Τον Απρίλιο του 1990, πέντε μήνες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Τζον Μπράουν καθόταν σε ένα αυτοκίνητο έξω από το υπουργείο πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μόσχα τρώγοντας ένα χάμπουργκερ απ’ το McDonald’s.

Η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν μετά από δεκαετίες κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Ο Μπράουν, τότε ανώτερο στέλεχος της BP, της εταιρείας πετρελαίου που θα διηύθυνε αργότερα για 12 χρόνια, ήταν στην πόλη για να μιλήσει σε όποιον μπορούσε, για επενδυτικές ευκαιρίες πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα.

Τα παράθυρα του αυτοκινήτου θόλωσαν από του υδρατμούς  καθώς η ομάδα του αναπολούσε έκθαμβη τις συζητήσεις της ημέρας. Οι φυσικοί πόροι της Ρωσίας, οι οποίοι περιλαμβάνουν μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, εξακολουθούσαν να παραμένουν αποκλειστική ιδιοκτησία του κράτους, αλλά το σύστημα έτριζε. Ο Βαγίτ Αλεκπέροφ, υφυπουργός, μόλις είχε πει στον Μπράουν ότι σκόπευε να δημιουργήσει μια εταιρεία πετρελαίου και ρώτησε αν η BP ήθελε να εμπλακεί.

«Θα της δώσουμε [της ΒΡ] κάποια περιουσιακά στοιχεία για αρχή», είπε ο Αλεκπέροφ, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μπράουν με τίτλο «Beyond Business». «Βασικά ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που ελέγχω τώρα ως υπουργός».

Η BP δεν επένδυσε ποτέ στην εταιρεία του Αλεκπέροφ. Ιδρύθηκε 18 μήνες αργότερα από τρεις κρατικές επιχειρήσεις και τώρα είναι γνωστή ως Lukoil, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο.

Όμως, σε μια συνέντευξη στους FT, ο Μπράουν θυμάται ότι είχε μια αίσθηση των ιστορικών ευκαιριών που ανοίγονταν. «Ήταν πολύ ξεκάθαρο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ότι κάτι συνέβαινε και έπρεπε να είμαστε μέρος αυτού».

Η συνάντηση σηματοδότησε την έναρξη μιας 32χρονης σχέσης μεταξύ της BP και της Ρωσίας, που άνοιξε το δρόμο για πολλές από τις άλλες δυτικές εταιρείες πετρελαίου, επενδυτικές τράπεζες και παρόχους υπηρεσιών που ακολούθησαν.

Τις επόμενες τρεις δεκαετίες η BP ήταν στην πρώτη γραμμή μιας δυτικής «απόβασης» στη Ρωσία. Αντιμετώπισε από την αρχή δικαστικές αποτυχίες και επιδρομές, καχυποψία και εκφοβισμό, αλλά τελικά έκανε τη πιο κερδοφόρα επένδυση στην ιστορία της – μια συμφωνία που βοήθησε να μετατραπεί η BP στον παγκόσμιο ενεργειακό παίκτη που είναι σήμερα.

Και τότε ξαφνικά όλα τελείωσαν. Στις 27 Φεβρουαρίου, τρεις ημέρες μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, η BP ανακοίνωσε ότι θα εκχωρήσει το μερίδιο 19,75% που κατείχε στην υποστηριζόμενη από το Κρεμλίνο παραγωγό πετρελαίου Rosneft, ξεκινώντας αυτό που έχει γίνει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη εταιρική έξοδος από οποιαδήποτε αγορά στην ιστορία.

Τις εβδομάδες μετά, δεκάδες δυτικές εταιρείες – από τη Shell και την Coca-Cola μέχρι την αλυσίδα McDonald’s που σέρβιρε στον Μπράουν εκείνο το χάμπουργκερ τότε – έχουν κάνει σχέδια να σταματήσουν ή να αναστείλουν τη λειτουργία τους.

Μεταξύ των πρώτων που ήρθαν και των πρώτων που έφυγαν, το ταξίδι της BP στη Ρωσία αφηγείται μια ιστορία που είναι κάτι περισσότερο από την εταιρική ιστορία μιας μεμονωμένης εταιρείας πετρελαίου. Είναι μια ιστορία της βεβιασμένης ερωτοτροπίας της Δύσης με τις ρωσικές επιχειρήσεις. Μια ιστορία του ανοίγματος και κλεισίματος μιας από τις πιο πλούσιες σε πόρους οικονομίες του κόσμου σε ξένες επενδύσεις. Μια ιστορία ολιγαρχών, εξουσίας και κερδών.

Τα νέα μεγάλα σύνορα

Η BP άνοιξε ένα γραφείο στη Μόσχα το 1990 το οποίο ο Μπράουν επισκεπτόταν τακτικά κατά τα επόμενα χρόνια, μεταβαίνοντας με παλιά σοβιετικά ελικόπτερα μεταξύ της πρωτεύουσας και των απομακρυσμένων κοιτασμάτων πετρελαίου της Σιβηρίας, εξετάζοντας πώς και πού να κάνει την πρώτη κίνηση της BP.

Οι προσπάθειες του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν να διαλύσει το κομμουνιστικό σύστημα είχαν οδηγήσει την οικονομία σε ελεύθερη πτώση. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στα ύψη και η αξία του ρουβλίου κατέρρευσε. Αλλά η ευκαιρία για πετρέλαιο και φυσικό αέριο ήταν δελεαστική.

Η Ρωσία διέθετε περίπου το 7 τοις εκατό του παγκόσμιου πετρελαίου, το ένα τρίτο του παγκόσμιου φυσικού αερίου και οι ελάχιστες επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα τα επίπεδα παραγωγής να πέφτουν. Στελέχη της BP που ταξίδεψαν σε ρωσικά κοιτάσματα πετρελαίου τη δεκαετία του 1990 λένε ότι ο εξοπλισμός ήταν σκουριασμένος, η τεχνολογία ξεπερασμένη και η γεωλογική κατανόηση υποτυπώδης.

Έχοντας χάσει σχεδόν όλη την πρόσβασή του στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής τη δεκαετία του 1970, αφού οι κυβερνήσεις της περιοχής εθνικοποίησαν τους πόρους τους, ο πετρελαϊκός τομέας είδε τη Ρωσία ως τη νέα ελπίδα.

«Ήταν το μεγάλο νέο σύνορο με τεράστιους πόρους», λέει ο ένα άλλο πρώην στέλεχος της BP που επισκέφθηκε τη Ρωσία τη δεκαετία του 1990. «Ο κόσμος άλλαζε, το ερώτημα ήταν πώς τοποθετείσαι ως προς αυτό;»

Αφού προσπάθησε να εξασφαλίσει εκτάσεις για εξερεύνηση ή παραγωγή, η BP δημιούργησε μια αλυσίδα πρατηρίων υγρών καυσίμων το 1996, πριν καταβάλει 571 εκατομμύρια δολάρια το 1997 για το 10% των μετοχών της Sidanco, μιας ρωσικής εταιρείας παραγωγής πετρελαίου που διευθύνεται από τον ολιγάρχη Βλαντιμίρ Ποτάνιν.

Όπως πολλοί λεγόμενοι ολιγάρχες που απέκτησαν μεγάλο μέρος του πλούτου τους μέσω της ιδιωτικοποίησης των ρωσικών φυσικών πόρων τη δεκαετία του 1990, ο Ποτάνιν είχε εξασφαλίσει τον έλεγχο της Sidanco μέσω του αμφιλεγόμενου συστήματος δανείων έναντι μετοχών, στο οποίο πολιτικά διαπλεκόμενοι επιχειρηματικοί παράγοντες αποκτούσαν μερίδια σε εταιρίες ιδιοκτησίας του κράτους σε απίστευτα χαμηλές τιμές.

«Εκείνη την εποχή, αν ήθελες να είσαι στη Ρωσία σε ένα μεγάλο παιχνίδι υπαρχόντων πόρων, συνεργαζόσουν με έναν ολιγάρχη — διάλεγες τον ολιγάρχη σου», λέει το πρώην στέλεχος της BP.

Μέσα σε δύο χρόνια η συμφωνία είχε αρχίσει να καταρρέει. Ένα άσημο δικαστήριο σε μια απομακρυσμένη πόλη της Σιβηρίας κήρυξε το πιο κερδοφόρο περιουσιακό στοιχείο πετρελαίου και φυσικού αερίου της Sidanco σε πτώχευση, οπότε πουλήθηκε στην Tyumen Oil Company, γνωστή ως TNK, που ελεγχόταν από έναν άλλο ολιγάρχη, τον Μίκαιλ Φρίντμαν.

Μέχρι τότε η BP είχε χάσει περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια από την αρχική της επένδυση, εκτιμά ο Μπράουν στα απομνημονεύματά του. Όμως, αντί να απομακρυνθεί, αύξησε το μερίδιό της, αποκτώντας ένα επιπλέον 15 τοις εκατό το 2002. Τελικά το 2003, μετά από τέσσερα χρόνια παρακινδυνευμένων απειλών εκατέρωθεν, ο Μπράουν και ο Φρίντμαν συμφώνησαν να δημιουργήσουν μια νέα κοινοπραξία 50:50, συνδυάζοντας τα περιουσιακά στοιχεία της TNK και της Sidanco με τα πρατήρια καυσίμων της BP με αντάλλαγμα μια επένδυση 8 δισ. δολαρίων από την BP.

«Ήταν μια κλασική κίνηση του Τζον Μπράουν», λέει ένα άλλο πρώην στέλεχος της BP. «Απόλυτη πεποίθηση, επιμονή, προσήλωση στην πορεία».

Η συμφωνία εκείνη την εποχή ήταν η μεγαλύτερη ξένη επένδυση που έγινε ποτέ στη Ρωσία και σηματοδότησε το πιο σημαντικό βήμα στον επαναπροσδιορισμό των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε εκλεγεί πρόεδρος το 2000 και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τόνι Μπλερ επιθυμούσε να οικοδομήσει τη βρετανική επιρροή και την πρόσβαση στη Μόσχα.

Όχι μόνον δεν θεωρείτο ο Πούτιν επίδοξος δικτάτορας, αλλά φαινόταν τότε ως «η νέα σκούπα που θα σάρωνε τα πάντα, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής», λέει ο Μπράουν.

Ο Ρώσος πρόεδρος ήρθε στη Βρετανία για κρατική επίσκεψη τον Ιούνιο του 2003, όπου τον συνόδευσαν στο παλάτι του Μπάκιγχαμ το βρετανικό ιππικό και τον υποδέχτηκαν με χαιρετισμό 41 κανονιοβολισμών. Σε ένα πλούσιο κρατικό συμπόσιο, έδωσε μια σπάνια ομιλία στα αγγλικά, στην οποία τόνισε την ανάγκη να συνεργαστούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία. Η συμφωνία TNK-BP υπογράφηκε ενώπιον Πούτιν και Μπλερ τρεις ημέρες αργότερα.

«Ταίριαζε στη γεωπολιτική στιγμή», λέει ο Τόνι Χέιουορντ, ο οποίος εργάστηκε πάνω στη συμφωνία και διαδέχθηκε τον Μπράουν ως διευθύνων σύμβουλος της BP το 2007. «Μέσα από τη δεκαετία του 2000 υπήρχε σίγουρα μια αίσθηση στη Δύση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να έρθει όλο και πιο κοντά στο μαντρί».

Μια περίπλοκη σχέση

Η BP δεν ήταν μόνη. Η ExxonMobil άνοιξε το πρώτο της πηγάδι σε μια τεράστια πετρελαιοπηγή στην Άπω Ανατολή της Ρωσίας το 2003 και ξεκίνησε τις εξαγωγές το 2006. Μια κοινοπραξία 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ της Shell, των ιαπωνικών ομίλων Mitsui και Mitsubishi και αργότερα της Gazprom, υπέγραψε συμφωνία κατανομής παραγωγής με τη Ρωσία το 2004 και άρχισε να εξάγει πετρέλαιο το 2008.

Για την BP, η συνεργασία με την TNK ήταν επικερδής αλλά περίπλοκη. Η BP είδε την επιχείρηση ως ρωσική θυγατρική της, ενώ ο Φρίντμαν  και οι δύο άλλοι ολιγάρχες μέτοχοι — οι Βίκτωρ Βέξελμπεργκ και Λέοναρντ Μπλαβάτνικ — ήθελαν περισσότερο έλεγχο.

Μετά από μια δύσκολη περίοδο το 2008, ο Μπόμπ Ντάντλι, το στέλεχος της BP που ήταν τότε επικεφαλής της επιχείρησης, έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει την χώρα επικαλούμενος «διαρκή παρενόχληση». Ο Ντάντλι είχε ανησυχήσει τόσο για την ασφάλειά του που η αναχώρησή του κρατήθηκε μυστική μέχρι να μπει με ασφάλεια σε ένα αεροπλάνο.

Τα προβλήματα φούντωσαν ξανά το 2011 αφού η BP, τώρα υπό την ηγεσία του Ντάντλι, υπέγραψε συμφωνία εξερεύνησης και ανταλλαγής μετοχών στην Αρκτική με τη Rosneft, τον πετρελαϊκό γίγαντα της οποίας ο τότε πρόεδρος και τώρα διευθύνων σύμβουλος Ιγκόρ Σετσίν είναι ένας από τους στενότερους συμμάχους του Πούτιν.

Οι ολιγάρχες της κοινοπραξίας TNK-BP είπαν ότι η συμφωνία παραβίαζε τα δικαιώματά τους ως αποκλειστικό όχημα για τις ρωσικές επιχειρήσεις της BP και είχαν μπλοκάρει τη συμφωνία στα διεθνή δικαστήρια. Στα γραφεία της BP στη Μόσχα εισέβαλαν μαυροφορεμένοι άντρες των ειδικών δυνάμεων και η Exxon ανέλαβε να αντικαταστήσει την BP ως συνεργάτης της Rosneft στην Αρκτική. Ο Ντάντλι δεν απάντησε σε αίτημα για σχόλιο.

Στον Πούτιν δεν άρεσε ποτέ ότι η κοινοπραξία TNK-BP ήταν 50:50, αντί να ελέγχεται από τη Ρωσία, και ήταν ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η Rosneft θα ήταν το όχημα που θα χρησιμοποιούσε «για να συγκεντρώσει πετρελαϊκά περιουσιακά στοιχεία», λέει ένα από τα πρώην στελέχη της BP.

«Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ήταν πάντα το επισκεπτήριο του Πούτιν, όταν πηγαίνει οπουδήποτε το πρώτο πράγμα για το οποίο θέλει να μιλήσει είναι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο», λέει μια προσωπικότητα του κλάδου που έχει συναντήσει τον πρώην πράκτορα της KGB πολλές φορές. «Ποτέ δεν μπορούσε κανείς να πει τι σκεφτόταν, ανέκφραστος, ο τέλειος κατάσκοπος», πρόσθεσε το άτομο.

Το 2013, ο Πούτιν πήρε αυτό που ήθελε. Η BP ολοκλήρωσε μια πολύπλοκη συμφωνία στην οποία έλαβε 12 δισ. δολάρια σε μετρητά και 18,5 τοις εκατό της Rosneft σε αντάλλαγμα για το μισό της TNK-BP.

Ο Ντάντλι γιόρτασε τη συμφωνία ως «ιστορική ημέρα για την παρουσία της BP στη Ρωσία». Όμως, ενώ πολλοί αναλυτές συμφώνησαν ότι ήταν μια επικερδής λύση σε μια πολύ εχθρική κατάσταση, άλλοι εξεπλάγησαν ότι η BP δεν επιδίωξε να αποχωρήσει εντελώς, επιλέγοντας αντ’ αυτού να παραμείνει ως ανίσχυρος μειοψηφικός μέτοχος σε μια κρατική εταιρεία.

Ήταν σίγουρα κερδοφόρα συμφωνία. Η πληρωμή σε μετρητά προστέθηκε σε περίπου 19 δισ. δολάρια σε μερίσματα που είχε λάβει η BP από την TNK-BP από το 2003. «Ήταν ίσως η καλύτερη επένδυση που έκανε ποτέ η BP», λέει ένα στέλεχος που συμμετείχε στην αρχική συμφωνία TNK-BP.

Μεταξύ 2013 και 2022, το μερίδιο μετοχικού κεφαλαίου της BP στη Rosneft απέφερε επιπλέον 5 δισεκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα και ενίσχυσε την παραγωγή πετρελαίου και τα κέρδη που μπορούσε να ανακοινώνει η BP κάθε χρόνο. Αλλά καθώς οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία άρχισαν να επιδεινώνονται και, πιο πρόσφατα, καθώς η BP προσπαθούσε να μετατοπίσει τη στρατηγική της προς ένα μέλλον χαμηλότερων εκπομπών, η σχέση της με τη Rosneft έγινε πιο προβληματική.

«Τα τελευταία 18 χρόνια, δεν νομίζω ότι συμμετείχα σε μια συνάντηση [για την BP] όπου ένας επενδυτής δεν μου είπε: “ΟΚ ακούγεται ενδιαφέρον ως επενδυτική μελέτη, αλλά τι γίνεται με το ρωσικό ρίσκο;” λέει ο Όσβαλντ Κλίντ της Bernstein, ο οποίος καλύπτει τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου από το 2004.

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, η Rosneft βρέθηκε στο στόχαστρο των κυρώσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ που είχαν σκοπό να ανακόψουν τη μελλοντική ανάπτυξή της και ο ενθουσιασμός των περισσότερων δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών για τη Ρωσία πάγωσε.

Ακόμη και η Exxon, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος Ρεξ Τίλερσον που είχε παρασημοφορηθεί με το διάσημο μετάλλιο «Τάγμα της Φιλίας» από τον Πούτιν, έβαλε τέλος σε πολλά από τα σχέδιά της.

«Από το 2014 είτε η δραστηριότητα είχε καταστεί αρκετά στάσιμη είτε οι άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να αποχωρούν», λέει ο Τζέιμς Χέντερσον, ειδικός στη Ρωσία στο Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης που γράφει ένα βιβλίο για την ιστορία της Rosneft.

Ωστόσο, η BP στήριξε την επένδυσή της, ακόμη και αφού ο Μπερνάρντ Λούνι αντικατέστησε τον Ντάντλι στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου το 2019 και ξεκίνησε μια νέα στρατηγική για τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου της BP κατά 40% έως το 2030. Και οι δύο άνδρες καθόντουσαν στο διοικητικό συμβούλιο της Rosneft μέχρι τον περασμένο μήνα. Η εκποίηση «δεν φαινόταν να είναι στα σχέδια», λέει ο Κλιντ.

Στις αρχές Φεβρουαρίου, καθώς οι ΗΠΑ προειδοποίησαν για ρωσική εισβολή, ο Λούνι είπε στους FT ότι δεν ανησυχούσε για πιθανή διακοπή της σχέσης με τη Rosneft. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κάνουμε διαχείριση κινδύνων». . . και «σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης». . . αλλά, ξέρετε, η άποψή μου είναι ότι δεν έχει συμβεί τίποτα».

Ενώ ο Μπράουν συναντιόταν τακτικά με τον Μπλερ πριν και μετά τη συμφωνία TNK-BP, ο Λούνι είπε ότι δεν είχε προσεγγιστεί από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για οποιαδήποτε βοήθεια με τη Ρωσία. Αν του είχε ζητηθεί, δεν θα είχε και πολλά να προσφέρει, πρόσθεσε. «Δεν είναι τομέας ενδιαφέροντος για μένα», είπε. «Έχουμε μια επιχειρηματική σχέση και σε αυτό θέλω πραγματικά να εστιάσω».

Πράγματι, η εκποίηση του μεριδίου της Rosneft δεν είχε εξεταστεί ποτέ σοβαρά από την BP, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν τη σκέψη των ανώτερων στελεχών τα τελευταία χρόνια. Ο Λούνι δεν εντάχθηκε αμέσως στο διοικητικό συμβούλιο της Rosneft όταν έγινε διευθύνων σύμβουλος, αλλά μόνο επειδή έπρεπε να περιμένει την ετήσια γενική συνέλευση της Rosneft για να γίνει αυτό, πρόσθεσαν οι πηγές. Η BP αρνήθηκε να σχολιάσει αυτή την ιστορία.

Τέλος εποχής

Όταν τα ρωσικά τανκς πέρασαν τα ουκρανικά σύνορα την Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου, όλα άλλαξαν.

Ο Λούνι συγκάλεσε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου το πρωί της Παρασκευής, όπου συμφωνήθηκε ότι η BP θα επανεξετάσει αμέσως τις οικονομικές, νομικές και καταπιστευματικές επιπτώσεις της αποεπένδυσης.

Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο Λούνι είχε μια βιντεοκλήση από τον Κουάσι Κουαρτένγκ, Υπουργό Επιχειρήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία ο υπουργός εξέφρασε την ανησυχία του για τις ρωσικές συνδέσεις της BP και για το εάν το ντίζελ της Rosneft τροφοδοτούσε τα ρωσικά τανκς. Ο Λούνι αποκάλυψε ελάχιστα από τα σχέδια της BP, λέει ένα πρόσωπο κοντά στον υπουργό. «Κουνούσε πολύ το κεφάλι του και έλεγε ‘ναι, ναι, ναι, ναι’.”

Το διοικητικό συμβούλιο συνήλθε ξανά την Κυριακή και ο πρόεδρος Χέλγκε Λουντ ανακοίνωσε την αποχώρηση της BP ώρες αργότερα. Σε τρεις ημέρες η BP είχε αποφασίσει να τραβήξει την πρίζα στις τρεις δεκαετίες επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να κοστίσει στην ενεργειακή εταιρεία έως και 25 δισεκατομμύρια δολάρια.

Μέσα σε 24 ώρες η αντίπαλη Shell ακολούθησε την έξοδο της BP, δεσμευόμενη να τερματίσει τις κοινοπραξίες της με την κρατική Gazprom, προτού η Exxon να τις ακολουθήσει μια εβδομάδα αργότερα.

Το τι θα γίνει μετά είναι λιγότερο σίγουρο. Η Ρωσία έχει απαγορεύσει προσωρινά σε ξένους επενδυτές να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά η εύρεση αγοραστών όσο ο πόλεμος και οι κυρώσεις εντείνονται ήταν ούτως ή άλλως απίθανο να συμβεί. Η BP θα μπορούσε να αποχωρήσει και να διαγράψει εντελώς την αξία του μεριδίου της, να το πουλήσει πίσω στη Rosneft με μεγάλη έκπτωση ή να ελπίζει ότι θα εμφανιστεί κάποιος άλλος αγοραστής.

Παραμένει η πιθανότητα ότι η Ρωσία θα μπορούσε απλώς να απαλλοτριώσει το μερίδιο της BP στη Rosneft. Το κόμμα Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν έχει υποβάλει νομοσχέδιο για την εθνικοποίηση περιουσιακών στοιχείων ξένων εταιρειών από «μη φιλικά κράτη», συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Αναλυτές και τραπεζίτες εικάζουν ότι οι κινεζικές κρατικές εταιρείες μπορεί να μπουν στον πειρασμό να παρέμβουν. Όμως, παρόλο που πρόσφατα υπέγραψε μια συνεργασία «χωρίς όρια» με τη Μόσχα, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν έχει δώσει ακόμη σημάδια για το πώς θα αντιδράσει η Κίνα στη σύγκρουση.

Ο Κονσταντίν Σιμόνοφ, επικεφαλής του Εθνικού Κέντρου Ενεργειακής Ασφάλειας στη Μόσχα, λέει ότι αναμένει από τη Ρωσία να επιταχύνει την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου προς την Κίνα, να ενισχύσει τις πωλήσεις πετρελαίου στο Πεκίνο και να στηριχθεί στην υπάρχουσα κινεζική συνεργασία στις υπηρεσίες κοιτασμάτων πετρελαίου. «Είναι σαφές ότι η Κίνα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση και σε αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχουν αυταπάτες», λέει.

Για την BP, τη Shell και την Exxon, ακόμη και αν δεν ανακτήσουν τίποτα, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι διαχειρίσιμες. Αν και έχουν χάσει στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία, κάθε εταιρεία έχει περισσότερες επιχειρηματικές επιλογές από ποτέ, λέει ο Κλιντ της Bernstein. «Δεν είναι πλέον μόνο πετρέλαιο, είναι το υγροποιημένο φυσικό αέριο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα βιοκαύσιμα. Υπάρχουν τόσες πολλές επιλογές που είναι πιο εύκολο σήμερα να κόψεις τον ομφάλιο λώρο».

Ωστόσο, οι έξοδοι σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής – «μιας πλήρους γεωπολιτικής επαναφοράς», όπως την περιγράφει ένα πρώην στέλεχος της BP, που θα μπορούσε να αποκόψει μεγάλο μέρος του κόσμου από τους πόρους, τις επιχειρήσεις και τον πολιτισμό της Ρωσίας για μια γενιά.

«Η Ρωσία ήταν μια χώρα που ήταν έτοιμη να παίξει», λέει ο Μπράουν, αναλογιζόμενος την πολιτική και επιχειρηματική της τάξη τη δεκαετία του 2000. «Ήθελαν να παίξουν στην παγκόσμια σκηνή, πράγματι το ήθελαν».

Πρόσφατα Άρθρα