσοδα από αποκρατικοποιήσεις και το σχετικά χαμηλό κόστος δανεισμού. Συγκεκριμένα:

• Το πρωτογενές πλεόνασμα κατά την περίοδο 1997 – 2003 είχε διαμορφωθεί το 1996 έως το 2000 σε υψηλά επίπεδα και κυμαινόταν μεταξύ 2,9% του ΑΕΠ και 6% του ΑΕΠ.

• Σε υψηλά επίπεδα ανέρχονταν και οι ρυθμοί αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο, αφού κυμαίνονταν μεταξύ 6,5% και 10,7%!

• Το κόστος δανεισμού από το 1996 άρχισε να συρρικνώνεται συνεχώς και από 10,% του ΑΕΠ μειώθηκε σταδιακά στο 5%.

• Τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις ανήλθαν την περίοδο 1996 – 2000 σε πάνω από 10 δισ. ευρώ.

Παρά τις προκλητικά αυτές ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, ο Κώστας Σημίτης, ως πρωθυπουργός, αύξησε το χρέος κατά την κρίσμη αυτή τετραετία κατά 27,3 δισ. ευρώ ή κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες, αντί μείωσής του κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 22 δισ. ευρώ! Δηλαδή συνολικά το χρέος θα δοαμορφωνόταν το 2000 στο 66% του ΑΕΠ ή στα 68 δισ. ευρώ, αν λειτουργούσε σωστά η ελληνική οικονομία και δεν απορροφούσε (κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες) όλη τη μείωση που προκάλεσαν τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα χαμηλά επιτόκια. Δηλαδή, το χρέος, αν είχε ξορκιστεί η κατάρα της σπατάλης των θυσιών αυτών με συντήρηση πολυπληθών ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, θα είχε διαμορφωθεί σε επίπεδα πλησίον του αντίστοιχου κριτηρίου του Μάαστριχτ και σαφώς σε χαμηλότερα από τον τότε μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση!

Καταπέλτης η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος !

Κι αυτά δεν τα λέει η ταπεινότητά μου. Τα επισημαίνει συνεχώς επί δεκαετίες η Τράπεζα της Ελλάδος, σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις της με ανάλυση των μεταβολών του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς και τους παράγοντες που συμβάλλουν στις μεταβολές αυτές, η οποία είναι καταπέλτης για τη σπατάλη και την εγκληματική διαχείριση των εθνικών κεφαλαίων.

Συγκεκριμένα, από τον πίνακα ο οποίος δημοσιεύεται στην έκθεση του διοικητή για το 2004 (σελίδα 50) και στον οποίο στηρίζονται και τα στοιχεία των δικών μου παρατιθέμενων δύο πινάκων, προκύπτει ότι οι συντήρηση ζημιογόνων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, η ανάληψη χρεών και οι παχυλές μεταβιβάσεις ενίσχυαν την αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε απόλυτους αριθμούς ή εξανέμιζαν τη μειωτική συμβολή των άλλων παραγόντων που προαναφέρθηκαν.

Μία σημαντική μεταρρύθμιση, αλλά μόνο στα… χαρτιά!

Ο Κώστας Σημίτης και οι ικανοί συνεργάτες του οικονομικοί υπουργοί γνώριζαν πολύ καλά τις στρεβλώσεις αυτές, οι οποίες ως βδέλλες ροφούσαν επί δεκαετίες σημαντικούς εθνικούς πόρους χωρίς κανένα σχεδόν παραγωγικό αποτέλεσμα και αναπτυξιακό συντελεστή. Για τον λόγο αυτόν από την πρώτη στιγμή ανέλαβε την πρωτοβουλία, ύστερα, φυσικά, από τις πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τις υποχρεώσεις ικανοποιήσης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, για την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, με σημαντικότερη εκείνη για τον οργανωτικό και λειτουργικό εκσυγχρονισμό πολυπληθών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, οι οποίοι επιχορηγούνταν αφειδώς από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς να ελέγχονται από το Δημόσιο Λογιστικό, δηλαδή γινόταν μια ανεξέλεγκτη σπατάλη, η οποία, ως «κρυφά χρέη» ή «βερεσέδια» δεν «περνούσαν» παλαιότερα στο δημόσιο χρέος. Πρόκειται για τον Νόμο 2414/1996 με τίτλο «Εκσυγχρονισμός δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών», ο οποίος επέβαλλε τη μετατροπή όλων των επιχορηγούμενων δημόσιων οργανισμών σε ανώνυμη εταιρία, την κατάρτιση επιχειρησιακών προγραμμάτων με συγκεκριμένους στόχους και, ακόμα, την απόλυση των επικεφαλής τους που δεν επετύγχαναν τους στόχους κατά τη διαχείρισή τους. Ωστόσο, αυτός ο σημαντικός Νόμος ουδέποτε εφαρμόστηκε! Κι όχι μόνο δεν εφαρμόσυηκε, αλλά συνοδεύθηκε και από μερικές ιστορίες οικονομικής, πολιτικής και οικονομικής τρέλας. Κατ΄αρχάς, η αναστολή εφαρμογής του γινόταν με … υπουργικές αποφάσεις! Ύστερα, στη συνέχεια, ενώ δεν εφαρμοζόταν, ενσψματώνονταν σε νομοσχέδια διατάξεις που … περιλαμβάνονταν στον παραπάνω Νόμο!!! Ακόμα, σε μια συνεδρίαση της Βουλής το 1998 προκλήθηκαν και εσωκομματικοί τριγμοί στη Νέα Δημοκρατία με διαγραφή στελεχών βουλευτών το κόμματος που ψήφισαν αυτές τις … ίδιες διατάξεις!!!!

Οι συνέπειες της μη εφαρμογής του σημαντικού αυτού μεταρρυθμιστικού Νόμου αποτυπώνονται στον παρατιθέμενο πίνακα 2, από τον οποίο προκύπτει ότι αυτές οι επιχορηγήσεις, αναλήψεις, καταπτώσεις εγγυήσεων και μεταβιβάσεις επεβάρυναν το χρέος κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 27,3 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο περίπου και τα “κρυφά χρέη” ή “βερεσέδια του ΠΑΣΟΚ που μάζεψε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1992 (κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες ή κατά 30,6 δισ. ευρώ!)

Αποτυχία της πρώτης προσπάθειας στην ΟΝΕ το 1999!

Ύστερα από όλα αυτά, τον Ιούνιο του 2000, μετά την αποτυχημένη αξιολόγηση το 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έκρινε ότι η Ελλάδα, με βάση τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία του 1999, είχε ικανοποιήσει τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και, επομένως, γινόταν δεκτή ως το 12ο μέλος της ΟΝΕ. Έτσι, από την 1η Ιανουαρίου 2001 η Ελλάδα συμμετείχε στο ενιαίο νόμισμα,το οποίο οι πρώτες 11 χώρες της ζώνης του ευρώ είχαν ήδη υιοθετήσει από το 1999.

Είναι αλήθεια ότι, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν τότε για την αξιολόγηση των κριτηρίων ένταξης στην ΟΝΕ, το έλλειμμα της της γενικής κυβέρνησης από 13,6% του ΑΕΠ το 1993 μειώθηκε σε 1,8% του ΑΕΠ το 1999, το ΑΕΠ αυξανόταν με ρυθμό 2%, ο οποίος επιταχύνθηκε βαθμιαία σε 3,4% το 1999. Σημειώνεται όμως ότι μετά τη δημοσιονομική απογραφή του 2004 αναθεωρήθηκε σε 3,4% και στη συνέχεια περιορίστηκε σε 3,1% του ΑΕΠ. Ακόμα, το άλλο κριτήριο του Μάαστριχτ, ο πληθωρισμός, την περίοδο 1994 – 1999 βρισκόταν, κατά μέσον όρο, στο 6,8%, αλλά το 1999 συρρικνώθηκε με διάφορες παρεμβάσεις στο 2,1%, αλλά μετά την ένταξη στην ΟΝΕ το 2000 άρχισε να τραβά ξανά την ανηφόρα.

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο του Μάαστριχτ για το δημόσιο χρέος ( 60% του ΑΕΠ), το 1999 παρουσιάσθηκε ότι βρισκόταν στο … 104,6%, και οι Ευρωπαίοι έκλεισαν ελαφρώς τα … μάτια! Αλλά, από τότε τα στοιχεία του χρέους αναθεωρήθηκαν πολλές φορές. Σύμφωνα με τις επόμενες αναθεωρήσεις από την Eurostat, ο λόγος του χρέους από … 94,5% του ΑΕΠ έγινε 112,4% του ΑΕΠ το 1998, από 100,3% σε 112,3% του ΑΕΠ το 1999 και το 2000 στο 114% του ΑΕΠ (βλέπε πίνακα 2, ο οποίος καταρτίστηκε με βάση τον αντίστοιχο πίνακα της Τράπεζας της Ελλάδος – Έκθεση διοικητή για το 2004, σελίδα 50).

Τα αποτελέσματα των αναθεωρήσεων αυτών που συνεχίστηκαν τον Μάρτιο του 2005 στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος, όταν υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή νέα επικαιροποιημένα στοιχεία, ήταν οδυνηρά για το κύρος της χώρας μας, όπως επισημαίνεται στην έκδοση «Το Χρονικό της Μεγάλης Κρίσης 2008-2013» της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατ΄αρχάς, έγινε μονομερής αναθεώρηση από την Eurostat των στοιχείων της τριετίας 1997-1999, με βάση τα οποία είχε αποφασιστεί η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΟΝΕ. Αυτό σήμαινε ότι με βάση τα αναθεωρημένα αυτά στοιχεία, η Ελλάδα εμφανιζόταν να μην έχει εκπληρώσει το 1999 το κριτήριο του δημοσιονομικού ελλείμματος (κάτω του 3% του ΑΕΠ), όπως απαιτούσε η Συνθήκη (το ίδιο έγινε και με άλλες χώρες για την αντίστοιχη περίοδο, π.χ. η Πορτογαλία για το 1997) και, φυσικά, του χρέους. Ύστερα, η σύνδεση της απογραφής έγινε με την αλλαγή της κυβέρνησης, που έδινε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε συνέχεια του κράτους!

“Ξεμπούκωμα” του “τέρατος” του πληθωρισμού με σειρά μέτρων από το 1998!

Όσον αφορά στην αντιμετώπιση του «τέρατος» του πληθωρισμού, ήδη από το φθινόπωρο του 1998 η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε σειρά μέτρων για το «ξεμπούκωμά» του σε τομείς (φορολογία, αγαθά και τιμολόγια), με τα οποία τον «μπούκωναν» όλες οι κυβερνήσεις επί δεκαετίες. Υπενθυμίζω μερικές τέτοιες διδακτικές «ιστορίες»:

Μπροστά στις ολοένα εντεινόμενες πληθωριστικες πιέσεις, η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε το φθινόπωρο του 1998 μερικά μέτρα που θα ανακούφιζαν εν μέρει τον δείκτη τιμών καταναλωτή κατά το υπόλοιπο του 1998, αλλά κυρίως από την 1η Ιανουαρίου του 1999.

Επίσης, σημαντικά μέτρα για την άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων ανακοινώθηκαν και το 1999. Από τα μέτρα του 1998, ο πληθωρισμός μειώθηκε κατά 1,4 εκατοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα: από τη μείωση των τιμών καυσίμων κατά 0,71 εκατ. μονάδες. Από τη μείωση των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα (ενοίκια, εισιτήρια, δίδακτρα, αναψυχή κλπ) κατά 0,27 εκατοστιαίες μονάδες. Από τις τιμές βιομηχανικών αγαθών κατά 0,15 εκατοστιαίες μονάδες, από τις τιμές οπωροκηπευτικών, που το προηγούμενο έτος είχαν αυξηθεί κατά 6%, κατά 0,14 εκατοστιαίες μονάδες.

Επίσης, το 1999, σημαντική συρρίκνωση του πληθωρισμού επιτεύχθηκε από τη μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωση καυσίμων (-0,36 εκατοστιαίες μονάδες) μείωση έμμεσων φόρων (-1 εκατοστιαία μονάδα), μείωση τιμολογίων (δύο φορές!) ΟΤΕ κατά 3,8%, μείωση τιμολογίων ΔΕΗ (κατά 8,4%), μείωση ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ακόμα, τα μέτρα αυτά συνοδεύθηκαν με ανακοινώσεις για συγκράτηση εισοδηματικών διεκδικήσεων από εργαζομένους και τιμολογίων επιχειρήσεων και για “Συμφωνίες Κυρίων” για μηδενική σχεδόν αύξηση δεκάδων αγαθών και υπηρεσιών!

Όλα αυτά τα αντιπληθωριστικά μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί ο πληθωρισμός στο 2,6% το 1999 ή στο 2,1% με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη, στο 2% τον Μάρτιο του 2000, με τον οποίο έγινε η αξιολόγηση και αποφασίστηκε η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, αλλά, μετά την επιτυχία του στόχου αυτού έστω και (ανατίμηση δολαρίου έναντι ευρώ, αύξηση διεθνών τιμών πετρελαίου κλπ) με αποτέλεσμα ο μέσος πληθωρισμός να επιταχυνθεί και να φτάσει τον Νοέμβριο του 2000 στο 4,2% και τον δεκέμβριο του 2000 στο 3,9%!

Και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ … ανάπαυση, όπως θα αναφέρουμε στο επόμενο σημείωμα!

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Οικονομία